Τι σημαίνει το empresa στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης empresa στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του empresa στο ισπανικά.

Η λέξη empresa στο ισπανικά σημαίνει επιχείρηση, εγχείρημα, εταιρεία, επιχείρηση, εταιρεία, επιχείρηση, εταιρεία, εταιρία, εταιρεία, εμπορική επιχείρηση, εκστρατεία, επιχείρηση, αποστολή, εξαγορά από τη διοίκηση, νεοφυής επιχείρηση, εκδόσεις, εταιρεία πρόσληψης προσωπικού, ηλεκτρονική επιχείρηση, διαδικτυακή επιχείρηση, εταιρία που εκτελεί δρομολόγια λεωφορείων, επιχείρηση βιτρίνα, ελεύθερη οικονομία, κοινοπραξία, ανώνυμη εταιρεία, ανώνυμη εταιρία, εταιρεία συλλογής χρεών, μεταφορική εταιρεία, μηχανουργείο, εταιρεία παροχής ενυπόθηκων δανείων, επαγγελματική δεοντολογία, μικρή επιχείρηση, μικρή εταιρεία, δημόσια/κρατική επιχείρηση, συνεχιζόμενη δραστηριότητα, δήλωση αποστολής, ναυτιλιακή εταιρεία, φιλοσοφία της εταιρείας, εταιρεία συμβούλων, ιστορικό της εταιρείας, ιστορικό της επιχείρησης, παγκόσμιος παράγοντας, ποτοποιία, πολυεθνική εταιρεία, όνομα οργανισμού, ονομασία οργανισμού, πάροχος ενέργειας, κτηματομεσιτική επιχείρηση, σήμα υπηρεσίας, ανενεργή εταιρεία, ανενεργή επιχείρηση, αδερφή εταιρεία, αδελφή εταιρεία, εταιρεία λογισμικού, συμβούλιο εργαζομένων, αδερφή εταιρεία, αδελφή εταιρεία, εσωτερική ανάθεση, κατάστημα συνδικάτου, ιδιωτική επιχείρηση, μεταφορέας, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, σύστημα ελεύθερης αγοράς, σύστημα ελεύθερης οικονομίας, εταιρική πολιτική, παίρνω, επιχείρηση προς επιχείρηση, υπηρεσία κοινής ωφέλειας, εταιρεία μεταφορών, ζυθοποιείο, εταιρεία κέτερινγκ, εταιρεία τροφοδοσίας, εργοστάσιο συσκευασίας κρέατος, εταιρεία υγειονομικής περίθαλψης, γεύμα, μεταφορική εταιρεία, δανειστής, δανείστρια, σιδηροδρομική εταιρία, ενδοεταιρικός, οικογενειακή επιχείρηση, δημιουργώ κοινοπραξία, λειτουργώ κτ ως κοινοπραξία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης empresa

επιχείρηση

(negocio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi tío quiere abrir su propia empresa.
Ο θείος μου θέλει να ανοίξει δική του δουλειά.

εγχείρημα

(tarea) (σημαντικό, μεγάλο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El proyecto era toda un empresa, pero el jefe tenía la certeza de que los trabajadores podían llevarlo a cabo.

εταιρεία

(επιχείρηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mike trabaja para una empresa grande.
Ο Μάικ εργάζεται σε μια μεγάλη εταιρεία.

επιχείρηση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Muchos empresarios pasan años intentando poner sus empresas en marcha.
Πολλοί επιχειρηματίες αφιερώνουν χρόνια στην προσπάθεια να ξεκινήσουν τις επιχειρήσεις τους.

εταιρεία, επιχείρηση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Trabajar con una empresa grande puede ser bueno porque suele haber oportunidades de ascenso dentro de la misma empresa.
Το να δουλεύει κανείς για μια μεγάλη εταιρεία μπορεί να είναι καλό, διότι συχνά υπάρχουν ευκαιρίες για προαγωγή μέσα στην επιχείρηση.

εταιρεία

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Brian ha creado una empresa naviera.
Ο Μπράιαν ίδρυσε μια ναυτιλιακή εταιρεία.

εταιρία, εταιρεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ella dirigía una pequeña agencia de publicidad.
Διευθύνει μια μικρή διαφημιστική εταιρία (or: εταιρεία).

εμπορική επιχείρηση

εκστρατεία, επιχείρηση

(οργανωμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jane estaba a cargo de una aventura para cruzar el Sahara.
Η Τζέιν ηγήθηκε του εγχειρήματος να διασχίσουν τη Σαχάρα.

αποστολή

(διπλωματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El viajero necesitó reportar a la misión de Reino Unido en Beijing cuando perdió sus documentos.

εξαγορά από τη διοίκηση

(για επιχειρήσεις)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νεοφυής επιχείρηση

(voz inglesa)

Kristen renunció a su empleo en una compañía de software para unirse a una startup.

εκδόσεις

(κυρίως εφημερίδες)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Los empleos en la industria editorial hoy en día se centran en Internet.

εταιρεία πρόσληψης προσωπικού

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Había muchas empresas de selección de personal en la feria de empleo universitaria.

ηλεκτρονική επιχείρηση, διαδικτυακή επιχείρηση

locución nominal femenina

εταιρία που εκτελεί δρομολόγια λεωφορείων

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La compañía de autobuses tiene 15 autobuses y 18 conductores.

επιχείρηση βιτρίνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pusieron una empresa fantasma en el extranjero para evadir impuestos.

ελεύθερη οικονομία

locución nominal femenina

El G8 es un grupo de naciones que comparten la creencia de que la libre empresa conduce al crecimiento.

κοινοπραξία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las iglesias locales pusieron en marcha una empresa conjunta para recoger dinero para Haití.
Η Otter Media είναι κοινοπραξία μεταξύ της AT&T και του Ομίλου Chernin.

ανώνυμη εταιρεία, ανώνυμη εταιρία

locución nominal femenina

εταιρεία συλλογής χρεών

(ES)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεταφορική εταιρεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μηχανουργείο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ese tipo de máquina no te lo pueden reparar en cualquier parte, debes llevarlo a una empresa de reparación de maquinaria pesada.

εταιρεία παροχής ενυπόθηκων δανείων

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επαγγελματική δεοντολογία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μικρή επιχείρηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las pequeñas empresas reciben tasas de préstamo especiales.

μικρή εταιρεία

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δημόσια/κρατική επιχείρηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Amtrack es un buen ejemplo de empresa pública.

συνεχιζόμενη δραστηριότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Han absorbido el negocio al tratarse de una empresa solvente.

δήλωση αποστολής

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tal y como se describe en nuestra misión empresarial, nuestra compañía apunta a ayudar a los necesitados mediante donaciones para obras de caridad.

ναυτιλιακή εταιρεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Algunas empresas de mensajería sólo hacen envíos dentro del territorio nacional

φιλοσοφία της εταιρείας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Lo primero que le dijeron cuando entró a trabajar es que tenía que compartir plenamente la filosofía de la empresa.

εταιρεία συμβούλων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Soy presidente de una empresa de consultoría.

ιστορικό της εταιρείας, ιστορικό της επιχείρησης

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La historia de la empresa es muy interesante.

παγκόσμιος παράγοντας

locución nominal femenina

ποτοποιία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολυεθνική εταιρεία

Las empresas multinacionales se ha visto afectadas gravemente por la crisis económica.

όνομα οργανισμού, ονομασία οργανισμού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάροχος ενέργειας

nombre masculino (Argentina)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
La empresa provincial de energía volvió a aumentar las tarifas.

κτηματομεσιτική επιχείρηση

locución nominal femenina

Quiero hacer refacciones en mi casa. ¿Conoces alguna empresa constructora de confianza?

σήμα υπηρεσίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ανενεργή εταιρεία, ανενεργή επιχείρηση

αδερφή εταιρεία, αδελφή εταιρεία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εταιρεία λογισμικού

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συμβούλιο εργαζομένων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αδερφή εταιρεία, αδελφή εταιρεία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εσωτερική ανάθεση

(μέσα στην εταιρεία)

κατάστημα συνδικάτου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ιδιωτική επιχείρηση

μεταφορέας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los trabajadores de mudanzas bajaron las cajas por la escalera.

εταιρεία περιορισμένης ευθύνης

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σύστημα ελεύθερης αγοράς, σύστημα ελεύθερης οικονομίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εταιρική πολιτική

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παίρνω

locución verbal (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιχείρηση προς επιχείρηση

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπηρεσία κοινής ωφέλειας

(luz, agua, basura)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Los precios de las empresas de servicios públicos han aumentado considerablemente en los últimos años.
Η τιμή των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας έχει ανέβει απότομα τα τελευταία χρόνια.

εταιρεία μεταφορών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Tom conduce un camión para una importante compañía de transportes.
Ο Τομ είναι οδηγός φορτηγού για μια μεγάλη εταιρεία μεταφορών.

ζυθοποιείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ahora sólo quedan algunas pequeñas cervecerías independientes en el país.
Πλέον υπάρχουν ελάχιστα ανεξάρτητα ζυθοποιεία στη χώρα.

εταιρεία κέτερινγκ, εταιρεία τροφοδοσίας

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Probamos tres empresas de catering hasta que encontramos una que nos gustara.
Δοκιμάσαμε τρεις διαφορετικές εταιρίες κέτερινγκ πριν βρούμε αυτή που μας άρεσε περισσότερο.

εργοστάσιο συσκευασίας κρέατος

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εταιρεία υγειονομικής περίθαλψης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A largo plazo las empresas de medicina prepaga serán reemplazadas por un programa gubernamental.

γεύμα

(που παραθέτει ο εργοδότης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μεταφορική εταιρεία

locución nominal femenina

William se negaba a contratar una empresa de mudanzas.

δανειστής, δανείστρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Le vendió sus cuentas por cobrar a un empresa de factoraje.
Πούλησε τη λίστα των οφειλετών του σε ένα δανειστή (or: σε μια δανείστρια).

σιδηροδρομική εταιρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ενδοεταιρικός

locución adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

οικογενειακή επιχείρηση

δημιουργώ κοινοπραξία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λειτουργώ κτ ως κοινοπραξία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του empresa στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του empresa

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.