Τι σημαίνει το encher στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης encher στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του encher στο πορτογαλικά.

Η λέξη encher στο πορτογαλικά σημαίνει γεμίζω, γεμίζω, γεμίζω, γεμίζω, ταΐζω αρκετά, γεμίζω, φουσκώνω, τρομπάρω, γεμίζω κτ με κτ, γεμίζω, φουσκώνω, είμαι χάλια, είμαι για τα μπάζα, είμαι αίσχος, έρχομαι, βουλώνω, φορτώνω, γεμίζω, φορτώνω, δίνω απλόχερα κτ σε κπ, γεμίζω, βάζω, φουσκώνω, φουσκώνω, φουσκώνομαι, κατακλύζω, πρήζω, παραγεμίζω κτ με κτ, παραφουσκώνω κτ με κτ, γεμίζω, λούζω, σκεπάζω, καλύπτω, γεμίζω, λιώνω, φουσκώνω, φιοριτούρα, σκάω στο φαΐ, τρώω μέχρι σκασμού, βαριέμαι, μπουχτίζω, τρώω πολύ, φουσκώνω από κτ, -, σαβουριάζω, πειράζω, πειράζω κπ για κτ, πίνω υπερβολικά πολύ, μπουκώνομαι, κάνω φασαρία, πειράζω, πειράζω κπ για κτ, λουκανικοποιητής, γέμισμα, ξεσπάω σε χειροκροτήματα, γεμίζω με βενζίνη, πάω να τα πιω, επανατροφοδοτώ με καύσιμα, χαζολογάω, χαζολογώ, χαροποιώ, παραγεμίζω, παραγεμίζω, προσθέτω, τσατίζω, νευριάζω, τσαντίζω, τα κοπανάω, γκρινιάζω σε κπ, γεμίζω, βάζω βενζίνη, με ποτό, προκαλώ υπνηλία, κουράζω, γίνομαι φέσι, ξαναγεμίζω, πρήζω κπ για κτ, πρήζω κπ να κάνει κτ, πραγματοποιώ προσάμμωση, κάνω προσάμμωση, μπουκώνομαι με κτ, βουρκώνω, τις βρέχω σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης encher

γεμίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele encheu a garrafa com água.
Γέμισε το μπουκάλι με νερό.

γεμίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A garrafa d'água encheu rapidamente.
Το μπουκάλι γέμισε γρήγορα.

γεμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As caixas encheram toda a sala de estoque.

γεμίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joseph encheu o buraco com cimento para concertar o vazamento.

ταΐζω αρκετά

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ela estufou as crianças dando um monte de batatas para elas.

γεμίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Encha sua xícara antes que eles parem de servir chá.
Γέμισε το φλιτζάνι σου πριν σταματήσουν να σερβίρουν τσάι.

φουσκώνω, τρομπάρω

(com ar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marilyn está enchendo o pneu da bicicleta.
Η Μέριλιν φουσκώνει το λάστιχο του ποδηλάτου της.

γεμίζω κτ με κτ

verbo transitivo

Brendan encheu minha taça de vinho.
Ο Μπρένταν γέμισε το ποτήρι μου με κρασί.

γεμίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alison encheu o tanque de gasolina.
Η Άλισον γέμισε το ντεπόζιτο της βενζίνης.

φουσκώνω

(figurado: adicionar algo extra) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Josh está enchendo seu discurso; ainda não está longo o suficiente.
Ο Τζος φουσκώνει την ομιλία του. Δεν είναι αρκετά μεγάλη ακόμη.

είμαι χάλια, είμαι για τα μπάζα, είμαι αίσχος

(figurado) (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Esse filme encheu. Vamos mudar o canal.

έρχομαι

(maré) (παλίρροια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A maré alta subiu às três da tarde de hoje.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν είναι σωστό να βρίσκεσαι σε αυτή την παραλία όταν φουσκώνουν τα νερά.

βουλώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O cano estava vazando, por isso Ben o encheu com estopa.

φορτώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γεμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φορτώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δίνω απλόχερα κτ σε κπ

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A avó de Karen sempre a cobria de presentes toda vez que a visitava.
Η γιαγιά της Κάρεν τη γεμίζει με δώρα όποτε την επισκέπτεται.

γεμίζω

(κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω

(βενζίνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Petra abasteceu o tanque do seu carro com gasolina.
Η Πέτρα έβαλε πετρέλαιο στο ντεπόζιτο του αυτοκινήτου της.

φουσκώνω

(encher com gás, ar) (με αέρα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φουσκώνω, φουσκώνομαι

(estar cheio de gás, ar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κατακλύζω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πρήζω

(BRA, figurado, informal) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não aguento meu padrasto; ele está sempre me enchendo o saco.
Δεν αντέχω τον πατριό μου. Πάντα με πρήζει.

παραγεμίζω κτ με κτ, παραφουσκώνω κτ με κτ

verbo transitivo (informal: encher demais)

Tom entupiu sua mochila com coisas inúteis.
Ο Τομ τίγκαρε το σακίδιό του με άχρηστα αντικείμενα.

γεμίζω, λούζω, σκεπάζω, καλύπτω

verbo transitivo (cobrir com algo) (κπ/κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A foto mostrou os noivos cobertos de confete.
Στη φωτογραφία ο γαμπρός και η νύφη ήταν λουσμένοι σε κονφετί.

γεμίζω

(κάτι με κάποιους/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A equipe do candidato lotou o salão com apoiadores.

λιώνω

(μτφ, καθομ: μεθάω πολύ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φουσκώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φιοριτούρα

(figurado, informal) (ανεπίσημο, συνήθως πληθ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκάω στο φαΐ, τρώω μέχρι σκασμού

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tania não tinha comido o dia inteiro, por isso ela empanturrou-se assim que teve chance.
Η Τάνια δεν είχε φάει όλη μέρα και έτσι έφαγε μέχρι σκασμού μόλις είχε την ευκαιρία.

βαριέμαι, μπουχτίζω

(να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρώω πολύ

Ele empanturrou-se de carne e queijo.
Έπεσε με τα μούτρα στο κρέας και στο τυρί.

φουσκώνω από κτ

(encher-se de orgulho ou arrogância) (μεταφορικά, καθομ: περηφάνια)

Ο Κλάιβ φούσκωσε από περηφάνια, όταν ο γιος του έλαβε το βραβείο.

-

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Έλεγα, έλεγα μέχρι που έπεισα το αφεντικό μου να μου δώσει αύξηση.

σαβουριάζω

(ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando eu estou triste, empaturro-me de chocolate.
Όταν έχω τις μαύρες μου, πλακώνομαι στη σοκολάτα.

πειράζω

(informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os colegas de classe de Patricia descobriram a paixão dela por Henry e a estavam atazanando sem piedade.
Οι συμμαθητές της Πατρίτσια είχαν μάθει ότι της άρεσε ο Χένρι και την πείραζαν αλύπητα.

πειράζω κπ για κτ

(informal)

Os colegas de Adam o atazanaram por causa de seu gosto para roupas.
Οι συνάδελφοι του Άνταμ τον δούλευαν για το γούστο του στα ρούχα.

πίνω υπερβολικά πολύ

(κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estudantes universitários embebedando-se em festas se tornou um problema amplamente difundido.
Οι φοιτητές που πίνουν υπερβολικά πολύ στα πάρτυ είναι ένα πρόβλημα που έχει εξαπλωθεί.

μπουκώνομαι

(figurado, informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω φασαρία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alan disse às crianças que sabia que estavam com fome, mas que levaria mais tempo para preparar o almoço se elas continuassem reclamando o tempo todo.

πειράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πειράζω κπ για κτ

λουκανικοποιητής

(máquina que transforma carne em lingüiça)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γέμισμα

expressão (combustível)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξεσπάω σε χειροκροτήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γεμίζω με βενζίνη

(tanque de veículo) (ντεπόζιτο οχήματος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάω να τα πιω

(visitar pubs ou bares para beber)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επανατροφοδοτώ με καύσιμα

locução verbal (reabastecer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαζολογάω, χαζολογώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαροποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραγεμίζω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραγεμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσθέτω

expressão (informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τσατίζω, νευριάζω

(figurado, informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esse cara realmente me tira do sério!
Αυτός ο τύπος πραγματικά με τσατίζει!

τσαντίζω

locução verbal (figurado, informal) (καθομιλουμένη: κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τα κοπανάω

(BRA: informal, gíria) (καθομ, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Emily e as amigas dela estão enchendo a cara e fofocando novamente.
Η Έμιλυ και οι φίλες της τα πίνουν και κοτσομπολεύουν πάλι.

γκρινιάζω σε κπ

Carlos resmungou com sua mãe até que ela deixou ele ir à casa do melhor amigo.
Ο Κάιλ γκρίνιαζε στη μαμά του μέχρι που τον άφησε να πάει στο σπίτι του φίλου του.

γεμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω βενζίνη

locução verbal (informal, abastecer um veículo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

με ποτό

expressão (figurado, beber)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προκαλώ υπνηλία, κουράζω

(enfadar) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γίνομαι φέσι

(gíria, embriagar-se) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξαναγεμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πρήζω κπ για κτ

(BRA, figurado, informal) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

Queria que meus pais parassem de me encher o saco sobre os perigos de fumar.
Μακάρι οι γονείς μου να σταματούσαν να με πρήζουν για τους κινδύνους του καπνίσματος.

πρήζω κπ να κάνει κτ

expressão verbal (BRA, figurado, informal) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Paulo encheu o saco da esposa para ela ir ao médico.
Ο Πωλ έπρηζε τη σύζυγό του να πάει στο γιατρό.

πραγματοποιώ προσάμμωση, κάνω προσάμμωση

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eles encheram de areia as costas artificiais da ilha para fazer praias.
Έκαναν προσάμμωση στις τεχνητές ακτές του νησιού για να δημιουργήσουν παραλίες.

μπουκώνομαι με κτ

(figurado, informal)

βουρκώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Craig ficou emocionado quando alguém mencionou sua falecida esposa.
Ο Κρεγκ άρχισε να βουρκώνει όταν κάποιος ανέφερε την αείμνηστη σύζυγό του.

τις βρέχω σε κπ

expressão verbal (gíria, figurado: bater) (καθομ, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O pai de Polly disse que daria uma coça nela se ela chegasse tarde em casa outra vez.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του encher στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.