Τι σημαίνει το en contra στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης en contra στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του en contra στο ισπανικά.

Η λέξη en contra στο ισπανικά σημαίνει εις βάρος, σε βάρος, κατά, αντίθετος, για αντίκρουση, αντίθετος, κατά, εναντίον, εναντίον, κατά, αντιπολεμικός, κατά των αμβλώσεων, κατά των εκτρώσεων, μειονέκτημα, κατά, πλην, μείον, που κάνει ηλικιακές διακρίσεις, ενάντια στο ρεύμα ποταμού, αντίθετα προς τη θέληση του, ενάντια σε κάθε προσδοκία, αντίθετη άποψη, αντίθετη γνώμη, κόντρα άνεμος, ενάντια σε κτ, εναντίον, είμαι προκατειλημμένος, έρχομαι σε αντίθεση με, δεν διαφωνώ με κπ/κτ, έρχομαι σε πλήρη αντίθεση με κτ, συμβουλεύω κπ να μην κάνει κτ, προτείνω σε κπ να μην κάνει κτ, μετράω εις βάρος, στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαι, καταψηφίζω, προδίδω, πάω κόντρα στις παραδόσεις, αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ, πάω ενάντια, ορθώνω το ανάστημά μου σε κπ/κτ, ψηφίζω εναντίον, τοποθετώ, βάζω απέναντι, στρέφω κπ εναντίον κάποιου, στρέφω κπ κατά κάποιου, παίρνω θέση ενάντια σε κπ/κτ, καταθέτω εναντίον κπ, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι, δεν εισακούω, στρέφω κπ εναντίον κπ, πάω ενάντια, κάνω εκστρατεία κατά, διεξάγω καμπάνια κατά, στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαι, προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω, αντιδρώ σε κτ, προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης en contra

εις βάρος, σε βάρος

locución preposicional

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los errores de Marc contaron en su contra en el resultado final.
Τα λάθη του Μαρκ μέτρησαν εις βάρος (or: σε βάρος) του στην τελική βαθμολογία.

κατά

locución adverbial

Nosotros estamos a favor de la guerra, pero ellos en contra.
Είμαστε υπέρ του πολέμου, αλλά αυτοί είναι κατά.

αντίθετος

preposición (με κτ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Entiendo tus razones para construir un edificio nuevo en la pradera, pero quiero que sepas que estoy totalmente en contra.

για αντίκρουση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tras el alegato del fiscal, el defensor de oficio presentó diversos argumentos en contra.

αντίθετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El viento en contra retrasó el avance del barco.
Οι κόντρα άνεμοι καθυστέρησαν την πορεία του καραβιού.

κατά, εναντίον

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
De los 650 votos, solo tres estuvieron en contra de la moción.
Από τις 650 ψήφους, μόνο τρεις ήταν ενάντια στην πρόταση.

εναντίον, κατά

locución verbal

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Muchos estadounidenses están en contra de la guerra.
Πολλοί Αμερικανοί τάσσονται ενάντια στον πόλεμο.

αντιπολεμικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατά των αμβλώσεων, κατά των εκτρώσεων

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μειονέκτημα

(informal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La principal contra del plan es su elevado coste.
Το μεγαλύτερο μειονέκτημα του σχεδίου είναι το υψηλό του κόστος.

κατά, πλην, μείον

(informal)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Cada opción tiene sus pros y sus contras.
Κάθε επιλογή έχει τα προτερήματα και τα μειονεκτήματά της.

που κάνει ηλικιακές διακρίσεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενάντια στο ρεύμα ποταμού

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντίθετα προς τη θέληση του

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Llevaron a Abby a la cabaña en el bosque en contra de su voluntad.

ενάντια σε κάθε προσδοκία

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En contra de lo que se esperaba, la película fue un rotundo fracaso.

αντίθετη άποψη, αντίθετη γνώμη

Si no hay ninguna opinión en contra, procederemos.

κόντρα άνεμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Había mucho viento en contra así que avanzábamos lento.

ενάντια σε κτ

Esa idea va en contra del saber popular acerca de cómo se cultivan los tomates.

εναντίον

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nos estamos manifestando en contra de la legislación anti-inmigración.

είμαι προκατειλημμένος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le tienen mala fe a las mujeres con determinación.

έρχομαι σε αντίθεση με

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Copiar en los exámenes va en contra de lo que mis padres me enseñaron que era correcto.

δεν διαφωνώ με κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έρχομαι σε πλήρη αντίθεση με κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συμβουλεύω κπ να μην κάνει κτ, προτείνω σε κπ να μην κάνει κτ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Yo aconsejaría en contra de esa forma de proceder.
Σε συμβουλεύω να μην ακολουθήσεις αυτήν την τακτική.

μετράω εις βάρος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sus antecedentes penales pesarán en su contra cuando empiece a buscar trabajo.
Το ποινικό μητρώο του θα μετρήσει εναντίον του όταν ξεκινήσει να κάνει αιτήσεις για δουλειά.

στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καταψηφίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προδίδω

locución verbal (figurado, coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Contaban con él pero al momento de la votación les pateó en contra.

πάω κόντρα στις παραδόσεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ

locución verbal (εναντίον κάποιου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πάω ενάντια

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si vas en contra de sus deseos te va a hacer las cosas difíciles.

ορθώνω το ανάστημά μου σε κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Kate le hizo frente a la bravucona diciéndole muy fuerte que parara.
Η Κέιτ όρθωσε το ανάστημά της στον τραμπούκο λέγοντάς του δυνατά να σταματήσει.

ψηφίζω εναντίον

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voy a votar en contra de la última decisión del consejo escolar.

τοποθετώ, βάζω απέναντι

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La caprichosa chica puso en contra a sus dos pretendientes.

στρέφω κπ εναντίον κάποιου, στρέφω κπ κατά κάποιου

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Acabará por ponerse en contra de Mayim si esa bruja sigue esparciendo calumnias.

παίρνω θέση ενάντια σε κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Vas a oponerte a la campaña ofensiva del gobierno contra los medios?

καταθέτω εναντίον κπ

locución verbal (με γενική)

Aunque sabía que su esposo era culpable, no estaba dispuesta a testificar en contra de él en el juicio.

αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι

(επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Todos se opusieron a la idea de Nico de ir a acampar.
Όλοι πήγαν κόντρα στην ιδέα του Νιλ να πάνε για κάμπινγκ.

δεν εισακούω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El juez decidió en contra del abogado.

στρέφω κπ εναντίον κπ

locución verbal (με γενική)

Η οικογένεια την έστρεψε εναντίον μου.

πάω ενάντια

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hay que tener coraje para oponerse a la mafia.

κάνω εκστρατεία κατά, διεξάγω καμπάνια κατά

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los abolicionistas hicieron campaña en contra del comercio de esclavos.
Οι υπέρμαχοι της κατάργησης της δουλείας διαδήλωναν κατά του εμπορίου σκλάβων.

στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nos llevábamos bien hasta que se volvió en mi contra.
Τα πηγαίναμε καλά μεταξύ μας και μετά ξαφνικά στράφηκε εναντίον μου.

προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los informes negativos perjudicaron la opinión pública contra el actor.
Οι αρνητικές αναφορές έχουν επηρεάσει τη δημόσια γνώμη κατά του ηθοποιού.

αντιδρώ σε κτ

Los congresistas fueron en contra de la propuesta del presidente.

προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω

(εναντίον: με γενική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quizás los medios de comunicación predispusieron a la gente en contra de votar por Taylor.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του en contra στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του en contra

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.