Τι σημαίνει το espaço στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης espaço στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του espaço στο πορτογαλικά.

Η λέξη espaço στο πορτογαλικά σημαίνει διάστημα, χώρος, χώρος, χώρος, χώρος, θέση, χώρος, διαφημιστικός χώρος, χρόνος, κενό, διάστημα, άνοιγμα, μπάρα, θέση, διάστημα, διάστημα, άνοιγμα, κενό, ανάπαυλα, χώρος, χώρος στον οποίο μπορείς να αναπνεύσεις, χώρος, περιθώριο, κενό, αποθήκη, πλαίσιο, μεσοδιάστημα, χωροχρόνος, χωροχρόνος, μετακινούμαι, χωροχρονικός, που καταλαμβάνει μικρό χώρο, ανοιχτός χώρος, διαφορά, ανοιχτωσιά, σύντομα, γρήγορα, προσοχή στο κενό, εναέριος χώρος, χώρος για τα πόδια, χώρος, εξωδιάστημα, δεν υπάρχει περιθώριο σφάλματος, περισσεύει χώρος, κενός χώρος, άδειος χώρος, κλειστός, περιορισμένος χώρος, διαστρικός χώρος, απώτερο διάστημα, χώρος εργασίας, εγκαταστάσεις παραγωγής, χώρος, ελεύθερος χώρος, χώρος για τα πόδια, δημόσιος χώρος, περιθώριο βελτίωσης, ράφια, χώρος, σύστημα οργάνωσης γραφείων όπου οι υπάλληλοι δεν έχουν συγκεκριμένο χώρο εργασίας, περιθώριο, πολύ μικρό δωμάτιο, ανοίγω δρόμο για κπ/κτ, κάνω λίγο χώρο, κάνω χώρο, ανοίγω χώρο, γίνομαι καπνός, μπαίνω στα χωράφια κπ, κάνω χώρο, εξωγήινος, κενό στο πάνω μέρος, σαλόνι, εντός, βρίσκω χρόνο, κενό, αφήνω διπλό διάστιχο, χωροχρονικός, κενό, ζωτικός χώρος, δημοσιογράφος που πληρώνεται με τη λέξη, κάνω στην άκρη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης espaço

διάστημα

substantivo masculino (além da Terra) (έξω από τη γη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Você consegue ver as estrelas no espaço?
Βλέπεις τα αστέρια εκεί έξω στο διάστημα;

χώρος

substantivo masculino (extensão tridimensional) (τρισδιάστατη έκταση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Por ser largo e profundo, o contêiner tinha bastante espaço para armazenamento.
Το κοντέινερ ήταν ψηλό και βαθύ και για αυτό είχε πολύ αποθηκευτικό χώρο.

χώρος

substantivo masculino (área) (δισδιάστατη έκταση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O carpete era muito pequeno para cobrir todo o espaço.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αυτό το χαλί είναι πολύ μεγάλο. Δεν υπάρχει χώρος να το βάλεις στην κουζίνα.

χώρος

substantivo masculino (área vazia) (άδεια περιοχή)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Encontrei um espaço no balcão para cortar as cenouras.
Βρήκα χώρο πάνω στον πάγκο για να κόψω τα καρότα.

χώρος

substantivo masculino (liberdade)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dê algum espaço para seu namorado, e deixe que ele faça as próprias coisas de vez em quando.

θέση

substantivo masculino (assento disponível)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele encontrou um espaço para sentar perto do fundo do ônibus.

χώρος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nós temos seiscentos metros quadrados de espaço comercial para alugar.

διαφημιστικός χώρος

substantivo masculino (para anúncio)

Nossa companhia quer comprar espaço na revista para anunciar nosso novo produto.

χρόνος

substantivo masculino (tempo de propaganda)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O canal cobra um milhão de dólares por minuto pelo espaço de propaganda.

κενό

substantivo masculino (entre palavras)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Você coloca um espaço ou dois espaços entre as frases?

διάστημα

substantivo masculino (música) (μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Na clave de sol, os espaços na pauta denotam Fá, Lá, Dó e Mi.

άνοιγμα

substantivo masculino (comprimento)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O espaço principal da ponte Akashi Kaikyo é de aproximadamente 2.000 metros.

μπάρα

substantivo masculino (tecla de) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aperte espaço uma vez depois que você terminar de digitar a frase.

θέση

(área para estacionar, etc.) (παρκάρισμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pare! Olhe uma vaga para estacionarmos à direita.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Σταμάτα! Έχει χώρο να παρκάρεις στα δεξιά.

διάστημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Você só pode prender a atenção dele por um período curto pois ele se distrai facilmente.

διάστημα

substantivo masculino (de tempo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A casa foi erguida num período de dois dias.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Στη διάρκεια της ζωής μας, θα πληγώσουμε και θα πληγωθούμε πολλές φορές.

άνοιγμα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O vão da estrutura é muito largo.
Το άνοιγμα της κατασκευής είναι ιδιαίτερα μεγάλο.

κενό

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Temos um horário para você às três horas, você gostaria?

ανάπαυλα

substantivo masculino (chance para pensar) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χώρος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Você não pode comprar aquele sofá. Não temos espaço para ele.
Δεν μπορείς να αγοράσεις αυτόν τον καναπέ. Δεν έχουμε χώρο.

χώρος στον οποίο μπορείς να αναπνεύσεις

substantivo masculino (espaço para respirar)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χώρος

substantivo masculino (σε ύψος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Não há espaço suficiente sob a ponte para comportar caminhões grandes.
Η γέφυρα δεν έχει αρκετό ύψος ώστε να περνάνε μεγάλα φορτηγά.

περιθώριο

substantivo masculino (figurado: oportunidade) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Há espaço para melhora deste produto?
Υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης αυτού του προϊόντος;

κενό

substantivo masculino (impressão)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αποθήκη

(lugar para armazenar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Não há espaço suficiente no quarto; precisamos comprar outro guarda-roupa!
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Όσο ψάχνει για καινούριο σπίτι, όλα τα έπιπλα της Έρικα βρίσκονται στην αποθήκη.

πλαίσιο

(formulário)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Marque o quadrado apropriado no formulário.

μεσοδιάστημα

(fase intermediária)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Houve um pequeno intervalo entre o fim do trabalho anterior e o início do novo.

χωροχρόνος

substantivo masculino (continuum)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χωροχρόνος

substantivo masculino (continuum)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μετακινούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando Paul chegou, todos tivemos de nos mover para abrir espaço para ele no sofá.
Όταν έφτασε ο Πολ έπρεπε όλοι να μετακινηθούμε για να του κάνουμε χώρο στον καναπέ.

χωροχρονικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που καταλαμβάνει μικρό χώρο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανοιχτός χώρος

Βάλ'το σε ανοιχτό χώρο, για να το βλέπουμε μέσα σε όλη αυτή την ακαταστασία.

διαφορά

(figurado, medida pelo tempo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Há uma distância de umas duas horas entre a chegada e partida daquele voo.

ανοιχτωσιά

(espaço aberto)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σύντομα, γρήγορα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

προσοχή στο κενό

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

εναέριος χώρος

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χώρος για τα πόδια

(para esticar as pernas quando sentado)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χώρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εξωδιάστημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δεν υπάρχει περιθώριο σφάλματος

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περισσεύει χώρος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Χώρεσαν όλα στη βαλίτσα μου και περίσσεψε και χώρος.

κενός χώρος, άδειος χώρος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κλειστός, περιορισμένος χώρος

(área restrita)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διαστρικός χώρος

(αστρονομία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απώτερο διάστημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Algumas pessoas acreditam em OVNIs que vêm do espaço sideral.

χώρος εργασίας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εγκαταστάσεις παραγωγής

(parte da loja onde os itens são vendidos)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χώρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ελεύθερος χώρος

(inf, memória não usada)

χώρος για τα πόδια

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δημόσιος χώρος

(área ou lugar acessível a todos)

περιθώριο βελτίωσης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ράφια

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χώρος

(tamanho da área da fazenda para alocar animais)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σύστημα οργάνωσης γραφείων όπου οι υπάλληλοι δεν έχουν συγκεκριμένο χώρο εργασίας

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

περιθώριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πολύ μικρό δωμάτιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανοίγω δρόμο για κπ/κτ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω λίγο χώρο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω χώρο, ανοίγω χώρο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γίνομαι καπνός

expressão (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπαίνω στα χωράφια κπ

expressão verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω χώρο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξωγήινος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κενό στο πάνω μέρος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σαλόνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εντός

advérbio (tempo) (με γενική)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

βρίσκω χρόνο

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κενό

substantivo masculino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αφήνω διπλό διάστιχο

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χωροχρονικός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κενό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Havia um espaço em branco no relatório, já que estão faltando os números de terça-feira.

ζωτικός χώρος

substantivo masculino (histórico, nazismo)

δημοσιογράφος που πληρώνεται με τη λέξη

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κάνω στην άκρη

expressão verbal

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του espaço στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του espaço

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.