Τι σημαίνει το disease στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης disease στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του disease στο Αγγλικά.

Η λέξη disease στο Αγγλικά σημαίνει ασθένεια, αρρώστια, ασθένειες, διαταραχή, οξεία ασθένεια, δριμεία ασθένεια, νόσος του Άντισον, χρόνια ανεπάρκεια των επινεφριδίων, νόσος Αλτσχάιμερ, ζωική ασθένεια, ασθένεια των ζώων, πνευμονοκονίωση των ανθρακωρύχων, ασθένεια του αίματος, ατελής οστεογένεση, καρδιαγγειακή πάθηση, κοιλιοκάκη, χρόνια πάθηση, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, ασθένεια του κυκλοφορικού, συγγενής καρδιοπάθεια, στεφανιαία αρτηριακή νόσος, εκφυλιστική ασθένεια, οστεοαρθρίτιδα, πρόληψη ασθενειών, γεμάτος αρρώστιες, ολλανδική ασθένεια της φτελιάς, Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων, επιδημία, ασθένεια του γαστρεντερικού συστήματος, υπερθυρεοειδισμός, ουλίτιδα, λέπρα, νόσος του Χάνσεν, καρδιοπάθεια, κληρονομική ασθένεια, νόσος του Χόντζκιν, λοιμώδης ασθένεια, μεταδοτική νόσος, ισχαιμική καρδιοπάθεια, νεφροπάθεια, ηπατική νόσος, τοπική νόσος, πνευμονοπάθεια, βορρελίωση, νόσος των τρελών αγελάδων, διανοητική διαταραχή, νευρική διαταραχή, ασθένεια Πάρκινσον, φυτασθένεια, αναπνευστική νόσος, αναπνευστική ασθένεια, σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας, σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, έρπης ζωστήρας, δερματική ασθένεια, αφροδίσιο νόσημα, αφροδίσιο, αφροδίσιο νόσημα, ιογενής λοίμωξη, υδατογενής νόσος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης disease

ασθένεια, αρρώστια

noun (sickness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This disease has killed three people in the last month. I had all the usual childhood diseases at the usual times.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η αντιμετώπιση των χρόνιων παθήσεων δεν είναι εύκολη υπόθεση.

ασθένειες

noun (uncountable (all diseases)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Disease has killed thousands in Africa.

διαταραχή

noun (disorder, derangement) (ψυχιατρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her mental disease went away after visits to the psychologists.

οξεία ασθένεια, δριμεία ασθένεια

noun (disease that progresses rapidly)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νόσος του Άντισον, χρόνια ανεπάρκεια των επινεφριδίων

noun (glandular disorder) (ασθένεια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John F. Kennedy reportedly suffered from Addison's disease.

νόσος Αλτσχάιμερ

noun (progressive brain disease)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ζωική ασθένεια, ασθένεια των ζώων

noun (illness in animals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tuberculosis is an animal disease that is often found in cows.

πνευμονοκονίωση των ανθρακωρύχων

noun (colloquial (respiratory illness)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Coal miners may develop black lung disease from breathing in coal dust.

ασθένεια του αίματος

noun (disease affecting the blood)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sickle cell anemia is a type of blood disease.

ατελής οστεογένεση

noun (bone disorder) (πάθηση)

καρδιαγγειακή πάθηση

noun (disease of heart and blood vessels)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοιλιοκάκη

noun (intestinal disorder) (ασθένεια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χρόνια πάθηση

noun (long-term illness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Janine is suffering from some kind of chronic disease.

χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια

noun (respiratory disease)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ασθένεια του κυκλοφορικού

noun (disorder of the circulatory system) (ιατρικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
High cholesterol and nearly blocked arteries are signs of circulatory disease.

συγγενής καρδιοπάθεια

noun (heart defect at birth) (ιατρική)

Mr. and Mrs. Hollins were devastated to learn that their newborn son had a congenital heart disease.
Ο κύριος και η κυρία Χόλινς συγκλονίστηκαν όταν έμαθαν ότι ο νεογέννητος γιος τους πάσχει από συγγενή καρδιοπάθεια.

στεφανιαία αρτηριακή νόσος

noun (cardiac illness)

εκφυλιστική ασθένεια

noun (gets progressively worse)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Organs affected by a degenerative disease will deteriorate over time.

οστεοαρθρίτιδα

noun (progressive arthritis)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Phil's degenerative joint disease had progressed to the point that he needed help in dressing.

πρόληψη ασθενειών

noun (controlling spread of illnesses)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Condoms are recommended as one form of disease prevention.

γεμάτος αρρώστιες

adjective (afflicted by illness)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ολλανδική ασθένεια της φτελιάς

noun (fungal disease of trees)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dutch elm disease killed off the majority of the native elm trees in Britain.
Η ολλανδική ασθένεια της φτελιάς αφάνισε την πλειοψηφία των ντόπιων φτελιών στη Βρετανία.

Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων

noun (initialism (European Centre for Disease Prevention and Control)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

επιδημία

noun (disease that spreads rapidly)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The epidemic disease spread rapidly through the population.

ασθένεια του γαστρεντερικού συστήματος

noun (disorder of the digestive system)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Travelers often drink bottled water to avoid gastrointestinal diseases.

υπερθυρεοειδισμός

noun (hyperthyroidism)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ουλίτιδα

noun (dental infection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This toothpaste is more effective than that one in preventing gum disease.

λέπρα, νόσος του Χάνσεν

noun (leprosy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καρδιοπάθεια

noun (cardiac illness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Heart disease is a serious health problem in the modern Western world.
Στον σύγχρονο δυτικό κόσμο οι καρδιακές παθήσεις αποτελούν ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας.

κληρονομική ασθένεια

noun (disorder passed down genetically)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cystic fibrosis is one of the most common hereditary diseases in Western Europe.

νόσος του Χόντζκιν

noun (serious disease of the lymph nodes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have been diagnosed with Hodgkin's disease. Hodgkin's Disease is a kind of lymphoma.
Διαγνώστηκε ότι έχω τη νόσο του Χόντζκιν. Η νόσος του Χόντζκιν είναι ένα είδος λεμφώματος.

λοιμώδης ασθένεια, μεταδοτική νόσος

noun (illness spread by person to person)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ισχαιμική καρδιοπάθεια

noun (common form of cardiac illness) (ιατρική)

Ischaemic heart disease can eventually lead to a heart attack if not treated.

νεφροπάθεια

noun (medical condition affecting the kidneys) (ιατρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Patients with kidney disease can often benefit from dialysis.

ηπατική νόσος

noun (illness affecting liver)

Viruses cause some liver diseases.

τοπική νόσος

noun (ailment in one part of the body)

πνευμονοπάθεια

noun (pulmonary illness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βορρελίωση

noun (infection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νόσος των τρελών αγελάδων

noun (BSE: bovine spongiform encephalopathy) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
More cattle are to be tested for mad cow disease.

διανοητική διαταραχή

noun (psychiatric disorder)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νευρική διαταραχή

noun (disorder of the nervous system)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Schizophrenia and bipolar personality represent just two of the many neurological diseases.

ασθένεια Πάρκινσον

noun (uncountable (degenerative nervous disorder)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His hands were trembling because he has Parkinson's disease.

φυτασθένεια

noun (blight that afflicts plants)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναπνευστική νόσος, αναπνευστική ασθένεια

noun (breathing disorder)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The smog was a contributing factor to his respiratory disease. He had a respiratory disease which caused him to be short of breath.
Η αιθαλομίχλη ήταν επιβαρυντικός παράγοντας για την αναπνευστική του ασθένεια.

σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας

noun (newborn baby disease)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα

noun (virus, etc., passed on via sex)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

έρπης ζωστήρας

noun (uncountable (virus causing pain and rash)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Gavin is off work because he has shingles.

δερματική ασθένεια

noun (condition affecting the skin)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Melanoma is a dangerous skin disease.

αφροδίσιο νόσημα

noun (sexually-transmitted condition)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφροδίσιο

noun (informal, initialism (venereal disease)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Irene's husband had caught VD in an adulterous relationship.

αφροδίσιο νόσημα

noun (sexually-transmitted infection)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His test results showed that he had contracted a venereal disease.

ιογενής λοίμωξη

noun (disease caused by a virus)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υδατογενής νόσος

noun (infection carried by water)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του disease στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του disease

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.