Τι σημαίνει το national στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης national στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του national στο Αγγλικά.

Η λέξη national στο Αγγλικά σημαίνει εθνικός, εθνικός, κρατικός, πολίτης, υπήκοος, κρατική εφημερίδα, εθνική εφημερίδα, εθνικοί αγώνες, Εθνικός Σύνδεσμος Οντιμπόν, αλλοδαπός, αλλοδαπή, ΑΕΠ, εθνικός ύμνος, εθνοσυνέλευση, εθνικό σύνορο, εθνικό όριο, εθνικά πρωταθλήματα, παραδοσιακή στολή, εθνικό νόμισμα, εθνικό χρέος, εθνική οικονομία, εθνική σημαία, εθνικός δρυμός, εθνικό δίκτυο, εθνοφρουρά, εθνοφυλακή, Εθνικό Σύστημα Υγείας, εθνική κληρονομιά, της εθνικής κληρονομιάς, εθνικός ήρωας, εθνική αργία, εθνική ταυτότητα, εφημερίδα που κυκλοφορεί σε όλητην επικράτεια, εθνικός δρυμός, εθνική ασφάλεια, εθνικό σύμβολο, εθνική ομάδα, εθνικός πλούτος, εθνική εκτελεστική επιτροπή, Εθνικό Σύστημα Υγείας, Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης national

εθνικός

adjective (relating to a country)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Brad made the national soccer team.
Ο Μπραντ μπήκε στην εθνική ομάδα ποδοσφαίρου.

εθνικός, κρατικός

adjective (of a whole country)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The economist calculated the national debt.
Ο οικονομολόγος υπολόγισε το δημόσιο χρέος.

πολίτης, υπήκοος

noun (citizen of a country)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Jim is a Canadian national.
Ο Τζιμ είναι καναδικής εθνικότητας.

κρατική εφημερίδα, εθνική εφημερίδα

noun (UK, informal (national newspaper)

I'm not fussy about which newspaper I read; any one of the nationals will do.
Δεν είμαι επιλεκτικός σχετικά με το ποια εφημερίδα διαβάζω. Οποιαδήποτε εθνικής εμβέλειας μου κάνει.

εθνικοί αγώνες

plural noun (US (national competition)

The college soccer team made it to nationals.
Η ποδοσφαιρική ομάδα του κολεγίου κατάφερε να παίξει στους εθνικούς αγώνες.

Εθνικός Σύνδεσμος Οντιμπόν

noun (environmental group)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αλλοδαπός, αλλοδαπή

noun (citizen of another country)

ΑΕΠ

noun (initialism (gross national product) (συντομογραφία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The US's GNP is currently the highest in the world.

εθνικός ύμνος

noun (official song of a country)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
When he won the gold medal they played his national anthem.

εθνοσυνέλευση

noun (country's legislature)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εθνικό σύνορο, εθνικό όριο

noun (boundary of a country)

εθνικά πρωταθλήματα

plural noun (country-wide competition)

If they win the regional competition they will advance to the national championships.

παραδοσιακή στολή

noun (traditional dress)

εθνικό νόμισμα

noun (law: nation's official currency)

εθνικό χρέος

noun (money owed by a country)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The national debt grew after the government made some bad decisions.

εθνική οικονομία

noun (financial situation of a country)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Everyone seems to be worried about the national economy these days.

εθνική σημαία

noun (emblem of a country)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The national flag of Scotland is navy blue with a white St Andrews Cross.

εθνικός δρυμός

noun (woodland owned by government)

εθνικό δίκτυο

noun (power line network)

εθνοφρουρά, εθνοφυλακή

noun (reserve military forces)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Εθνικό Σύστημα Υγείας

noun (government-run medical services)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εθνική κληρονομιά

noun (country's cultural legacy)

της εθνικής κληρονομιάς

adjective (of country's cultural legacy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εθνικός ήρωας

noun (person: admired by many)

εθνική αργία

noun (country-wide day off work)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Christmas Day is a national holiday in many countries.

εθνική ταυτότητα

noun (characteristics of a given nationality)

εφημερίδα που κυκλοφορεί σε όλητην επικράτεια

noun (newspaper published country wide)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The crime was so heinous that it made the national newspapers.

εθνικός δρυμός

noun (protected natural area)

εθνική ασφάλεια

noun (defence of a country)

He found some documents concerning national security.

εθνικό σύμβολο

noun (emblem of a state or country)

εθνική ομάδα

noun (sport: group representing a country)

εθνικός πλούτος

noun (country's financial resources)

εθνική εκτελεστική επιτροπή

noun (initialism (National Executive Committee) (κυβέρνηση ΗΠΑ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Εθνικό Σύστημα Υγείας

noun (UK (British National Health Service)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας

noun (US, initialism (National Institutes of Health)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του national στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του national

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.