Τι σημαίνει το by στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης by στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του by στο Αγγλικά.

Η λέξη by στο Αγγλικά σημαίνει από, του, κοντά σε κτ, δίπλα σε κτ, μπροστά από, δίπλα σε, για, μέχρι, έως, ως, με, μέσω, κατά τη διάρκεια, με, με, σύμφωνα με, κατά, με, επί, με, του, -, με το να, με, επί, κατά, τηρώ, παρασύρομαι από τον άνεμο, συνοδευόμενος από κπ/κτ, συνυπάρχων με μπ/μτ, κατά μήκος, καθώς περνά ο καιρός, από, συνοδευόμενος από κπ/κτ, βάπτισμα του πυρός, βάπτισμα του πυρός, πνιγμένος, ακολουθούμαι από κπ/κτ, με χτυπάει αυτοκίνητο, οδηγούμαι, καθοδηγούμαι, ελέγχομαι, οδηγούμαι, καθοδηγούμαι, ελέγχομαι, λειτουργώ με κτ, δουλεύω με κτ, έχω χαλάσει λόγω, έχει γραφτεί από, αρχίζω κάνοντας κτ, ξεκινώ κάνοντας κτ, μουδιασμένος από κτ, δέχομαι επίθεση από κπ/κτ, είμαι περικυκλωμένος από κτ, με πιάνουν, τρελός για κπ, σιγά σιγά, παρασύρομαι από κτ, βήμα προς βήμα, με προβληματίζει κτ, με ανησυχεί κτ, δεσμεύομαι, έχω κτ ως όριο, περιστοιχίζομαι από κτ, πολύ, στο τσακ, παρά τρίχα, στο τσακ, oύτε κατά διάνοια, πλειοψηφικά, με μικρή διαφορά, με ψηφοφορία δι' ανατάσεως των χεριών, κατά λάθος, από λάθος, αεροπορικώς, μέσω του αέρα, με αεροπορικό ταχυδρομείο, όπως λένε όλοι, από ότι λένε όλοι, βεβαίως, ασφαλώς, σίγουρα, σε λίγο, σε λίγο, γενικά, τυχαίνει, με οποιονδήποτε τρόπο, σε κάθε περίπτωση, από τη φύση μου, εκ γενετής, με το λεωφορείο, οδικώς, τυχαία, από επιλογή, με εντολή, με πρόσταγμα, με κοινή αποδοχή, συγκριτικά, εν συγκρίσει, συγκριτικά, εν συγκρίσει, κατά γενική συναίνεση, αντιθέτως, σε αντίθεση, σε αντιδιαστολή, εν αντιθέσει, όχι από επιλογή, εξ ορισμού, εξ ορισμού, σταδιακά, χάρη σε, κάνοντας, κατ' επέκταση, μακράν, με τη βία, με το ζόρι, με μεταφορά, κατά πενήντα τοις εκατό, υπερβολικά, χειροκίνητα, από μνήμης, με κάθε τρόπο, με κάθε δυνατό μέσο, από ανθρώπινο χέρι, έμμεσα, σε δόσεις, με δόσεις, λόγω διαίσθησης, από ένστικτο, ενστικτωδώς, ενστικτωδώς, από μόνο του, σκέτος, μα τον Θεό, από ξηράς, σύμφωνα με τον νόμο, αστραπιαία, από τύχη, κατά τύχη, ταχυδρομικώς, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείο, μέσω γάμου, μέσω, με διαφορά, κατά λάθος, με το όνομά μου, κατ' όνομα, εκ φύσεως, τη νύχτα, το βράδυ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης by

από

preposition (agent in passives)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
The tree was cut down by his neighbour.
Το δέντρο κόπηκε από τον γείτονά του.

του

preposition (author, creator)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Hamlet is a play by Shakespeare.
Ο Άμλετ είναι ένα έργο του Σέξπιρ.

κοντά σε κτ, δίπλα σε κτ

preposition (close: around)

There's a drinking fountain by the tennis court.
Υπάρχει ένας καταψύκτης κοντά στο γήπεδο του τένις.

μπροστά από

preposition (close: past)

We always walk by the post office on the way to work.
Περνάμε πάντα από το ταχυδρομείο πηγαίνοντας στη δουλειά.

δίπλα σε

preposition (close: beside, near to) (κοντά σε)

The keys are by the door over there.
Τα κλειδιά είναι εκεί πέρα, δίπλα στην πόρτα.

για

preposition (close: distance measure)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
The ball missed the window by a metre.

μέχρι, έως, ως

preposition (time: not later than) (χρόνος: όχι αργότερα από)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
You must have the report done by Monday.
Πρέπει να έχεις τελειώσει την αναφορά μέχρι τη Δευτέρα.

με

preposition (via: using the means of) (μέσο)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Should we go by car or by taxi?
Θα πάμε με αυτοκίνητο ή με ταξί;

μέσω

preposition (via: using a route) (διαδρομή)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I usually go by New York when I fly to Europe.
Συνήθως πηγαίνω μέσω Νέας Υόρκης όποτε πετάω για Ευρώπη.

κατά τη διάρκεια

preposition (during)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The street is noisy by day but very quiet by night.
Ο δρόμος είναι πολύβουος την ημέρα αλλά πολύ ήσυχος τη νύχτα.

με

preposition (according to)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
I know him by his first name.
Τον ξέρω με το μικρό του όνομα.

με

preposition (with the authority of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
By the authority vested in me, I proclaim you husband and wife.

σύμφωνα με

preposition (in conformity with)

He does everything by the book.

κατά

preposition (on the basis of)

They met by chance.

με

preposition (after, serially) (χρονικό διάστημα)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Things got more tense minute by minute. They walked down the road two by two.
Περπατούσαν στο δρόμο ανά δύο.

επί

preposition (multiplied by, times)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Two by four is eight.
Δύο φορές το τέσσερα κάνει οχτώ.

με

preposition (unit of measure)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
She bought eggs by the dozen. We get paid by the hour.
Αγόρασε αυγά με την ντουζίνα. Πληρωνόμαστε με την ώρα.

του

preposition (horse: sired by)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Screaming Thunder, by Screaming Eagle, won the Preakness.

-

preposition (describing compass points) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Head northeast by north.
Προχώρα βόρεια-βορειοανατολικά.

με το να

preposition (indicating means) (σπάνιο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
By finishing her homework early, she was able to join her friends.
Με το να κάνει τα μαθήματά της νωρίς, είχε τη δυνατότητα να κάνει παρέα με τους φίλους της.

με

preposition (accompanying conditions)

We love to eat by candlelight.

επί

preposition (indicating dimensions)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
The board should measure 2 by 4 feet.

κατά

preposition (margin)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
CO2 emissions have reduced by 5% over the past three years. Jeff is older than Carl by eight months.

τηρώ

phrasal verb, transitive, inseparable (obey)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cathy decided to abide by the rules.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ως ευσυνείδητοι πολίτες πρέπει να συμμορφωνόμαστε προς τους νόμους.

παρασύρομαι από τον άνεμο

phrasal verb, intransitive (be swept past) (άνεμος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A paper bag blew by in the wind.
Μια χαρτοσακούλα παρασύρθηκε από τον άνεμο.

συνοδευόμενος από κπ/κτ

verbal expression (go in company with)

συνυπάρχων με μπ/μτ

verbal expression (coexist with)

κατά μήκος

preposition (UK (along the length of, next to)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

καθώς περνά ο καιρός

expression (as circumstances change)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sometimes, as time goes by, people's interests and tastes change.

από

preposition (because of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

συνοδευόμενος από κπ/κτ

(accompanied)

The queen was attended by six ladies in waiting.

βάπτισμα του πυρός

noun (figurative (difficult initiation)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
My first day as a math teacher was a baptism of fire. The pupils just wouldn't keep quiet!

βάπτισμα του πυρός

noun (figurative (soldier: first combat)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Bullets were flying all around and people were dying; it was truly a baptism by fire.

πνιγμένος

verbal expression (figurative (encumbered or oppressed) (μτφ: σε κτ ή με κτ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The lawyer was bogged down in paper work.

ακολουθούμαι από κπ/κτ

verbal expression (precede, come before)

The calm is always followed by the storm.
Η γαλήνη ακολουθείται πάντα από την καταιγίδα.

με χτυπάει αυτοκίνητο

verbal expression (be knocked down)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Greg crossed the street without checking for traffic, and was consequently hit by a car.
Ο Γκρεγκ πέρασε τον δρόμο χωρίς να ελέγξει την κυκλοφορία, με αποτέλεσμα να τον χτυπήσει αυτοκίνητο.

οδηγούμαι, καθοδηγούμαι, ελέγχομαι

verbal expression (be guided)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I will be led by my doctor's advice.

οδηγούμαι, καθοδηγούμαι, ελέγχομαι

verbal expression (be managed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The research project was led by a university professor.

λειτουργώ με κτ, δουλεύω με κτ

verbal expression (run or function on)

Most cars are powered by petrol.
Τα περισσότερα αμάξια καίνε βενζίνη.

έχω χαλάσει λόγω

verbal expression (figurative (experience: be spoiled by [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My memories of the wedding are tainted by the argument that broke out at the reception.

έχει γραφτεί από

transitive verb (have as author)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The story was written by Edgar Allan Poe.
Η ιστορία έχει γραφτεί από τον Έντγκαρ Άλαν Πόε.

αρχίζω κάνοντας κτ, ξεκινώ κάνοντας κτ

(do first)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When learning a new recipe, it is best to begin by reading all the way through.
Όταν μαθαίνεις μια καινούρια συνταγή το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να ξεκινήσεις διαβάζοντάς την ολόκληρη.

μουδιασμένος από κτ

(literary (made numb by: cold, etc.)

δέχομαι επίθεση από κπ/κτ

verbal expression (under attack: from enemy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The campers were beset by a family of bears.

είμαι περικυκλωμένος από κτ

verbal expression (surrounded by)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The farmhouse is beset by a dense forest.

με πιάνουν

verbal expression (figurative (assailed: by difficulties, doubts, etc.) (αμφιβολίες, τύψεις κλπ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Joan was suddenly beset by doubts as to her brother's motives.

τρελός για κπ

(infatuated) (μεταφορικά)

Gary is besotted by Evie and would do anything for her.

σιγά σιγά

adverb (informal (gradually)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

παρασύρομαι από κτ

(be swept past)

βήμα προς βήμα

adjective (informal (account: detailed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The eyewitness gave a blow-by-blow description of the horrific event.

με προβληματίζει κτ, με ανησυχεί κτ

(concerned, troubled)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I am bothered by the way he treats my daughter.
Με ενοχλεί ο τρόπος που συμπεριφέρεται στην κόρη μου.

δεσμεύομαι

(figurative (legally obligated) (νομικά: από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We are bound by the terms of the contract.
Είμαστε δεσμευμένοι από τους όρους τους συμβολαίου.

έχω κτ ως όριο

(figurative (limited)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιστοιχίζομαι από κτ

(surrounded)

πολύ

adverb (by a large amount or extent)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The Indian Ocean is smaller than the Pacific Ocean by a great deal.

στο τσακ, παρά τρίχα

adverb (by a very slight margin, only just)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The truck missed the cyclist by a hair.

στο τσακ

adverb (by the slightest margin) (καθομιλουμένη: κατάφερα)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The horse won by a hair's breadth.

oύτε κατά διάνοια

expression (informal (by a large margin)

πλειοψηφικά

adverb (by most people, by more than half)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
They were able to pass their laws by a majority vote of 51 to 49.

με μικρή διαφορά

expression (by a very small number or amount)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He was elected president by a narrow margin.

με ψηφοφορία δι' ανατάσεως των χεριών

adverb (with an impromptu vote)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Our class decided to continue reading the novel by a show of hands.

κατά λάθος, από λάθος

adverb (mistakenly, not intentionally)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I spilt some coffee on the carpet by accident.

αεροπορικώς

adverb (via aeroplane)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Did you send the package by air?

μέσω του αέρα

adverb (through the atmosphere)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

με αεροπορικό ταχυδρομείο

adverb (postal delivery: via plane)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
All letters from the U.S. to Africa go by airmail these days; surface mail isn't available.

όπως λένε όλοι, από ότι λένε όλοι

adverb (according to everyone)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βεβαίως, ασφαλώς, σίγουρα

adverb (of course, certainly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"Can I borrow your pen for a moment?" "By all means!"
«Μπορώ να δανειστώ μια στιγμή το στυλό σου;» «Βεβαίως!»

σε λίγο

adverb (in a while)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε λίγο

adverb (eventually)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Be patient! I'll get around to it by and by.

γενικά

adverb (in general, on the whole)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Not everything about my job is good, but by and large, I enjoy it.
Δεν είναι τα πάντα ρόδινα στη δουλειά μου, αλλά γενικά μου αρέσει.

τυχαίνει

adverb (possibly)

Would you by any chance be able to lend me $10?
Μήπως τυχαίνει να μπορείς να μου δανείσεις 10 δολάρια;

με οποιονδήποτε τρόπο

adverb (in any way, via any method)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε κάθε περίπτωση

adverb (by no matter what measure)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

από τη φύση μου

adverb (through natural talent)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He was an artist by birth.

εκ γενετής

adverb (through one's family)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The U.S. Constitution requires the president to be American by birth, not a naturalized citizen.

με το λεωφορείο

adverb (travel or transport: on a bus)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Amy usually travels to work by bus.

οδικώς

adverb (via motor vehicle)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
By car, you could get from Lansing to Detroit in about two hours.

τυχαία

adverb (coincidentally)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I met my French teacher by chance in the supermarket.
Συνάντησα τυχαία τον καθηγητή των γαλλικών μου στο σούπερ μάρκετ.

από επιλογή

adverb (willingly, of one's free will)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I did not exactly retire by choice.

με εντολή, με πρόσταγμα

adverb (by giving orders)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με κοινή αποδοχή

adverb (with everyone's agreement)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγκριτικά, εν συγκρίσει

adverb (when compared)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

συγκριτικά, εν συγκρίσει

expression (compared with, relative to)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κατά γενική συναίνεση

adverb (by general agreement)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Quakers make their decisions by consensus, not by compromise.

αντιθέτως, σε αντίθεση, σε αντιδιαστολή, εν αντιθέσει

adverb (on the other hand)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm always late but you, by contrast, are always on time.
Εν αντιθέσει με (or: σε αντίθεση με) σένα που έρχεσαι πάντοτε στην ώρα σου, εγώ είμαι διαρκώς αργοπορημένος.

όχι από επιλογή

adverb (not actively or purposefully) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jenny hadn't ever given much thought to her career and had ended up as a secretary by default.

εξ ορισμού

expression (according to nature of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξ ορισμού

expression (according to dictionary meaning)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σταδιακά

adverb (little by little)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

χάρη σε

preposition (by means of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνοντας

adverb (informal (by practising, on the job)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I've never been great at tests and exams: learn best by doing.

κατ' επέκταση

adverb (in a more general sense)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Calling me a dumb blonde insults me and, by extension, insults all women with blonde hair.

μακράν

adverb (by a large margin)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The U.S. is, by far, the largest producer of corn in the world.

με τη βία, με το ζόρι

adverb (using physical strength, violence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Soldiers generally operate by force.

με μεταφορά

adverb (via cargo transport)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κατά πενήντα τοις εκατό

adverb (by 50 per cent)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Since I retired my income is down by half.

υπερβολικά

adjective (UK, slang, figurative (extremely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Your problem is, you're too clever by half!
Το πρόβλημά σου είναι ότι παραείσαι έξυπνος!

χειροκίνητα

adverb (manually, not by machine)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You can see that these tools were made by hand.

από μνήμης

adverb (from memory) (λέω)

I learnt the sonnet by heart.

με κάθε τρόπο, με κάθε δυνατό μέσο

adverb (figurative (by any means necessary)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

από ανθρώπινο χέρι

adverb (touched, made: by people)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έμμεσα

adverb (following from [sth])

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε δόσεις, με δόσεις

adverb (a bit at a time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I'm paying for my saxophone by installments of $50 each month.

λόγω διαίσθησης, από ένστικτο

adverb (intuitively)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I knew by instinct that she was lying, but I didn't say anything.
Διαισθανόμουν ότι έλεγε ψέματα, αλλά δεν είπα τίποτε.

ενστικτωδώς

adverb (following innate guide)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Birds fly south by instinct.

ενστικτωδώς

adverb (instinctively)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I knew by intuition that he was a good person.

από μόνο του

adverb (without help)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The bruise will go away by itself.
Η μελανιά θα φύγει από μόνη της.

σκέτος

adverb (without adornment)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Does the dress look good by itself, or should I put on gold beads?

μα τον Θεό

interjection (dated (amazement)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
By Jove! I thought I'd never see you again.

από ξηράς

adverb (via land transport)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We can either take the ferry across Lake Michigan, or go by land via Chicago.

σύμφωνα με τον νόμο

adverb (legally)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
By law, in England, the minimum age for buying alcoholic beverages is eighteen.

αστραπιαία

expression (rapidly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The city has grown by leaps and bounds--the population has doubled in the last ten years.

από τύχη, κατά τύχη

adverb (through good fortune)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ταχυδρομικώς

adverb (via postal service)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It seems like sending a letter by mail is a sweet old-fashioned thing to do.

μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείο

adverb (informal (via e-mail)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέσω γάμου

adverb (through the family of one's spouse)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He is my uncle by marriage, certainly not by choice.

μέσω

preposition (via)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The artist has depicted the light falling on the objects by means of crosshatching.

με διαφορά

adverb (figurative, informal (to a great degree)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Homemade spaghetti sauce tastes better than store-bought by miles!
Η σπιτική σάλτσα για μακαρόνια είναι με διαφορά καλύτερη από την έτοιμη.

κατά λάθος

adverb (accidentally, not on purpose)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
By mistake, I gave him your phone number instead of mine!

με το όνομά μου

expression (using [sb]'s name)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατ' όνομα

expression (by repute)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκ φύσεως

adverb (characteristically, in essence)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Lions are wild by nature, and there is little you can do to tame them.

τη νύχτα, το βράδυ

adverb (at night-time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The solders staged a surprise attack by night.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του by στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του by

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.