Τι σημαίνει το empezar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης empezar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του empezar στο ισπανικά.

Η λέξη empezar στο ισπανικά σημαίνει αρχίζω, ξεκινώ, ξεκινώ, αρχίζω, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινώ, αρχίζω, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω, κάνω μια αρχή, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, ανάβω, φουντώνω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, ανοίγω με, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινώ, αναλαμβάνω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινώ, ξεκινάω, ξεκινώ, ανοίγω, αρχίζω, αρχίζω να επιδρώ, ξεκινώ εκ νέου, ξεκινώ και πάλι, αρχίζω εκ νέου, αρχίζω και πάλι, αρχίζω να παίζω, ξαναρχίζω, μόλις έχει αρχίσει, ξανά από την αρχή, στην αρχή, για αρχή, δεύτερη ευκαιρία, νέα αρχή, κάνω καλή αρχή, ξεκινώ με καλό τρόπο, προτρέχω, κάνω δυνατό ξεκίνημα, ιδρώνω, γυρίζω σελίδα, ξεκινώ κτ κάνοντας κτ, αρχίζω κτ κάνοντας κτ, κτ μου αρέσει όλο και περισσότερο, εισάγομαι στο χρηματιστήριο, εργάζομαι αντίστροφα, ξεκινώ από την αρχή, αρχίζω από την αρχή, αρχίζω κάνοντας κτ, ξεκινώ κάνοντας κτ, τσακίζω, κατασπαράζω, ξανάρχίζω, αρχίζω ξανά, ξεκινώ το παιχνίδι με τις αντίπαλες ομάδες σε παράταξη αντιπαράθεσης, ξαναξεκινάω, κάνω παρέα με κπ, ξεκινάω με κτ, ξεκινώ με κτ, έρχομαι, αρχίζω να κάνω κτ, ξεκινάνω ν κάνω κτ, ξεκινώ να κάνω κτ, ξεκινώ να κάνω κτ, έτοιμος να ξεκινήσω, ξεκινάω νωρίς, ξεκινάω αμέσως, ξεκινάω κτ με κτ, ξεκινώ κτ με κτ, πιάνω δουλειά σε κτ, ξεκινάω στραβά, πέφτω με τα μούτρα σε κάτι, αρχίζω να πυροβολώ, αρχίζω να ρίχνω, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινώ κτ από την αρχή, αρχίζω κτ από την αρχή, ξεκινάω με κτ, καταπιάνομαι με κτ, ξεκινώ συζήτηση/να μιλάω για, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινώ εκ νέου, ξεκινώ και πάλι, αρχίζω εκ νέου, αρχίζω και πάλι, γίνομαι φίλος, ξεκινώ να τρώω, αρχίζω, ξεκινάω, τα φτιάχνω με κπ, αρχίζω, ξεκινάω, ιδρύομαι, δημιουργούμαι, συστήνομαι, βοηθάω κπ στο ξεκίνημά του σε κτ, <div>αρχίζω να μιλάω για κτ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, συμμαζεύομαι, ξεκινώ με, παίρνω τον δρόμο της επιστροφής, ανοίγω με. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης empezar

αρχίζω, ξεκινώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estamos esperando que empiece la película.
Περιμένουμε να αρχίσει (or: ξεκινήσει) η ταινία.

ξεκινώ, αρχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El presidente empezó con la reunión.

αρχίζω, ξεκινάω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los precios de las casas aquí empiezan alrededor de los 200 000 $.

αρχίζω, ξεκινάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi abuelo empezó el negocio familiar.

αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La reunión empezó a las 10.

ξεκινάω, ξεκινώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Su padre era el propietario de la compañía así que no tuvo que empezar desde abajo al cargo del correo.
Ο πατέρας του ήταν ο ιδιοκτήτης της εταιρείας και έτσι δεν χρειαζόταν να ξεκινήσει από την αίθουσα της αλληλογραφίας.

ξεκινώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αρχίζω, ξεκινάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Liz empieza a hacer sus tareas tan pronto llega a su casa.
Η Λιζ αρχίζει (or: ξεκινάει) τις εργασίες της για το σχολείο αμέσως μόλις γυρίζει σπίτι.

ξεκινάω, ξεκινώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Con sus alforjas llenas y el corazón contento, empezaron su aventura.

ξεκινώ, αρχίζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tengo pensado empezar explicando a los reclutas lo que pueden esperar durante las siguientes semanas.

ξεκινάω, ξεκινώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Empecemos por las presentaciones.

ξεκινώ, αρχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom y Stan se pelearon hoy, no sé qué lo empezó.
Ο Τομ και ο Σταν είχαν έναν έντονο καυγά σήμερα. Δεν ξέρω τι τον ξεκίνησε.

αρχίζω, ξεκινάω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La muchedumbre estaba esperando que el concierto empezara.
Το πλήθος περίμενε να αρχίσει (or: ξεκινήσει) η συναυλία.

αρχίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
En ese punto empezaremos la larga caminata hacia la costa.

κάνω μια αρχή

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεκινάω, αρχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Más nos vale empezar (or: comenzar) antes que oscurezca.
Καλό θα ήταν να ξεκινήσουμε πριν αρχίσει να σκοτεινιάζει.

ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω

verbo intransitivo (κτ ή να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La campaña empezó en 1983,
Η καμπάνια ξεκίνησε το 1983.

ανάβω, φουντώνω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Todo empezó (or: comenzó) cuando James acusó a Carl de robarle.
Ολα ξεκίνησαν όταν ο Τζέιμς κατηγόρησε τον Κάρλ ότι τον είχε κλέψει.

ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este proyecto parece difícil, pero cuanto antes lo empecemos, antes lo vamos a terminar.
Αυτή η εργασία φαίνεται δύσκολη, αλλά όσο συντομότερα ξεκινήσουμε, τόσο συντομότερα θα τελειώσουμε.

ανοίγω με

verbo transitivo

La reunión empezó con un discurso del presidente.

αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las festividades comenzarán a la caída del sol.
Οι εορτασμοί θα ξεκινήσουν με τη δύση του ηλίου.

ξεκινώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναλαμβάνω

(un proyecto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El constructor accedió a emprender la reforma.
Ο οικοδόμος συμφώνησε να αναλάβει την ανακαίνιση.

ξεκινώ, αρχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Comenzó carpintería cuando heredó las herramientas de su abuelo.
Άρχισε να ασχολείται με την ξυλουργική από όταν κληρονόμησε τα εργαλεία του παππού του.

ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω

(coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las fiestas arrancarán esta tarde.
Οι εορτασμοί θα ξεκινήσουν σήμερα το απόγευμα.

αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Comencemos las celebraciones por la boda de la princesa.
Ας ξεκινήσουμε τον εορτασμό για τον γάμο της πριγκίπισσας.

ξεκινώ, αρχίζω

(για έργα, σχέδια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκινώ, αρχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El corredor de maratones empezó con un ritmo lento.

ξεκινάω, αρχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vince necesita ponerse con tu proyecto de la escuela porque la fecha de entrega es la semana que viene.

ξεκινώ

(figurado, coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκινάω, ξεκινώ

(con verbo infinitivo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El chef empezó a pelar as verduras.
Ο σεφ ξεκίνησε το καθάρισμα των λαχανικών.

ανοίγω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vale, esta vez abres tú. Tira la primera carta.

αρχίζω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando acarició al gato, empezó a estornudar.
Όταν χάιδεψε τη γάτα, άρχισε να φτερνίζεται.

αρχίζω να επιδρώ

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los efectos del tranquilizante deberían comenzar a notarse en unos minutos.

ξεκινώ εκ νέου, ξεκινώ και πάλι, αρχίζω εκ νέου, αρχίζω και πάλι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρχίζω να παίζω

(figurado, pieza)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La orquesta atacó los primeros compases de un festivo vals.
Η ορχήστρα άρχισε να παίζει ένα χαρούμενο βαλς.

ξαναρχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Decidí reiniciar mis estudios después de que murió mi marido.
Αποφάσισα να ξαναρχίσω τις σπουδές μου αφού πέθανε ο σύζυγός μου.

μόλις έχει αρχίσει

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ya era medianoche, pero la fiesta no había hecho más que empezar.

ξανά από την αρχή

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στην αρχή

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Al empezar parece difícil pero no tardarás en ponerte diestro.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Στην αρχή δεν μπορούσα να δω τίποτα, στη συνέχεια όμως τα μάτια μου συνήθισαν το σκοτάδι.

για αρχή

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Para empezar vamos a agarrar nombres y llamar, después podemos conseguir más detalles.

δεύτερη ευκαιρία

locución verbal (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νέα αρχή

locución adverbial

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Al niño lo cambiaron de escuela para que pudiera empezar de nuevo.

κάνω καλή αρχή, ξεκινώ με καλό τρόπο

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nuestro nuevo empleado ha empezado con el pie derecho.

προτρέχω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sara insistía en que tener sexo antes de casarse era como poner el carro delante de los caballos.
Η Σάρα επέμενε ότι το να κάνει σεξ πριν από το γάμο της ήταν σαν να προτρέχει.

κάνω δυνατό ξεκίνημα

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Arrancó a toda marcha su nuevo trabajo.

ιδρώνω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γυρίζω σελίδα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεκινώ κτ κάνοντας κτ, αρχίζω κτ κάνοντας κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κτ μου αρέσει όλο και περισσότερο

locución verbal (objeto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Al principio Rick odiaba esta canción, pero ahora le está empezando a gustar.
Ο Ρικ στην αρχή μισούσε αυτό το τραγούδι αλλά τώρα του αρέσει όλο και περισσότερο.

εισάγομαι στο χρηματιστήριο

locución verbal (για εταιρεία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εργάζομαι αντίστροφα

locución verbal

ξεκινώ από την αρχή, αρχίζω από την αρχή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρχίζω κάνοντας κτ, ξεκινώ κάνοντας κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si vas a seguir una nueva receta, es mejor empezar por leerla toda.
Όταν μαθαίνεις μια καινούρια συνταγή το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να ξεκινήσεις διαβάζοντάς την ολόκληρη.

τσακίζω, κατασπαράζω

(μεταφορικά: φαγητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se me hizo agua la boca cuando olí la tarta de manzana que había hecho mi mamá y estaba lista para empezar a comer.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έπεσε με τα μούτρα στα κρουασανάκια.

ξανάρχίζω, αρχίζω ξανά

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si no queda bien cuando lo acabes, debes empezar de nuevo, hacerlo otra vez.
Εάν δεν δείχνει καλό όταν τελειώσεις, θα πρέπει να το ξαναρχίσεις. Καν' το ξανά.

ξεκινώ το παιχνίδι με τις αντίπαλες ομάδες σε παράταξη αντιπαράθεσης

verbo intransitivo (hockey)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξαναξεκινάω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después de diez minutos el motor volvió a empezar.

κάνω παρέα με κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sus notas bajaron cuando empezó a juntarse con la gente equivocada.

ξεκινάω με κτ, ξεκινώ με κτ

Creo que empezaré con un aperitivo y después pediré el plato principal.

έρχομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Empecemos con el asunto fundamental de elegir a un nuevo jefe.
Ας έρθουμε στο σημαντικό θέμα της επιλογής νέου προέδρου.

αρχίζω να κάνω κτ, ξεκινάνω ν κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Julius se puso a ordenar su colección de mariposas, se mantendrá ocupado varios días.
Ο Τζούλιαν άρχισε να ταξινομεί τη συλλογή με τις πεταλούδες του.

ξεκινώ να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lena no tenía un vestido para el baile de graduación, así que sacó la máquina de coser y empezó a hacer uno.

ξεκινώ να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έτοιμος να ξεκινήσω

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Todos en el equipo estaban emocionados por el nuevo proyecto y ansiosos de empezar.

ξεκινάω νωρίς

locución verbal

Fui a trabajar a las ocho así podía empezar temprano.

ξεκινάω αμέσως

(al empezar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El puesto necesita de alguien con experiencia que sepa lo que hace.

ξεκινάω κτ με κτ, ξεκινώ κτ με κτ

Me gusta empezar el día corriendo tres millas.

πιάνω δουλειά σε κτ

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ollie empezó ya a poner el empapelado.

ξεκινάω στραβά

πέφτω με τα μούτρα σε κάτι

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρχίζω να πυροβολώ, αρχίζω να ρίχνω

locución verbal (coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los asaltantes empezaron a los tiros cuando el hombre intentó resistirse.

ξεκινάω, ξεκινώ

(ένα ταξίδι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esa mañana salimos para California.
Εκείνο το πρωί αναχωρήσαμε για το ταξίδι μας στην Καλιφόρνια.

ξεκινώ κτ από την αρχή, αρχίζω κτ από την αρχή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεκινάω με κτ

verbo intransitivo

Empezamos con tres puntos en los que estábamos de acuerdo.

καταπιάνομαι με κτ

(κάνω την αρχή)

¿No es hora de que te pongas a arreglar la mesa rota?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν ήρθε ο καιρός να καταπιαστείς μ' εκείνο το σπασμένο τραπέζι; Πως θα τα καταφέρω να βάψω το ταβάνι όταν δεν έχω σκάλα;

ξεκινώ συζήτηση/να μιλάω για

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Otra vez empezó a hablar de su novio, ya estoy cansada de escucharla.

αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ

(να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nada más empezó la música, la gente comenzó a bailar.
Μόλις ξεκίνησε η μουσική, το πλήθος ξεκίνησε να χορεύει.

ξεκινώ εκ νέου, ξεκινώ και πάλι, αρχίζω εκ νέου, αρχίζω και πάλι

(να κάνω κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γίνομαι φίλος

locución verbal (pareja) (φιλική σχέση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi mujer y yo empezamos a salir cuando estábamos en la secundaria.
Η γυναίκα μου κι εγώ τα πρωτοφτιάξαμε όταν ήμασταν στο γυμνάσιο.

ξεκινώ να τρώω

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρχίζω, ξεκινάω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En cualquier discusión, Wendy siempre es la que empieza a llevar la contra.
Σε κάθε συζήτηση, η Γουέντι είναι η πρώτη που αρχίζει πάντα να διαφωνεί.

τα φτιάχνω με κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando se enganchó con Kevin, Hattie dejó de ver a sus amigos.

αρχίζω, ξεκινάω

locución verbal (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El agua empezó a hervir en la olla.
Το νερό άρχισε (or: ξεκίνησε) να βράζει στο κατσαρολάκι.

ιδρύομαι, δημιουργούμαι, συστήνομαι

(εταιρεία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Una nueva compañía empezará a operar en el área y está contratando gente.
Ιδρύεται καινούργια εταιρεία στην περιοχή. Οι υπεύθυνοι επιθυμούν να προσλάβουν ντόπιο πληθυσμό.

βοηθάω κπ στο ξεκίνημά του σε κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Trabajar en el restaurante de su padre ayudó a Carla a empezar su carrera como cocinera.
Το γεγονός ότι εργάζονταν στο εστιατόριο του πατέρα της βοήθησε την Κάρλα στο ξεκίνημα της καριέρας της ως σεφ.

<div>αρχίζω να μιλάω για κτ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>

Una vez que Dave empieza con política, ¡nunca se calla!

συμμαζεύομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεκινώ με

El abogado del demandante abrió con una declaración al jurado.

παίρνω τον δρόμο της επιστροφής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανοίγω με

Me gustaría empezar la reunión con una disculpa por la falta de refrigerios.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του empezar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.