Τι σημαίνει το gross στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gross στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gross στο Αγγλικά.

Η λέξη gross στο Αγγλικά σημαίνει συνολικός, καταφανής, προφανής, κατάφωρος, γενικός, σιχαμερός, αηδιαστικός, πυκνός, αγενής, μεικτός, γρόσα, γκρόσα, μεικτά, ακαθάριστα, κερδίζω, αηδιάζω, πληρώνω φόρους για εργαζόμενό μου, ΑΕΠ, ΑΕΠ, μεικτό, ακαθάριστο ποσό, αξία προ φόρων, πόρισμα μακροσκοπικής εξέτασης, Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, ακαθάριστο εισόδημα, προσβολή δημοσίας αιδούς, κατάφωρη αδικία, συνολικός τόκος, γενική μορφολογία, μεικτό, ακαθάριστο κέρδος, ακαθάριστα έσοδα, ακαθάριστα έσοδα, μικτός μισθός, μεικτός μισθός, μεικτό βάρος σε τόννους, μεικτό ποσό που πληρώνει ο εργοδότης, μικτός μισθός, μεικτός μισθός, μεικτό βάρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gross

συνολικός

adjective (total)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The gross price of the car was $20,000.
Η συνολική τιμή του αυτοκινήτου ήταν 20.000 δολάρια.

καταφανής, προφανής, κατάφωρος

adjective (glaring)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There was a gross lack of judgement.
Υπήρχε μια προφανής έλλειψη κρίσεως.

γενικός

adjective (general)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The gross population loss was about a million.
Ο γενικός πληθυσμού μειώθηκε κατά ένα εκατομμύριο περίπου.

σιχαμερός, αηδιαστικός

adjective (slang (disgusting) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There was a gross smell coming from the drains.
Μια σιχαμερή μυρωδιά ερχόταν από τα σιφόνια.

πυκνός

adjective (dated (dense)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There were many species living in the gross undergrowth.

αγενής

adjective (ill-mannered)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There was no excuse for his gross behaviour.

μεικτός

adverb (in total)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They earned $20,000, gross.
Βγάζουν 20.000 δολάρια μεικτά.

γρόσα, γκρόσα

noun (144 of [sth]) (σπάνιο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He ordered nails by the gross.

μεικτά, ακαθάριστα

noun (money: amount before deductions) (έσοδα, αμοιβές)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Your net salary is your gross minus tax.

κερδίζω

transitive verb (earn)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They expect to gross over a million dollars.

αηδιάζω

phrasal verb, transitive, separable (US, slang (revolt, disgust)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Today we had to dissect a frog in biology class and it grossed me out. Don't gross out your friend by wearing those ugly pants!

πληρώνω φόρους για εργαζόμενό μου

phrasal verb, transitive, separable (pay employee back for taxes paid)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ΑΕΠ

noun (initialism (gross domestic product)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The country's GDP grew by 3% last year.

ΑΕΠ

noun (initialism (gross national product) (συντομογραφία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The US's GNP is currently the highest in the world.

μεικτό, ακαθάριστο ποσό

noun (total amount before deductions)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αξία προ φόρων

noun (payment: before-tax value)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πόρισμα μακροσκοπικής εξέτασης

noun (pathologist's report) (εξέταση ιστού)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν

noun (value: country's goods, services)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The gross domestic product is an indicator of a nation´s economic situation.

ακαθάριστο εισόδημα

noun (earnings before tax)

On the application, do you want me to put down my gross income per month or how much I get after they take out taxes?

προσβολή δημοσίας αιδούς

noun (sexual offence)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
There are still parts of the world where gay people are arrested and charged with gross indecency.

κατάφωρη αδικία

noun (obviously unfair action)

It is a gross injustice that Collins is in prison for a crime he did not commit.

συνολικός τόκος

noun (total interest accumulated)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γενική μορφολογία

noun (overall biological structure)

μεικτό, ακαθάριστο κέρδος

noun (total profit made)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Last year the company made a gross profit before tax of $11 million.

ακαθάριστα έσοδα

plural noun (total amount received)

The gross receipts were nearly $15,000.

ακαθάριστα έσοδα

noun (income before tax)

Since our expenses exceeded our gross revenue, we will suffer a net loss for the year.

μικτός μισθός, μεικτός μισθός

noun (pay before tax)

μεικτό βάρος σε τόννους

noun (total weight in tonnes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μεικτό ποσό που πληρώνει ο εργοδότης

noun (payment from employer for taxes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μικτός μισθός, μεικτός μισθός

noun (pay before tax)

μεικτό βάρος

noun (weight of goods and container)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gross στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του gross

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.