Τι σημαίνει το guide στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης guide στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του guide στο Αγγλικά.

Η λέξη guide στο Αγγλικά σημαίνει οδηγώ, καθοδηγώ, οδηγός, ξεναγός, οδηγός, καθοδηγητής, καθοδηγήτρια, οδηγός, οδηγός, οδηγός, οδηγός, οδηγός, οδηγός, οδηγώ, καθοδηγώ, καθοδηγώ, πρόσκοπος, πρόσκοπος, προσκοπίνα, ανιχνευτής, ανιχνεύτρια, ερευνώ, εξερευνώ, κατάσκοπος, κυνηγός ταλέντων, οικονόμος, προσκοπικός, αναζητώ, ψάχνω, Πουλί, οδηγός πεδίου, προσκοπίνα, σκύλος-οδηγός, ράγα, λέξη-οδηγός, ταξιδιωτικός οδηγός, βιβλίο για αρχάριους, πνευματικός οδηγός, οδηγός μελέτης, οδηγός επιβίωσης, ξεναγός, ξεναγός, τουριστικός οδηγός, ξεναγός, ταξιδιωτικός οδηγός, κυματοδηγός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης guide

οδηγώ, καθοδηγώ

transitive verb (lead)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need someone to guide us around the sights of Paris.
Χρειαζόμαστε κάποιον να μας ξεναγήσει στα αξιοθέατα του Παρισιού.

οδηγός, ξεναγός

noun (leader: tour)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
She was employed as a guide in the museum.
Δουλεύει ως οδηγός (or: ξεναγός) στο μουσείο.

οδηγός

noun (leader: geography)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The explorers were led by a native guide.
Τους εξερευνητές καθοδηγούσε ένας ντόπιος οδηγός.

καθοδηγητής, καθοδηγήτρια

noun (leader: process)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The man over there will be your guide through the process.

οδηγός

noun (reference) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Use a spirit-level as a guide when laying bricks.

οδηγός

noun (machine part) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Make sure to lay the board against the guide before you cut it with the saw.

οδηγός

noun (guidebook)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We looked up the train times in the guide.

οδηγός

noun (guidepost)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They placed piles of stones along the trail, as guides.

οδηγός

noun (manual)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The machine came with a twenty-page guide.

οδηγός

noun (UK (girl scout: member of girls' youth group) (οδηγισμός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οδηγώ, καθοδηγώ

transitive verb (steer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The locals will guide you safely through the forest.

καθοδηγώ

transitive verb (advise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She has economists to guide her in drawing up her policy on tax.

πρόσκοπος

noun (member of boys' youth group)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Matthew is a scout.
Ο Μάθιου είναι πρόσκοπος.

πρόσκοπος, προσκοπίνα

noun (member of girls' youth group)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Paula is a scout.
Η Πόλα είναι πρόσκοπος.

ανιχνευτής, ανιχνεύτρια

noun (person sent ahead)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The commanding officer sent two soldiers out as scouts to see if the way was clear.

ερευνώ, εξερευνώ

intransitive verb (search, explore)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oliver and Mary scouted the area for a suitable business to buy.
Ο Όλιβερ και η Μέρι έκαναν έρευνα (or: έκαναν αναζήτηση) στην περιοχή για να δουν εάν υπάρχει κάποια κατάλληλη επιχείρηση που μπορούν να αγοράσουν.

κατάσκοπος

noun (observer, spy)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The company uses scouts to keep an eye on the competition.

κυνηγός ταλέντων

noun (sports, arts: talent scout)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The members of the team were nervous as they'd heard there was a scout watching the match.

οικονόμος

noun (mainly Oxford University (college servant)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Larry was pleased to see the scout had cleaned the bathroom.

προσκοπικός

noun as adjective (relating to youth group)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αναζητώ, ψάχνω

intransitive verb (seek)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The HR team is scouting for bright graduates to join the company.

Πουλί

noun (UK (young Girl Guide, Girl Scout) (μεταφορικά: πρόσκοπος ηλικίας 7-11 ετών)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You wouldn't believe it but my sister was once a Brownie.
Δεν θα το πιστέψεις, αλλά η αδερφή μου ήταν προσκοπίνα κάποτε.

οδηγός πεδίου

(illustrated book)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

προσκοπίνα

noun (member of girls' youth group)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I was a Girl Scout when I was young.

σκύλος-οδηγός

noun (blind person's assistance dog)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Labradors have traditionally been used as guide dogs.

ράγα

noun (track: guides movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λέξη-οδηγός

noun (term at top of a dictionary page) (σε λεξικό)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ταξιδιωτικός οδηγός

noun (book of tourist information)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Michelin and Lonely Planet are two famous companies that publish guidebooks for travelers. The guidebook recommended taking a boat to Kew Gardens.

βιβλίο για αρχάριους

noun (informal (instructional text for beginners) (με οδηγίες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
'Blank' for Dummies, is a poplular series of idiot guides for any topic you could ever want to know.

πνευματικός οδηγός

noun (type of mystical guardian)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

οδηγός μελέτης

noun (subject notes or summary used for revision)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

οδηγός επιβίωσης

noun (instructional on how to preserve life)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ξεναγός

noun ([sb] who shows tourists around)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The tour guide took the visitors to see many local attractions.
Ο ξεναγός πήγε τους επισκέπτες να δουν πολλά τοπικά αξιοθέατα.

ξεναγός

noun (person who leads tourists)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
A tourist guide showed us around the city.

τουριστικός οδηγός

noun (book for travelers)

I bought a tourist guide to Sardinia.

ξεναγός

noun (person: tour leader)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
If the travel guide does a good job, we'll give her a nice tip.

ταξιδιωτικός οδηγός

noun (guidebook)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κυματοδηγός

noun (tube that guides microwaves)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του guide στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του guide

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.