Τι σημαίνει το diving στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης diving στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του diving στο Αγγλικά.

Η λέξη diving στο Αγγλικά σημαίνει καταδύσεις, βουτιά, κατάδυση, βουτάω, βουτώ, κάνω κατάδυση, πηδάω, βουτάω, βουτιά, καταγώγιο, καταγώγι, πτώση, κατάδυση, βουτιά, βουτιά, θέατρο, κάνω βουτιά, καταδύομαι, χάνω ύψος, κινούμαι γρήγορα, κινούμαι γοργά, πέφτω με τα μούτρα, κάνω βουτιά, καταδύσεις ανοικτής θάλασσας, εκπαιδευτής καταδύσεων, εκπαιδεύτρια καταδύσεων, καταδυτικός κώδωνας, βατήρας καταδύσεων, εξοπλισμός κατάδυσης, φιάλη οξυγόνου, αρχηγός κατάδυσης, στολή καταδύσεων, φιάλη οξυγόνου, ρακοσυλλογή, ελεύθερη κατάδυση, κατάδυση στον πάγο, αυτοκατάδυση, αυτόνομη κατάδυση, κατάδυση χωρίς στολή, ναυαγιοκατάδυση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης diving

καταδύσεις

noun (sport: jumping into water)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The British Olympic team took bronze in diving.
Η Ολυμπιακή ομάδα της Μεγάλης Βρετανίας πήρε το χάλκινο στις καταδύσεις.

βουτιά

noun (action of jumping into water) (ερασιτεχνικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Diving is what James likes doing best when he goes to the swimming pool.
Αυτό που αρέσει στον Τζέιμς περισσότερο να κάνει όταν πηγαίνει στην πισίνα είναι οι βουτιές.

κατάδυση

noun (scuba diving: deep-sea swimming)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Diving is quite safe if you follow the correct procedures.
Οι καταδύσεις είναι αρκετά ασφαλείς αν ακολουθείς τις σωστές διαδικασίες.

βουτάω, βουτώ

intransitive verb (plunge into water)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The boy dove from the top of the cliff into the sea.
Το αγόρι βούτηξε στη θάλασσα από την κορυφή του γκρεμού.

κάνω κατάδυση

intransitive verb (go scuba diving)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dave had the opportunity to dive on his last holiday.
Ο Ντέιβ είχε την ευκαιρία να κάνει κατάδυση στις τελευταίες του διακοπές.

πηδάω, βουτάω

intransitive verb (plunge through air)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The acrobats dove into the nets.
Οι ακροβάτες πήδηξαν στα δίχτυα.

βουτιά

noun (jump into water)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dive caused the water in the pool to splash.
Τα νερά της πισίνας πετάχτηκαν από τη βουτιά.

καταγώγιο, καταγώγι

noun (informal (squalid bar) (αποδοκιμασίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Why did you ask me to meet you in this bar? It's a dive!

πτώση

noun (plane: descent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The pilot managed to regain control of the plane and stop its dive.

κατάδυση

noun (scuba diving)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The holiday company is organizing a dive for tomorrow.

βουτιά

noun (dash, lunge) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The goalkeeper's dive for the ball came too late and he missed.

βουτιά

noun (figurative (stocks, prices: sudden drop) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Share prices have taken a dive since the beginning of the global financial crisis.

θέατρο

noun (soccer, football: faked fall) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The player's dive earned him a yellow card from the referee.

κάνω βουτιά

intransitive verb (informal, figurative (stocks, price: go down) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Share prices in the company are diving after the CEO's sudden resignation.

καταδύομαι

intransitive verb (go underwater)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The submarine dove into the depths.

χάνω ύψος

intransitive verb (figurative (plane: decend nose first)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The plane's engines failed and it began to dive.

κινούμαι γρήγορα, κινούμαι γοργά

intransitive verb (move quickly)

The spy dived into a doorway.
Ο κατάσκοπος μπήκε γρήγορα σε μια είσοδο.

πέφτω με τα μούτρα

intransitive verb (figurative (plunge into activity) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Martha dived into her new book and read all night.

κάνω βουτιά

intransitive verb (soccer, football: pretend to fall) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The player dived in the hope that the referee would award his team a free kick.

καταδύσεις ανοικτής θάλασσας

noun (scuba diving at great depths)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Deep-sea diving opens a whole new universe to scientists, engineers and archaeologists.

εκπαιδευτής καταδύσεων, εκπαιδεύτρια καταδύσεων

noun (person who teaches scuba diving)

καταδυτικός κώδωνας

noun (submersible chamber)

βατήρας καταδύσεων

noun (springboard into pool)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
She bounced three times on the diving board before entering the water with a splash.
Αναπήδησε, τρεις φορές, στον βατήρα, προτού βουτήξει με ορμή στο νερό.

εξοπλισμός κατάδυσης

noun (clothing and apparatus used for scuba diving)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She rented diving gear before going on vacation.

φιάλη οξυγόνου

noun (oxygen tank used by scuba divers) (σε καταδύσεις)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αρχηγός κατάδυσης

noun (highly-qualified scuba diver)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The diving master showed us how to use the oxygen tanks.

στολή καταδύσεων

(diving equipment)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φιάλη οξυγόνου

noun (for scuba diving) (καταδύσεις)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
A SCUBA diver's air is delivered from the diving tank through a regulator.

ρακοσυλλογή

noun (US, ® (picking through refuse bins)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
For the last few months, he had been squatting in an abandoned house and dumpster diving for his meals.

ελεύθερη κατάδυση

noun (sport: skin diving)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Snorkeling and spearfishing are two free-diving activities.

κατάδυση στον πάγο

noun (scuba diving under layer of ice)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτοκατάδυση

noun (informal, abbreviation (scuba diving)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They're teaching scuba at the local pool.
Διδάσκουν αυτοκαταδύσεις στην τοπική πισίνα.

αυτόνομη κατάδυση

noun (deep-sea swimming)

We wanted to do some scuba diving but couldn't afford to hire the equipment.
Θέλαμε να κάνουμε αυτόνομη κατάδυση, αλλά δεν είχαμε αρκετά χρήματα για την ενοικίαση του εξοπλισμού.

κατάδυση χωρίς στολή

noun (in water)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ναυαγιοκατάδυση

noun (scuba-diving to explore shipwrecks)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του diving στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του diving

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.