Τι σημαίνει το split στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης split στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του split στο Αγγλικά.

Η λέξη split στο Αγγλικά σημαίνει σπάω, σπάζω, χωρίζω, μοιράζω, σχίζομαι, σπάω, σπάζω, ρωγμή, χωρισμός, διαιρεμένος, διχαλωτός, διασπασμένος, σπαγκάτο, μπουκάλι ποτού με μέγεθος 1/4 του κανονικού, σπλιτ, διάσπαση, ρήξη, διαίρεση, χωρίζω, χωρίζω, το σκάω, διαλύομαι, διαιρώ, χωρίζω, χωρίζω, χωρίζομαι, αποσχίζομαι, αποσχίζομαι από κπ/κτ, καρφώνω, χωρίζω, διαλύομαι, χωρίζω, μοιράζω, μπανάνα σπλιτ, στο πι και φι, στο τσακ μπαμ, ψαλίδα, διυλίζω τον κώνωπα, κόβω στα δύο, διχασμός κινήτρων, χωρίζω σε κτ, χωρίζω κτ σε κτ, δέρμα split, σπάω, σπάω κτ από κτ, σχίζω, κόβω, σχίζομαι, κόβομαι, φάβα, διχασμένη προσωπικότητα, κοπίλια, διαχωρισμένη οθόνη, διαχωρισμένης οθόνης, κλάσμα του δευτερολέπτου, σπαστό ωράριο, split σόλα, μοιράζω τη διαφορά, τα βρίσκω στη μέση, κόβω, χωρισμός, διάλυση, μοίρασμα, αναδιάρθρωση, ισοψηφία, σπάνε τα νύχια μου, πολυεπίπεδος, απόσχιση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης split

σπάω, σπάζω

transitive verb (cause to break)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He split the board by stepping on it.
Με το που πάτησε τη σανίδα, την άνοιξε στα δύο.

χωρίζω, μοιράζω

transitive verb (separate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The magician split the cards into three piles.
Ο μάγος μοίρασε τα χαρτιά σε τρεις στοίβες.

σχίζομαι, σπάω, σπάζω

intransitive verb (break, separate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The old board split right down the middle when I stepped on it.
Με το που την πάτησα, η παλιά σανίδα άνοιξε στη μέση.

ρωγμή

noun (crack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The split went down the entire windshield.
Το ράγισμα διέσχιζε όλο το παρμπρίζ ως κάτω.

χωρισμός

noun (unfriendly separation of people)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The split between John and Cory hurt the entire group of friends.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η ρήξη ανάμεσα στον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο επηρέασε ολόκληρη την εταιρεία.

διαιρεμένος

adjective (divided)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The split party couldn't reach a consensus.

διχαλωτός

adjective (cleft)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The Bible contains food rules on animals with split hooves.

διασπασμένος

adjective (of a stock)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The split stock soon began to appreciate.

σπαγκάτο

noun (acrobatic manoeuvre)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Her legs were flexible enough that she could do a split.

μπουκάλι ποτού με μέγεθος 1/4 του κανονικού

noun (UK (quarter-size bottle of wine)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
A split is a bottle holding a quarter the usual amount of champagne.

σπλιτ

noun (bowling)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The 7-10 split is the most difficult situation in ten pin bowling.

διάσπαση

noun (stock)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After the split, the stock was worth 40.

ρήξη, διαίρεση

noun (division)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The split proved to be disastrous for the party, as voters deserted both factions.

χωρίζω

intransitive verb (slang (divorce)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The couple split after five years of marriage.

χωρίζω

intransitive verb (slang (couple: end relationship)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The couple split after they went to study at different universities.

το σκάω

intransitive verb (slang (leave quickly) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She split soon after her parents arrived.
Μόλις έφτασαν οι γονείς της, την κοπάνησε.

διαλύομαι

intransitive verb (musical group: disband)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Even though the Beatles were an amazing group, they eventually split.

διαιρώ, χωρίζω

transitive verb (people: divide)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The vote on fox hunting split the party 70-30.

χωρίζω, χωρίζομαι

phrasal verb, intransitive (become separated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποσχίζομαι

phrasal verb, intransitive (break away, separate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The dissenters split off and formed a rival group.

αποσχίζομαι από κπ/κτ

(separate from group)

A number of left-wing politicians split off from the party to form a new one.
Αρκετοί αριστεροί πολιτικοί αποσχίστηκαν από το κόμμα για να σχηματίσουν ένα νέο.

καρφώνω

phrasal verb, transitive, inseparable (UK, slang, dated (inform on) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωρίζω

phrasal verb, intransitive (informal (couple: separate) (για ζευγάρι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My parents split up when I was a child but they stayed friends.
Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν παιδί αλλά παρέμειναν φίλοι.

διαλύομαι

phrasal verb, intransitive (informal (group: disband) (μουσικό συγκρότημα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When the Beatles split up I cried my eyes out.
Όταν διαλύθηκαν οι Beatles, έκλαψα πικρά.

χωρίζω, μοιράζω

phrasal verb, transitive, separable (share out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The thieves decided to split up the money equally among themselves.
Οι κλέφτες αποφάσισαν να μοιραστούν (or: χωρίσουν) τα χρήματα εξίσου μεταξύ τους.

μπανάνα σπλιτ

noun (dessert)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I ordered a banana split for dessert.

στο πι και φι, στο τσακ μπαμ

adverb (US, informal (very quickly) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I realised the building was on fire, I got out of there lickety-split.

ψαλίδα

noun (broken tip of a hair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διυλίζω τον κώνωπα

verbal expression (figurative (focus on trivial things) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κόβω στα δύο

transitive verb (halve, divide in half)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If we split the cake in two, we can have half each.

διχασμός κινήτρων

plural noun (conflicting priorities)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χωρίζω σε κτ

(divide, separate)

The road ahead split into two, one going north and one going south.

χωρίζω κτ σε κτ

(often passive (divide [sth] into parts)

Great Britain can be split into England, Scotland and Wales.

δέρμα split

noun (fibrous underlayer of leather split from top skin layer)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σπάω

(break [sth] off) (και αποκόπτω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπάω κτ από κτ

(break [sth] off [sth])

Jason split off a branch from the tree and used it as firewood.

σχίζω, κόβω

transitive verb (cleave, cut apart)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He split the coconut open with a hammer.

σχίζομαι, κόβομαι

intransitive verb (tear or be cut apart)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The shell split open to reveal an eagle chick.

φάβα

noun (lentil)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Split peas cook quicker if you soak them for a few hours first.

διχασμένη προσωπικότητα

noun (psychological disorder)

Doctors think that Henry may be suffering from a split personality.

κοπίλια

noun (metal fastener)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαχωρισμένη οθόνη

noun (film: divided screen technique)

διαχωρισμένης οθόνης

adjective (image: divided screen)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλάσμα του δευτερολέπτου

noun (figurative (briefest moment)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I thought you were someone else then for a split second.

σπαστό ωράριο

noun (divided working shifts)

split σόλα

noun (shoe: sole with separate toe and heel sections)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μοιράζω τη διαφορά

verbal expression (share out [sth] remaining)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We decided to split the difference, each paying £1.10 extra.

τα βρίσκω στη μέση

intransitive verb (figurative, informal (make concessions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You want to go to a Chinese restaurant, and I want Mexican. Let's split the difference and get a pizza.

κόβω

(divide into portions)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I´m going to split up this pizza into four slices.
Θα κόψω την πίτσα σε τέσσερα κομμάτια.

χωρισμός

noun (separation of a couple)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The couple's split-up was on the front page of all the celebrity gossip magazines.

διάλυση

noun (disbanding of a group)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Following their split-up, the Beatles went on to forge solo careers.

μοίρασμα

noun (division into portions)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αναδιάρθρωση

noun (business: restructuring) (επιχείρηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ισοψηφία

noun (election result with no majority)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σπάνε τα νύχια μου

verbal expression (break your fingernails)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I always split my nails when I go ten pin bowling.

πολυεπίπεδος

adjective (divided into levels or floors) (επίπεδα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απόσχιση

noun (type of corporate restructuring)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του split στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του split

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.