Τι σημαίνει το dormido στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dormido στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dormido στο ισπανικά.

Η λέξη dormido στο ισπανικά σημαίνει που κοιμάται, μουδιασμένος, που κοιμάται, που κοιμάται, που κοιμάται, άδηλος, αφανής, νυστάζω, μουδιάζω, νεκρώνω, μουδιασμένος, αναίσθητος, παράλυτος, ναρκωμένος, κοιμάμαι, κοιμάμαι, κοιμάμαι, αποκοιμιέμαι, κοιμάμαι, κοιμάμαι, κοιμάμαι, κάνω νάρκωση, ναρκώνω, κοιμίζω, ύπνος, αναπαύομαι, είμαι δόλωμα, κοιμάμαι, πάω για ύπνο, πέφτω για ύπνο, κοιμάμαι, που κοιμάται βαθιά/του καλού καιρού, που κοιμάται σαν πουλάκι, αποκοιμιέμαι, αποκοιμιέμαι, μισοκοιμισμένος, τον παίρνω, παραμιλάω, παραμιλώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dormido

που κοιμάται

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Evan no escuchó el anuncio porque estaba dormida.
Ο Έβαν δεν άκουσε την ανακοίνωση γιατί κοιμόταν.

μουδιασμένος

adjetivo (figurado)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Joana tenía el pie dormido, y se tropezó cuando se levantó.
Το πόδι της Τζοάνα ήταν μουδιασμένο και γι αυτό σκόνταψε όταν σηκώθηκε.

που κοιμάται

adjetivo (figurado) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El equipo contrario parecía estar dormido, se perdieron muchas oportunidades de anotar.
Η αντίπαλη ομάδα πρέπει να κοιμόταν, έχασαν τόσες ευκαιρίες να σκοράρουν.

που κοιμάται

adjetivo (figurado) (μτφ, ευφημισμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El muerto yacía dormido bajo tierra.

που κοιμάται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Charles entró en la casa en silencio para que no se despertaran los niños dormidos.
Ο Τσαρλς μπήκε στο σπίτι ήσυχα για να μην ξυπνήσει τα κοιμισμένα παιδιά.

άδηλος, αφανής

(ταλέντο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sospecho que hay un gran talento de actriz dormido en su interior.

νυστάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El juez parecía dormido; se le caían los ojos mientras escuchaba al abogado.

μουδιάζω, νεκρώνω

adjetivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tengo dormido el pie derecho. Déjame caminar un poco para que se desentumezca.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι απαίσιο συναίσθημα να νιώθεις μουδιασμένο το πόδι σου.

μουδιασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Cuando Kate despertó, tenía el brazo completamente entumecido porque se había dormido sobre él.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όταν η Κέιτ ξύπνησε το χέρι της ήταν μουδιασμένο επειδή είχε κοιμηθεί λάθος πάνω του.

αναίσθητος

(físico)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παράλυτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Después de romperse la espalda, las piernas de Kate quedaron paralizadas.
Αφότου έσπασε την πλάτη της, τα πόδια της Κέιτ έμειναν για πάντα παράλυτα.

ναρκωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le quitaron las amígdalas mientras estaba anestesiada.

κοιμάμαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dormí nueve horas anoche.
Χθες το βράδυ κοιμήθηκα εννιά ώρες.

κοιμάμαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Tienes algún sitio donde dormir esta noche?
Έχεις πού να κοιμηθείς απόψε;

κοιμάμαι, αποκοιμιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No me puedo dormir con tanto ruido alrededor.
Δεν μπορεί να με πάρει ο ύπνος με όλο αυτό τον θόρυβο.

κοιμάμαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ojalá pudiera dormir todo el invierno como un oso.
Μακάρι να μπορούσα να κοιμάμαι όλο το χειμώνα σαν αρκούδα.

κοιμάμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κοιμάμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los soldados duermen en barracones compartidos.
Οι στρατιώτες κοιμούνται σε κοινούς στρατώνες.

κάνω νάρκωση

verbo transitivo (figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Espero que el dentista me duerma cuando me saque las muelas de juicio.

ναρκώνω, κοιμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La anestesia local no funciona en mí, así que el dentista me tiene que sedar.

ύπνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¿Qué hora es? —murmuró Marion medio en sueños, medio despierta.
Σε μια κατάσταση κάπου μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, η Μάριον μουρμούρισε, «Τι ώρα είναι;»

αναπαύομαι

(επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Reposamos por un momento en el puente que cruza el arroyo.
Αναπαυτήκαμε (or: ξεκουραστήκαμε) μια στιγμή στη γέφυρα πάνω από το ρυάκι.

είμαι δόλωμα

(αργκό, μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

κοιμάμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Anoche descansé siete horas.

πάω για ύπνο, πέφτω για ύπνο

κοιμάμαι

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Esta película está tan aburrida que me estoy durmiendo.

που κοιμάται βαθιά/του καλού καιρού

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando están profundamente dormidos mis hijos parecen angelitos.
Όταν κοιμούνται βαθιά τα παιδιά μου μοιάζουν με αγγελούδια. Πίστευα πως το φτέρνισμα μου θα την ξυπνούσε αλλά κοιμόταν του καλού καιρού (or: κοιμόταν βαθιά).

που κοιμάται σαν πουλάκι

locución adjetiva (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me encanta estar despierta cuando todos los demás están profundamente dormidos.

αποκοιμιέμαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Me quedé dormida por diez minutos durante el final de la película.
Με πήρε ο ύπνος για δέκα λεπτά κατά το τέλος της ταινίας.

αποκοιμιέμαι

(coloquial, figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La música tranquila y las luces bajas me hicieron quedarme frito la película.
Η ήρεμη μουσική και ο χαμηλός φωτισμός με έκαναν να αποκοιμηθώ κατά τη διάρκεια της ταινίας.

μισοκοιμισμένος

locución adjetiva

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

τον παίρνω

(coloquial) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando llegué a casa me quedé frito. Me desperté cuatro horas después.

παραμιλάω, παραμιλώ

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dormido στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.