Τι σημαίνει το help στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης help στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του help στο Αγγλικά.

Η λέξη help στο Αγγλικά σημαίνει βοηθάω, βοηθώ, βοηθάω κπ με κτ, βοηθώ κπ με κτ, βοηθάω κπ να κάνει κτ, βοηθώ κπ να κάνει κτ, βοηθάω, βοηθώ, βελτιώνω, βοηθάω, βοηθώ, βοηθάω, βοηθώ, βοηθάω, βοηθώ, βοηθάω, βοηθώ, βοηθώ με κτ, Βοήθεια!, βοήθεια, βοήθεια, συμπαραστάτης, συμπαραστάτρια, βοηθός, ανακούφιση, βοηθός, οι υπηρέτες, σταματάω, σταματώ, παύω, βοηθάω, βοηθώ, βοηθώ, βοηθώ, βοηθώ, Μπορώ να σας βοηθήσω;, αναπόφευκτος, δεν μπορώ να μην, δεν μπορώ παρά να, κραυγή βοηθείας, έκκληση για βοήθεια, βοηθώ, Θεέ μου βόηθα!, συν Αθηνά και χείρα κίνει, βοηθώ κπ να αποφασίσει, βοήθεια, αλληλοβοηθούμαι, βοηθώ κπ να σηκωθεί, βοηθώ κπ να ανέβει, παίρνω, παίρνω, παίρνω κτ χωρίς να ρωτήσω πρώτα, παίρνω κτ χωρίς να ζητήσω άδεια, παίρνω όσο θέλω, βάζω όσο θέλω, κέντρο εξυπηρέτησης, γραφείο πληροφοριών, γραμμή εξυπηρέτησης, βοηθός στο σπίτι, Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;, χρήσιμος, καλώ, αυτοβοήθεια, αυτοβοήθεια, βιβλίο αυτοβοήθειας, Δεν υπάρχει άλλη λύση., στρέφομαι σε κπ για βοήθεια, με την βοήθεια του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης help

βοηθάω, βοηθώ

transitive verb (assist)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I could do the housework much more quickly if you helped me.
Θα μπορούσα να κάνω τις δουλειές του σπιτιού πολύ πιο γρήγορα εάν με βοηθούσες.

βοηθάω κπ με κτ, βοηθώ κπ με κτ

(assist with)

Can you help me with my homework?
Μπορείς να με βοηθήσεις με τα μαθήματά μου;

βοηθάω κπ να κάνει κτ, βοηθώ κπ να κάνει κτ

verbal expression (assist in doing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Paul helped me start my car. I helped an elderly lady to cross the road.
Ο Παύλος με βοήθησε να βάλω μπρος το αυτοκίνητό μου. Βοήθησα μια ηλικιωμένη κυρία να περάσει τον δρόμο.

βοηθάω, βοηθώ

transitive verb (save, rescue)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Help him! He's having a heart attack!
Βοήθησέ τον! Παθαίνει καρδιακή προσβολή!

βελτιώνω

transitive verb (improve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Just ten minutes of study a day could really help your French.
Μόνο δέκα λεπτά μελέτη την ημέρα θα βελτίωναν πραγματικά τα γαλλικά σου.

βοηθάω, βοηθώ

transitive verb (relieve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This syrup might help your sore throat.
Αυτό το σιρόπι ίσως ανακουφίσει τον πονεμένο σου λαιμό.

βοηθάω, βοηθώ

transitive verb (facilitate) (κτ, σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fibre helps digestion.
Οι φυτικές ίνες βοηθάνε στη χώνεψη.

βοηθάω, βοηθώ

transitive verb (be useful to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A little bit of salt would help his cooking. You could help me by holding up the other end of the table.
Λιγάκι αλάτι θα βοηθούσε την μαγειρική του. Θα μπορούσες να με βοηθήσεις με το να σηκώσεις την άλλη άκρη του τραπεζιού.

βοηθάω, βοηθώ

intransitive verb (give aid)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We ask all those who can to help.
Ζητάμε να επικουρήσουν όλοι όσοι μπορούν.

βοηθώ με κτ

(give assistance with)

We are looking for volunteers to help with sports coaching.

Βοήθεια!

interjection (call for assistance)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Help! I can't move!
Βοήθεια! Δεν μπορώ να κουνηθώ!

βοήθεια

noun (assistance) (πράξη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Louise was in need of some help.
Η Λουίζ χρειαζόταν βοήθεια.

βοήθεια

noun (aid) (υποστήριξη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dictionaries can be of some help when writing essays.
Η συνδρομή σας στην πραγματοποίηση του έργου ήταν σημαντική.

συμπαραστάτης, συμπαραστάτρια

noun (informal ([sb] who helps)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
She was a great help.
Ήταν μεγάλη συμπαραστάτρια.

βοηθός

noun (uncountable (employees, assistants)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
We have too much work on. We'll have to hire some help.

ανακούφιση

noun (relief)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A hot bath will be a great help to your sore back.

βοηθός

noun (employee, assistant)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The hired help isn't very good. He broke three of my best plates while he was washing up.

οι υπηρέτες

plural noun (offensive (people employed in [sb]'s home) (μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

σταματάω, σταματώ, παύω

transitive verb (informal (avoid, prevent) (να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can't help thinking she was right all along.

βοηθάω, βοηθώ

transitive verb (provide with support)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She really helped me when I was at my lowest point.

βοηθώ

phrasal verb, transitive, separable (give assistance to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βοηθώ

phrasal verb, intransitive (give assistance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He said he'd help out with moving the furniture, but in the end he never turned up.
Είπε πως θα βοηθούσε στη μετακίνηση των επίπλων, αλλά τελικά δεν εμφανίστηκε ποτέ.

βοηθώ

phrasal verb, transitive, separable (give assistance to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'd like to help you out, but I'm short of money myself at the moment.
Θα ήθελα να σε βοηθήσω, αλλά αυτή τη στιγμή έχω ξεμείνει και εγώ από χρήματα.

Μπορώ να σας βοηθήσω;

expression (to a customer)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Can I help you? asked the sales clerk.

αναπόφευκτος

verbal expression (feel compelled to do [sth])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I can't help wondering if she really knows what she's doing.
Δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι αν ξέρει πραγματικά τι κάνει.

δεν μπορώ να μην, δεν μπορώ παρά να

verbal expression (find unavoidable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I cannot help but notice the enormous coffee stain on the front of your white blouse.
Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω τον τεράστιο λεκέ από καφέ στο μπροστινό μέρος της άσπρης μπλούζας σου.

κραυγή βοηθείας

noun (often plural (call for assistance)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έκκληση για βοήθεια

noun (figurative (attention-seeking act)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βοηθώ

(assist)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Θεέ μου βόηθα!

interjection (expressing exasperation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συν Αθηνά και χείρα κίνει

expression (Take action.)

She prayed that he would notice her, but Heaven helps those who help themselves.

βοηθώ κπ να αποφασίσει

verbal expression (assist in deciding)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
To help you decide between the options, list the pros and cons of each.

βοήθεια

interjection (expressing need for assistance)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Help me! That man just stole my purse!

αλληλοβοηθούμαι

verbal expression (assist each other)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The students formed study groups, to help one another prepare for the exams.

βοηθώ κπ να σηκωθεί

(assist in standing up)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was so weak that the nurse had to help me up.

βοηθώ κπ να ανέβει

(assist in climbing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The steps of the tower were steep, so we had to help the kids up, but the climb was worth the view from the top.

παίρνω

transitive verb and reflexive pronoun (take [sth] offered)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I've prepared some printed handouts. Feel free to help yourselves.
Ετοίμασα μερικά ενημερωτικά φυλλάδια σε έντυπη μορφή. Πάρτε ελεύθερα.

παίρνω

verbal expression (serve yourself)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Help yourself to more cake.
Βάλε και άλλο κέικ.

παίρνω κτ χωρίς να ρωτήσω πρώτα, παίρνω κτ χωρίς να ζητήσω άδεια

verbal expression (take without asking)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She helped herself to the office stationery.
Πήρε γραφική ύλη από το γραφείο χωρίς να ζητήσει άδεια.

παίρνω όσο θέλω, βάζω όσο θέλω

interjection (take what you wish)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There's plenty to eat and drink, folks – just help yourselves.
Παιδιά, υπάρχει αρκετό φαγητό και ποτά, βάλτε όσο θέλετε.

κέντρο εξυπηρέτησης

noun (technical support centre)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Surely someone at the helpdesk can fix your computer problem.

γραφείο πληροφοριών

noun (information point)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Our company doesn't have a helpdesk; if you have a problem, ask your supervisor.

γραμμή εξυπηρέτησης

noun (phone service offering support)

If you are unsatisfied with this product, please call our helpline, open 24 hours a day.

βοηθός στο σπίτι

noun (domestic assistant)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;

expression (what do you need?)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Store clerks often ask customers, "How can I help you?"

χρήσιμος

adjective (somewhat useful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I hope this information will be of some help.

καλώ

intransitive verb (call for help) (σε βοήθεια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
One of the climbers had fallen and broken his leg, so their guide radioed for help.

αυτοβοήθεια

adjective (relating to self-help resources)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A lot of people rely on self-help books, rather than seeing a psychologist.

αυτοβοήθεια

noun (personal development techniques) (τεχνικές αυτοβελτίωσης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our individualistic society is obsessed with self help,.

βιβλίο αυτοβοήθειας

noun (personal development resource)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Δεν υπάρχει άλλη λύση.

expression (there is no remedy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There's no help for it. We'll have to sell the house.

στρέφομαι σε κπ για βοήθεια

verbal expression (ask [sb] for assistance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με την βοήθεια του

preposition (assisted by)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
With the help of a wheelchair, I can get around just fine.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του help στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του help

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.