Τι σημαίνει το over στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης over στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του over στο Αγγλικά.

Η λέξη over στο Αγγλικά σημαίνει πάνω από, σε, πάνω από, σε, σε, -, τελειώνω, πάνω από, -, -, πανω-, -, -, -, πέρα, -, -, ξανά, πάλι, -, στην πίσω σελίδα, -, όβερ, όβερ, περίοδος αγώνα, σε σχέση με, πάνω από, για, για, με, από, από, σε, για, διά, ξεπερνάω, ξεπερνώ, πατάω κάνοντας όπισθεν, εξαφανίζομαι, φεύγω, σκορπάω, ξεθυμαίνω, ξεχειλίζω, χύνομαι, φουντώνω, ρίχνω κάτω, καταπλήσσω, εκπλήσσω, ισοσκελίζω, γεφυρώνω τις διαφορές, ξεχειλίζω, ξεχειλίχω από, κάνω λίγο πέρα, κάνω λίγο πιο πέρα, μεταφέρω, μεταφέρω στο επόμενο έτος, παρατείνομαι, αλλάζω θέσεις, εξετάζω, ελέγχω, σκέφτομαι, συννεφιάζω, συννεφιάζω, σκυθρωπιάζω, κατσουφιάζω, είμαι σαφής, γίνομαι σαφής, έρχομαι, περνάω, περνώ, με πιάνει, αλλάζω στρατόπεδο, ορθώνομαι, απλώνομαι, πέφτω, καταλαμβάνω, αλλάζω στρατόπεδο, περνάω στο στρατόπεδο, διασταυρώνομαι, σπάω τα σύνορα, μεταπηδώ σε κτ, γνωρίζω απήχηση, έχω απήχηση, κάνω μετάζευξη, ξανακάνω, διπλώνομαι, ταλανίζομαι από κτ, ταλανίζομαι για το αν θα κάνω κτ, παντού, παντού, εντελώς, πλήρης, ολόσωμος, πάλι από την αρχή, από την αρχή, άνω-κάτω, παντού, παντού, ταξιδεύω, σ' όλο τον κόσμο, παντού, έχω τελειώσει, τελειώνω, αγωνιώ για κτ, ανησυχώ για κτ, σχηματίζω αψίδα πάνω από κτ, μαλώνω συνέχεια για κτ, μαλώνω διαρκώς για κτ, παζαρεύω, τελειώνω, εξαγοράζομαι, σκύβω, σκύβω πάνω από κτ/κπ, τσακίζω, διπλώνω, διπλωμένος στα δύο, λύνομαι στα γέλια, μαλώνω για κτ, τσακώνομαι για κτ, καβγαδίζω για κτ, ρίχνω, Τι τύχη είναι αυτή;, έκπληκτος, κατάπληκτος, φέρνω, κολλάω, προστατεύω, καλώ, προσκαλώ, μεταφορά, απομεινάρι, κατάλοιπο, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια σκιά σε κτ, στενοχωρώ, επισκιάζω, σκαρφαλώνω πάνω από κτ, σκαρφαλώνω, πάταω, τριβελίζω, πλαγιοδάνειο, πέφτω πάνω σε κπ, πέφτω πάνω σε κτ, επιχιασμός, κοκορεύομαι, κλαίω, δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα, δεύτερη ευκαιρία, κάνω κήρυγμα σε κπ, κρεμάω κτ σε κτ, ντραπάρω, αποφεύγω να συζητώ κτ, καλώ, οδηγώ πάνω σε κτ, ραντίζω, μου τρέχουν τα σάλια, αβγά με μαλακό κρόκο που έχουν τηγανιστεί ελαφρώς και από τις δύο πλευρές, ενθουσιάζομαι, πέφτω με το κεφάλι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης over

πάνω από

preposition (above)

They hung a picture over the fireplace.
Κρέμασαν ένα κάδρο πάνω από το τζάκι.

σε

preposition (on top of)

He was carrying the bag over his shoulder.
Κουβαλούσε την τσάντα στον ώμο του.

πάνω από

preposition (across)

The thief jumped over the wall and got away.
Ο κλέφτης πήδηξε πάνω από τον φράκτη και το έσκασε.

σε

preposition (covering)

They put sheets over the furniture to protect it.
Βάζουν σεντόνια πάνω στα έπιπλα για να τα προστατέψουν.

σε

preposition (upon)

She hit him over the head and ran away.
Τον χτύπησε στο κεφάλι και έφυγε τρέχοντας.

-

preposition (used in expressions (throughout) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
You should look over the report before signing it.
Πρέπει να ελέγξεις την αναφορά πριν την υπογράψεις.

τελειώνω

(be finished)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Is the news over yet?
Τέλειωσαν οι ειδήσεις;

πάνω από

preposition (more than)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Over 40% of voters disapprove.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Περισσότεροι από τους μισούς ψηφοφόρους δεν συμφωνούν.

-

adverb (used in expressions (overhanging) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
They sat under a tree, with branches hanging over.
Κάθισαν κάτω από ένα δέντρο, με τα κλαδιά να κρέμονται πάνω τους.

-

adjective (in excess) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
If there is any food over after the party, you can take it.
Αν μείνει φαγητό μετά το πάρτυ, μπορείς να το πάρεις.

πανω-

adjective (outer)

Over garments are a necessity in this cold climate.
Τα πανωφόρια είναι απαραίτητα σε αυτό το ψυχρό κλίμα.

-

adverb (used in expressions (covering a surface) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The walls have been painted over.
Οι τοίχοι βάφτηκαν.

-

adverb (used in expressions (across) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
They walked over to the window.
Πήγαν προς το παράθυρο.

-

adverb (used in expressions (from a person to another) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Could you hand that book over to me, please?
Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το βιβλίο, σε παρακαλώ;

πέρα

adverb (at a distance)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She lives over in the west end of the city.
Μένει πέρα στο δυτικό άκρο της πόλης.

-

adverb (used in expressions (upend) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He knocked the glass over and spilled wine everywhere.
Αναποδογύρισε το ποτήρι και έχυσε παντού κρασί.

-

adverb (used in expressions (against) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Stop leaning over that wall!
Σταμάτα να γέρνεις σ' αυτόν τον τοίχο.

ξανά, πάλι

adverb (used in expressions (again)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quentin decided to do the pie over because the first one was a bit burnt on the edges.

-

adverb (used in expressions (to a place) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Can you come over here a minute?
Μπορείς να έρθεις εδώ ένα λεπτό;

στην πίσω σελίδα

adverb (used in expressions (overleaf)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
See over for more details.

-

adverb (used in expressions (staying as guests) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We've got friends over this weekend.
Θα φιλοξενήσουμε κάποιους φίλους το σαββατοκύριακο.

όβερ

interjection (radio: it is your turn to speak) (στον ασύρματο)

Nothing to report. Over.

όβερ

interjection (radio: done speaking)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Request to land on runway 5, over.

περίοδος αγώνα

noun (cricket: sequence of balls) (για κρίκετ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A bowler is not allowed to bowl two consecutive overs.

σε σχέση με

preposition (in relation to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We have a big lead over our competitors.

πάνω από

preposition (outranking) (μεταφορικά)

In my new job, there's no one over me.

για

preposition (authority, control)

Dad has the final say over where we go.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τον τελευταίο λόγο επί του θέματος έχει η κεντρική επιτροπή του κόμματος.

για

preposition (during)

The shop will be closed over the holidays.
Το κατάστημα θα κλείσει κατά τη διάρκεια των διακοπών.

με

preposition (louder than)

I couldn't hear her over the siren.
Δεν μπορώ να την ακούσω με αυτή τη σειρήνα.

από

preposition (in preference to)

I prefer the red one over the blue.
Προτιμώ το κόκκινο από το μπλε.

από, σε

preposition (by means of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
We can talk over the phone if you prefer.
Μπορούμε να τα πούμε μέσω τηλεφώνου αν προτιμάς.

για

preposition (concerning)

They always argue over who gets to drive.
Πάντα μαλώνουν σχετικά με το ποιος θα οδηγήσει.

διά

preposition (divided by)

Twelve over four is three.
Δώδεκα διά (or: προς) τέσσερα ίσον τρία.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(recovered from)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sayeed is not yet over the loss of his mother.
Δεν έχει ξεπεράσει ακόμα την απώλεια της μητέρας του.

πατάω κάνοντας όπισθεν

phrasal verb, transitive, inseparable (vehicle: run over in reverse)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Oh no! I think I just backed over my son's bike.
Ωχ, όχι! Νομίζω ότι τώρα που έκανα όπισθεν πάτησα το ποδήλατο του γιου μου.

εξαφανίζομαι, φεύγω, σκορπάω

phrasal verb, intransitive (clouds: pass, disappear)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The clouds blew over and the sun came out.
Τα σύννεφα σκορπίστηκαν και βγήκε ο ήλιος.

ξεθυμαίνω

phrasal verb, intransitive (figurative (argument, etc.: be forgotten) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Let's hope that the dispute will soon blow over.
Ας ελπίσουμε ότι η διένεξη θα ξεθυμάνει σύντομα.

ξεχειλίζω, χύνομαι

phrasal verb, intransitive (spill over while boiling) (λόγω βρασμού)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Make sure that the water in the saucepan doesn't boil over.

φουντώνω

phrasal verb, intransitive (figurative (argument, etc.: intensify) (μεταφορικά: διαφωνία, συζήτηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tempers soon began to boil over.

ρίχνω κάτω

phrasal verb, transitive, separable (knock to the ground)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The big dog was so excited that he ran up and bowled over the little boy.

καταπλήσσω, εκπλήσσω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (astound, amaze) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Well, bowl me over! I'm holding a winning lottery ticket.

ισοσκελίζω

phrasal verb, transitive, separable (US, figurative (compensate for: deficit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This loan should be enough to bridge over the shortfall for a good three months.
Το δάνειο θα πρέπει να είναι αρκετό για να ισοσκελίσει το έλλειμμα για τρεις γεμάτους μήνες.

γεφυρώνω τις διαφορές

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (overcome differences)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I think our marriage is strong enough to bridge over this incident.

ξεχειλίζω

phrasal verb, intransitive (boil until spilling out of pan) (κοχλάζω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The saucepan of boiling water bubbled over.

ξεχειλίχω από

phrasal verb, intransitive (figurative (be extremely happy or enthusiastic) (μεταφορικά: συναίσθημα)

The crowd's joy bubbled over when Dembele scored the winning goal.

κάνω λίγο πέρα, κάνω λίγο πιο πέρα

phrasal verb, intransitive (informal (move to make space for [sb]) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you two budge up, I'll be able to sit on the sofa too.

μεταφέρω

phrasal verb, transitive, separable (sum: transfer to next column) (μαθηματικά: άθροισμα, υπόλοιπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Carry over the number "4" and put it at the top of the next column.
Μετάφερε τον αριθμό «4» και βάλ' τον στην κορυφή της επόμενης στήλης.

μεταφέρω στο επόμενο έτος

phrasal verb, transitive, separable (vacation allowance: use next year) (άδεια)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My boss won't allow me to carry over my vacation time to next year so I must take holidays now.
Το αφεντικό μου δεν θα μου επιτρέψει να μεταφέρω την άδειά μου στο επόμενο έτος, επομένως πρέπει να κάνω διακοπές τώρα.

παρατείνομαι

(be extended)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His frustration at work carried over to his home.
Η αγανάκτησή του στη δουλειά παρατάθηκε και στο σπίτι του.

αλλάζω θέσεις

phrasal verb, intransitive (switch)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I work until midnight for a week and then I change over to the morning shift.

εξετάζω, ελέγχω

phrasal verb, transitive, separable (examine, inspect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I always check over the engine carefully before a long car journey.

σκέφτομαι

phrasal verb, transitive, separable (think about or discuss thoroughly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
David chewed over the matter for a few days before making a decision.

συννεφιάζω

phrasal verb, intransitive (sky, weather: go cloudy) (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The day started fine and sunny, but by midday it began to cloud over, and by late afternoon it was raining hard.

συννεφιάζω, σκυθρωπιάζω, κατσουφιάζω

phrasal verb, intransitive (figurative (look suddenly serious or sad) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
At the thought of his wife's illness his face - usually so cheerful and open - clouded over.

είμαι σαφής, γίνομαι σαφής

phrasal verb, intransitive (figurative (message: be clear)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The Prime Minister's message came over very well in his speech.
Το μήνυμα του Πρωθυπουργού έγινε σαφές μέσα από την ομιλία του.

έρχομαι, περνάω, περνώ

phrasal verb, intransitive (informal (pay a visit)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you come over this evening we'll watch a movie together.
Αν έρθεις (or: περάσεις) απόψε, θα δούμε μια ταινία μαζί.

με πιάνει

phrasal verb, transitive, inseparable (emotion: affect)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't know what's come over me, but I can't stop crying.
Δεν ξέρω τι με έπιασε αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω.

αλλάζω στρατόπεδο

phrasal verb, intransitive (figurative (change sides) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Smith resigned from the government and came over to the opposition.
Ο Σμιθ παραιτήθηκε από την κυβέρνηση και άλλαξε στρατόπεδο προσχωρώντας στην αντιπολίτευση.

ορθώνομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (figure: rise higher than) (πάνω ή ψηλότερα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απλώνομαι, πέφτω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (light, darkness: cover slowly) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καταλαμβάνω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (feelings: affect slowly) (μεταφορικά: για συναίσθημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A sense of resentment began to creep over her.
Άρχισε να την καταλαμβάνει (or: πιάνει) ένα αίσθημα απέχθειας.

αλλάζω στρατόπεδο

phrasal verb, intransitive (change loyalties) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Woodford's disagreement with the government's immigration policy is the reason why he crossed over.
Η διαφωνία του Γούντφορντ με την κυβερνητική μεταναστευτική πολιτική είναι ο λόγος που τον οδήγησε στο να αλλάξει στρατόπεδο.

περνάω στο στρατόπεδο

(change loyalties) (μεταφορικά: με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The senator crossed over to the opposition.
Ο γερουσιαστής πέρασε στο στρατόπεδο της αντιπολίτευσης.

διασταυρώνομαι

phrasal verb, intransitive (exchange genes) (γενετική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The genes cross over from one chromosome to another.
Τα γονίδια διασταυρώνονται από το ένα χρωμόσωμα στο άλλο.

σπάω τα σύνορα

phrasal verb, intransitive (defy genres) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The young country singer dreams of making music that will cross over and be a hit on the R&B chart.
Ο νεαρός τραγουδιστής της κάντρι ονειρεύεται να κάνει μουσική που θα σπάει τα σύνορα και θα σημειώνει επιτυχία στα τσαρτ της R&B.

μεταπηδώ σε κτ

(defy genres) (αλλάζω χώρο)

Run DMC were one of the first rap acts to cross over into the rock charts.
Οι Run DMC ήταν ένα από τα πρώτα συγκροτήματα της ραπ που επεκτάθηκε και στα τσαρτ της ροκ.

γνωρίζω απήχηση, έχω απήχηση

(music, film: appeal diversely)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The film has enough appeal to cross over to a wider audience.
Η ταινία είναι αρκετά καλή για να έχει απήχηση σε ευρύτερο κοινό.

κάνω μετάζευξη

phrasal verb, transitive, separable (computing: transfer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The library will cut over the catalogue to its new software in September.

ξανακάνω

phrasal verb, transitive, separable (redo, do again)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The report was a mess, and the boss made me do it over.
Η αναφορά ήταν χάλια και το αφεντικό μ' έβαλε να την ξανακάνω.

διπλώνομαι

phrasal verb, intransitive (bend forward in pain)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ταλανίζομαι από κτ

(struggle with decision)

I was very unsure about whether or not to give up my job and I agonised over the decision for weeks.

ταλανίζομαι για το αν θα κάνω κτ

verbal expression (struggle with decision)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The tickets were expensive, so I agonized over going on the trip for months.

παντού

adverb (informal (everywhere)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I've looked all over but still can't find my keys.
Κοίταξα παντού αλλά ακόμα δεν μπορώ να βρω τα κλειδιά μου.

παντού

adverb (over whole surface)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Oil from the site of the wrecked tanker is now spreading all over.
Το πετρέλαιο από τα συντρίμμια του δεξαμενόπλοιου απλώνεται τώρα παντού.

εντελώς

adverb (figurative, informal (in every respect, characteristic)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He forgot to turn up for his own wedding? That's him all over!
Ξέχασε να πάει στον ίδιο του το γάμο; Εντελώς κλασική συμπεριφορά για τα δεδομένα του!

πλήρης

adjective (thorough, complete)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jack gave the bike an all-over check.
Ο Τζακ έκανε έναν πλήρη έλεγχο στο ποδήλατο.

ολόσωμος

adjective (tan, massage: over whole body)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mandy would like to have an all-over tan.
Η Μάντι θέλει να κάνει ολόσωμο μαύρισμα.

πάλι από την αρχή, από την αρχή

adverb (once more, from the beginning)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Oh no! I forgot the cake was in the oven and now it's burnt; I'll have to do it over again.

άνω-κάτω

expression (figurative, informal (changeable) (καθομιλουμένη, μτφ)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
After her father died, her emotions were all over the map.
Όταν πέθανε ο πατέρας της εκείνη ήταν άνω κάτω.

παντού

expression (informal (in many places)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When he looked up the nearest ATM, they came up all over the map.

παντού

expression (informal (in many places)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
There is dust all over the place; I really need to clean house!

ταξιδεύω

expression (figurative, informal (not focused) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I have been very distracted lately; my thoughts are all over the place.
Είμαι πολύ απρόσεκτος τελευταία· το μυαλό μου είναι αλλού για αλλού.

σ' όλο τον κόσμο

expression (in many countries)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Santa Claus is known all over the world.
Ο Αη Βασίλης είναι γνωστός σ' όλο τον κόσμο.

παντού

adverb (figurative (everywhere)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Luke had searched all over the world, but there was no sign of Naomi.
Ο Λουκ είχε ψάξει παντού, αλλά δεν υπήρχε πουθενά ίχνος της Ναόμι.

έχω τελειώσει

adjective (informal (finished, over) (μόνο παρελθόν)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Thank goodness that ordeal is all over with.

τελειώνω

adjective (ended a relationship with [sb]) (για σχέση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's all over with Robert and Hannah.
Όλα τελείωσαν στη σχέση του Ρόμπερτ με τη Χάνα.

αγωνιώ για κτ, ανησυχώ για κτ

(worry)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Christine anguished over the low grade she received on her math exam.
Η Κριστίν ανησυχούσε για τον χαμηλό βαθμό που πήρε στο διαγώνισμα των μαθηματικών.

σχηματίζω αψίδα πάνω από κτ

(form an arc over)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stately elm trees arched over the boulevard.
Οι επιβλητικές φτελιές σχημάτιζαν αψίδα πάνω από τη λεωφόρο.

μαλώνω συνέχεια για κτ, μαλώνω διαρκώς για κτ

(figurative (disagree constantly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The two brothers argue endlessly over who is better at basketball.

παζαρεύω

(haggle over price)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The two farmers went back and forth bargaining over the cow.

τελειώνω

verbal expression (informal (be finished, ended)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The battle was all over in less than three hours.
Η μάχη είχε τελειώσει σε λιγότερο από τρεις ώρες.

εξαγοράζομαι

intransitive verb (company: controlled by) (εταιρεία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
American Home Products was taken over by Wyeth many years ago, and now Pfizer has taken over Wyeth.

σκύβω

(lean forward)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
James dropped his pen, so he bent over to pick it up.
Έπεσε το στυλό του Τζέιμς κι έσκυψε για να το σηκώσει.

σκύβω πάνω από κτ/κπ

(lean over)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sam bent over the fence to try to reach the ball which had landed in his neighbour's garden.
Ο Σαμ έσκυψε πάνω από τον φράχτη για να προσπαθήσει να φτάσει την μπάλα που είχε πέσει στον κήπο του γείτονα.

τσακίζω, διπλώνω

(fold)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He bent over the corner of the page to mark his place in the book.
Τσάκισε την άκρη της σελίδας του βιβλίου, για να θυμάται πού είχε μείνει.

διπλωμένος στα δύο

adjective (person: doubled over) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was bent over in agony.

λύνομαι στα γέλια

adjective (figurative, informal (laughing uncontrollably)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eric was bent over with laughter after Julia had told him the joke.

μαλώνω για κτ, τσακώνομαι για κτ, καβγαδίζω για κτ

(quarrel about)

My brother and I often bicker over which TV channel we want to watch.

ρίχνω

(topple by blowing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A strong wind had blown over several plant pots.
Ένας δυνατός άνεμος αναποδογύρισε αρκετές γλάστρες.

Τι τύχη είναι αυτή;

interjection (figurative, informal (amazement)

Well, bowl me over! I'm holding a winning lottery ticket.

έκπληκτος, κατάπληκτος

adjective (figurative (impressed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Thank you so much for your generous gifts; I'm bowled over!
Σας ευχαριστώ θερμά για τα πλουσιοπάροχα δώρα σας! Δεν έχω λόγια!

φέρνω

(carry or take: to a given place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I will bring the car over to your house if you drive me home afterwards.
Αν με πας σπίτι μετά, θα φέρω το αυτοκίνητο στο σπίτι σου.

κολλάω

(think too much about) (μτφ: σε κάτι, με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
There is no point in brooding over things that have happened in the past. Jamie has been brooding about the outcome of last night's football game all morning.
Δεν υπάρχει λόγος να υπεραναλύουμε πράγματα που συνέβησαν στο παρελθόν. Ο Τζέιμι υπεραναλύει το αποτέλεσμα του χθεσινοβραδινού αγώνα ποδοσφαίρου όλο το πρωί.

προστατεύω

(figurative (children: protect) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Shirley's mom broods over her family like a mother hen.

καλώ, προσκαλώ

transitive verb (invite, beckon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We called her over to our table to join us.

μεταφορά

noun (accounts: amount carried forward)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απομεινάρι, κατάλοιπο

noun ([sth] postponed, extended) (συνήθως κάτι κακό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρίχνω μια ματιά

verbal expression (survey quickly) (σε κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Just before her guests arrived, she cast a glance over the table to be sure everything was in place.

ρίχνω μια σκιά σε κτ

verbal expression (make [sth] seem depressing) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στενοχωρώ

verbal expression (put [sb] in sad mood)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επισκιάζω

verbal expression (figurative (make gloomy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
News of the death of the team's former captain cast a pall over the game.

σκαρφαλώνω πάνω από κτ

(climb over)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The children clambered over the wall.

σκαρφαλώνω

(clamber across)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Even if you manage to climb over the prison fence, the dogs will be waiting on the other side.

πάταω

(figurative (be ruthless, ambitious) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You have to climb over people to get what you want in this business.

τριβελίζω

intransitive verb (figurative (fuss in a maternal way) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patricia clucked over the sick little boy.

πλαγιοδάνειο

noun (hairstyle worn to cover baldness) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His comb-over doesn't hide the bald spot; it just looks silly.

πέφτω πάνω σε κπ

(figurative (baby: admire fondly) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Brandy cooed over the new baby.

πέφτω πάνω σε κτ

(figurative (admire [sth]) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The girls all cooed over Belinda's new designer bag.

επιχιασμός

(genetics) (χρωμοσωμάτων)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοκορεύομαι

(figurative, informal (brag about) (για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Steve is crowing about his perfect test score.
Ο Στηβ κοκορεύεται για τον άριστο βαθμό του στο διαγώνισμα.

κλαίω

(figurative (mourn, lament) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There is no point in crying about a situation you cannot change.
Δεν υπάρχει λόγος να κλαις για μια κατάσταση που δεν μπορείς να αλλάξεις.

δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα

expression (figurative (it's pointless to regret what is done) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεύτερη ευκαιρία

plural noun (slang (second chance) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When it comes to parachuting, there are no do-overs.

κάνω κήρυγμα σε κπ

verbal expression (figurative, informal, often passive (reprimand [sb]) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

κρεμάω κτ σε κτ

(hang, let fall on)

Helen draped her coat over the back of the chair.
Η Έλεν έβαλε το παλτό της στην πλάτη της καρέκλας.

ντραπάρω

(arrange carefully)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The organizer draped the fabric over the lectern.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η σχεδιάστρια ντράπαρε το ύφασμα πάνω στην κούκλα για να ξεκινήσει τη νέα δημιουργία της.

αποφεύγω να συζητώ κτ

verbal expression (subject: not discuss)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλώ

(beckon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

οδηγώ πάνω σε κτ

(vehicle: go on top of [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The driver slowly drove over the loose gravel.
Ο οδηγός οδήγησε αργά πάνω στα χαλίκια.

ραντίζω

transitive verb (figurative (liquid: pour lightly) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben drizzled balsamic vinegar over the basil leaves.
Ο Μπεν έριξε μερικές σταγόνες ξύδι βαλσάμικο πάνω στα φύλλα του βασιλικού.

μου τρέχουν τα σάλια

(figurative (desire, look longingly at) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She spends hours drooling over pictures of that movie star.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι γνωστό πως της τρέχουν τα σάλια κάθε φορά που βλέπει τον Πέτρο.

αβγά με μαλακό κρόκο που έχουν τηγανιστεί ελαφρώς και από τις δύο πλευρές

plural noun (US (eggs lightly fried on both sides)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ενθουσιάζομαι

intransitive verb (show enthusiasm)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πέφτω με το κεφάλι

verbal expression (tumble)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alex fell head over heels down the mountainside.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του over στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του over

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.