Τι σημαίνει το attendant στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης attendant στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του attendant στο Αγγλικά.

Η λέξη attendant στο Αγγλικά σημαίνει υπηρέτης, υπηρέτρια, υπάλληλος, σχετικός, συναφής, παρευρισκόμενος, παρευρισκόμενος, καμαρότος, αεροσυνοδός, υπάλληλος βενζινάδικου, βενζινοπώλης, εργαζόμενος σε νοσοκομείο, εργαζόμενη σε νοσοκομείο, νοσοκόμος, καμαριέρα, υπάλληλος βενζινάδικου, κουμπάρος, κουμπάρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης attendant

υπηρέτης, υπηρέτρια

noun (personal servant)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The queen's attendants helped her get dressed.
Οι ακόλουθοι της βασίλισσας τη βοήθησαν να ντυθεί.

υπάλληλος

noun (worker)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The attendant at the gas station cleaned the windshield for us.
Ο υπάλληλος στο βενζινάδικο μας καθάρισε το παρμπρίζ.

σχετικός, συναφής

adjective (related)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Expansion of the company would result in attendant expenses and potential complications.
Η επέκταση της εταιρείας θα έχει ως αποτέλεσμα σχετικά έξοδα και εν δυνάμει περιπλοκές.

παρευρισκόμενος

adjective (person: in attendance)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
The attendant crowd waited anxiously for the rock band to appear on stage.
Οι παρευρισκόμενοι περίμεναν με ανυπομονησία να εμφανιστεί στη σκηνή το ροκ συγκρότημα.

παρευρισκόμενος

noun (person who attends)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Robert is a regular attendant at the weekly meetings.
Ο Ρόμπερτ είναι συχνός συμμετέχων στα εβδομαδιαία μίτινγκ.

καμαρότος

noun (on a passenger ship)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αεροσυνοδός

noun (air steward, hostess)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The flight attendant demonstrated how to use the oxygen masks.
Ο αεροσυνοδός έδειξε πώς γίνεται χρήση της μάσκας οξυγόνου.

υπάλληλος βενζινάδικου

noun (person who works petrol pumps)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
I can't remember the last time I saw a petrol pump attendant in the UK.

βενζινοπώλης

noun (person who works gas pumps)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Self service has made gasoline pump attendants a thing of the past.

εργαζόμενος σε νοσοκομείο, εργαζόμενη σε νοσοκομείο

noun (hospital worker, orderly)

νοσοκόμος

noun (paramedic or first aider)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καμαριέρα

noun ([sb] employed to clean hotel rooms) (γυναίκα υπάλληλλος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I can rely on my room attendant to clean my room.

υπάλληλος βενζινάδικου

noun ([sb] who works a petrol pump)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

κουμπάρος, κουμπάρα

noun ([sb] who is part of marriage ceremony)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του attendant στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του attendant

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.