Τι σημαίνει το escort στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης escort στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του escort στο Αγγλικά.

Η λέξη escort στο Αγγλικά σημαίνει συνοδεύω, συνοδεύω κπ σε κτ, συνοδεύω κπ σε κτ, συνοδεύω κπ έξω από κτ, συνοδός, συνοδός, συνοδός, συνοδός, συνοδεία, σκάφος συνοδείας, σκάφος συνοδείας, με συνοδεία, υπό συνοδεία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης escort

συνοδεύω

transitive verb (accompany)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The proud father escorted his daughter down the aisle.
Ο περήφανος πατέρας συνόδευσε την κόρη του στην εκκλησία.

συνοδεύω κπ σε κτ

(accompany)

After she caught them truanting, Melanie started escorting her kids to school.
Αφού τα έπιασε να κάνουν κοπάνες, η Μέλανι ξεκίνησε να πηγαίνει η ίδια τα παιδιά της στο σχολείο.

συνοδεύω κπ σε κτ

(accompany in)

The secretary escorted the visitor into the boss's office.
Η γραμματέας συνόδευσε τον επισκέπτη στο γραφείο του αφεντικού.

συνοδεύω κπ έξω από κτ

verbal expression (accompany out)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The security guards escorted the troublemaker out of the building.
Οι φύλακες ασφαλείας έβγαλαν τον ταραχοποιό έξω απ' το κτίριο.

συνοδός

noun (protective entourage)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The president was surrounded by his escort.
Ο πρόεδρος περιστοιχίζονταν από τη συνοδεία του.

συνοδός

noun (protection, chaperon)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Several parents volunteered to act as escorts to take the students to the concert.
Κάποιοι γονείς προσφέρθηκαν να κάνουν τους συνοδούς για να πάνε τους μαθητές στη συναυλία.

συνοδός

noun (paid companion)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Philip hates eating alone, so he always hires an escort to go out to dinner with him when he's on business trips.

συνοδός

noun (person: for restricted area)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The receptionist found an escort to take the visitor to her meeting in the staff-only area of the building.

συνοδεία

noun (defensive warships or planes) (ως σύνολο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The convoy had an escort of several destroyers and frigates.

σκάφος συνοδείας

noun (ship that accompanies another)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκάφος συνοδείας

noun (ship that accompanies another)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

με συνοδεία, υπό συνοδεία

adverb (with armed accompaniment)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του escort στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.