Τι σημαίνει το domestic στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης domestic στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του domestic στο Αγγλικά.

Η λέξη domestic στο Αγγλικά σημαίνει οικιακός, κατοικίδιος, οικόσιτος, εγχώριος, νοικοκύρης, νοικοκυρά, οικιακός βοηθός, οικιακή βοηθός, επεισόδιο ενδοοικογενειακής βίας, καβγαδάκι, καυγαδάκι, λευκά είδη, κατοικίδιο, οικιακή συσκευή, κατοικίδια γάτα, κατοικίδια γάτα, οικονομία του κράτους, οικιακό περιβάλλον, πτήση εσωτερικού, εγχώρια αγορά, σύντροφος, εσωτερική πολιτική, οικιακός βοηθός, υπηρετικό προσωπικό, βία στην οικογένεια, οικογενειακή βία, ντόπιο κρασί, οικογενειακό δικαστήριο, ΑΕΠ, Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, ηλεκτρική συσκευή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης domestic

οικιακός

adjective (of, in the home)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Domestic electricity use has risen sharply now that most homes have a whole range of electrical appliances. Domestic chores are boring, but they have to be done.
Οι δουλειές του σπιτιού είναι βαρετές, αλλά πρέπει να γίνουν.

κατοικίδιος, οικόσιτος

adjective (domesticated, tame)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Horses can be either domestic or wild.
Τα άλογα μπορούν να είναι είτε οικόσιτα είτε άγρια.

εγχώριος

adjective (not foreign)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The country's domestic manufacturing ensured steady employment for many of its residents.
Η εγχώρια παραγωγή της χώρας εξασφάλιζε απασχόληση για πολλούς απ' τους κατοίκους της.

νοικοκύρης, νοικοκυρά

adjective (devoted to home life) (τάξη, καθαριότητα)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
I'm afraid I'm not very domestic; my house is always a bit of a mess.
Φοβάμαι πως δεν είμαι πολύ νοικοκύρης· το σπίτι μου είναι πάντα λίγο χάλια.

οικιακός βοηθός, οικιακή βοηθός

noun (household servant)

A team of domestics was cleaning the house.
Μια ομάδα οικιακών βοηθών καθάριζε το σπίτι.

επεισόδιο ενδοοικογενειακής βίας

noun (informal, UK (violent incident between couple)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The police were called to a domestic in the next street when a couple's drunken argument turned violent.

καβγαδάκι, καυγαδάκι

noun (informal, UK (argument between couple)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Some friends invited me to dinner last night; it was a lovely evening, although they did have bit of a domestic over who was going to do the washing up.

λευκά είδη

plural noun (US (household fabrics) (μεταφορικά)

Harriet went to the store to buy some new domestics.

κατοικίδιο

noun (pet)

The dog was the earliest domestic animal.

οικιακή συσκευή

noun (household machine)

Most modern homes are full of domestic appliances, like washing machines, dishwashers, and fridges.

κατοικίδια γάτα

noun (feline kept as a pet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The European wild cat is bigger than the average domestic cat.

κατοικίδια γάτα

noun (species of small feline)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The domestic cat has been with us for centuries.

οικονομία του κράτους

noun (economy of a given country)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The domestic economy is affected in large part by the global economy

οικιακό περιβάλλον

noun (home, household)

The social worker found an excellent domestic environment for the young foster child.

πτήση εσωτερικού

noun (plane journey within a country)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I don't know what it is like to go through customs at the airport, I have only flown on domestic flights.

εγχώρια αγορά

noun (trade within a particular country)

Three quarters of Mexican avocados are consumed by the domestic market.

σύντροφος

noun (person cohabiting)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

εσωτερική πολιτική

noun (country's internal laws)

It's hard to say whether his failures were greater in his domestic policy or in his foreign policy.

οικιακός βοηθός

noun (hired to do chores)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She was found to have employed an illegal immigrant as a domestic servant.

υπηρετικό προσωπικό

noun (also npl (servants)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The agency recruits most of its domestic staff overseas.
Το πρακτορείο προσλαμβάνει υπηρετικό προσωπικό κυρίως από το εξωτερικό.

βία στην οικογένεια, οικογενειακή βία

noun (physical abuse in the home)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ντόπιο κρασί

noun (wine: of a given country)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
With advances in viticulture, England is gradually producing more domestic wine.
Με την ανάπτυξη της αμπελουργίας η Αγγλία βαθμιαία παράγει περισσότερο ντόπιο κρασί.

οικογενειακό δικαστήριο

noun (law)

ΑΕΠ

noun (initialism (gross domestic product)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The country's GDP grew by 3% last year.

Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν

noun (value: country's goods, services)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The gross domestic product is an indicator of a nation´s economic situation.

ηλεκτρική συσκευή

noun (device used in the home)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του domestic στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του domestic

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.