Τι σημαίνει το favor στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης favor στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του favor στο ισπανικά.
Η λέξη favor στο ισπανικά σημαίνει χάρη, προτίμηση, συμπάθεια, χάρη, ευεργεσία, αγαθοεργία, που προασπίζεται τη χρήση πυρηνικής ενέργειας, υπέρ των αμβλώσεων, ευνοϊκά, προτιμώμενος από κπ, βοηθάω, βοηθώ, υποστηρίζω, με θετικό ισολογισμό, με διαθέσιμα χρήματα, υπέρ, προσήνεμα, μπορείτε παρακαλώ...;, παρακαλώ, περίμενε ένα λεπτάκι, κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ, προσοχή, Ναι, παρακαλώ, κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ, χάρη σε ειδική περίπτωση, υποστηρικτής του αφοπλισμού, υπέρ, επιλέγω, διαλέγω, είμαι θετικά διακείμενος απέναντι σε κπ/κτ, ζημιώνω, βλάπτω, υπερασπίζομαι, διεκδικώ δικαιώματα, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω, αιτιολογώ, υπερασπίζω, ζητώ μια χάρη, κάνω τη χάρη σε κπ, κάνω μια χάρη σε κπ, κάνω σε κπ την τιμή να κάνω κτ, χρησιμοποιώ κτ προς όφελός μου, ενεργώ προς όφελος κπ/κτ, ενεργώ προς το συμφέρον κπ/κτ, κερδίζω την εύνοια κπ, προωθώ, ασκώ πίεση, προσμετρώμαι σε κτ, υπέρ, αν έχεις την καλοσύνη, χαριστικά, χαριστικώς, αν έχεις την καλοσύνη, ναι καλά!, αυτός που έδωσε θετική ψήφο, αυτός που ψήφισε ναι, υπέρ, προτίμηση σε κτ/κτ, όσοι είναι υπέρ, προνομιούχος, ζητώ μια χάρη, κερδίζω την εύνοια κπ, υποστηρίζω, κάνω μια καλή πράξη για κπ, κάνω εκστρατεία για κτ, διεξάγω καμπάνια για κτ, βοηθάω, βοηθώ, παρακαλώ, υπέρ, έλα!, όχι δα!, ευνοϊκή μεταχείριση, υπέρ του, μεταβιβάζω, παρακαλώ, ευνοώ, υπέρ, κάνω διακρίσεις υπέρ κάποιου, κάνω εκστρατεία για κτ, υπέρ, παρακαλώ, πετάω ένα ξεροκόμματο σε κπ, κλίνω προς, παραδίδω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης favor
χάρηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hazme un favor y préstame $50. Κάνε μου τη χάρη και δάνεισέ μου 50 δολάρια. |
προτίμηση, συμπάθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ruth levanta la mano en cada pregunta para ganarse el favor de la profesora. |
χάρηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ευεργεσία, αγαθοεργία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
που προασπίζεται τη χρήση πυρηνικής ενέργειας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπέρ των αμβλώσεων(aborto) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ευνοϊκά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
προτιμώμενος από κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βοηθάω, βοηθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) John le pidió ayuda a Mary y ella estuvo feliz de ayudar. Ο Τζον ζήτησε από τη Μαίρη βοήθεια και εκείνη με χαρά τον εξυπηρέτησε. |
υποστηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El senador nunca apoyaría esa ley; ¡va en contra de sus principios! Ο γερουσιαστής δεν θα υποστηρίξει ποτέ αυτό το νομοσχέδιο. Είναι ενάντια στις αρχές του! |
με θετικό ισολογισμό, με διαθέσιμα χρήματαlocución adjetiva (οικονομικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Después de liquidar todos mis préstamos, por fin estoy con saldo a favor. |
υπέρlocución adjetiva (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Cuando anunciaron el plan por primera vez, solo una o dos personas estuvieron a favor. |
προσήνεμα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El yate navegaba a favor del viento. |
μπορείτε παρακαλώ...;expresión (formal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Podría por favor decirme dónde está el baño? Μπορείτε παρακαλώ να μου πείτε που βρίσκεται το μπάνιο; |
παρακαλώinterjección (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Puedo ir a la playa, por favor? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σας παρακαλούμε, μπορούμε να παίξουμε με το σκυλάκι σας; |
περίμενε ένα λεπτάκιinterjección (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un segundo por favor, ya casi estoy lista. |
κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσοχή(formal) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Por favor, fíjese que ésta es un área de no fumar. Προσοχή, |
Ναι, παρακαλώlocución interjectiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) —¿Quieres que te ayude? —Sí, por favor. |
κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ(AR, UY) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¡Haceme el favor de no darme la espalda cuando te hablo! |
χάρη σε ειδική περίπτωση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Como un favor especial lo dejaron quedarse despierto hasta tarde en su cumpleaños. |
υποστηρικτής του αφοπλισμού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπέρ
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) En 2008, había más estadounidenses a favor de Barack Obama que de John McCain. |
επιλέγω, διαλέγω(κάτι αντί για κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Optamos a favor de un auto más pequeño y económico. Προτιμήσαμε ένα μικρότερο, πιο οικονομικό αμάξι. |
είμαι θετικά διακείμενος απέναντι σε κπ/κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζημιώνω, βλάπτωexpresión (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Describirte como un amateur es hacerte un flaco favor. |
υπερασπίζομαι, διεκδικώ δικαιώματα(figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Johnston era un héroe que se alzaba en defensa de sus captores sin importar su propia seguridad. |
επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω, αιτιολογώ, υπερασπίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tenía la difícil tarea de argumentar a favor de ser vegano. |
ζητώ μια χάρηlocución verbal ¿Te puedo pedir un favor? ¿Me podrías regar las plantas mientras estoy de viaje? Μπορώ να ζητήσω μια χάρη; Θα μπορούσες να ποτίζεις τον κήπο μου όσο θα λείπω; |
κάνω τη χάρη σε κπ, κάνω μια χάρη σε κπlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Me harías el favor de echar esta carta al correo por mí? Μπορείς να μου κάνεις τη χάρη να μου ταχυδρομήσεις αυτό το γράμμα; |
κάνω σε κπ την τιμή να κάνω κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χρησιμοποιώ κτ προς όφελός μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi padre fue a esta universidad, así que voy a sacar ventaja de eso y escribirlo en mi ensayo de solicitud. |
ενεργώ προς όφελος κπ/κτ, ενεργώ προς το συμφέρον κπ/κτlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un abogado actúa en favor de los intereses de su cliente. Μια δικηγόρος πάντα θα ενεργεί προς όφελος του πελάτη της. |
κερδίζω την εύνοια κπlocución verbal (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Roderick siempre intenta ganarse el favor para quedar con ventaja. |
προωθώ, ασκώ πίεση
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσμετρώμαι σε κτ
|
υπέρlocución adjetiva (με γενική) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
αν έχεις την καλοσύνηexpresión (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le pediría que me acompañe, si me hace el favor, lo conduciré a la oficina del director. |
χαριστικά, χαριστικώς(voz latina) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αν έχεις την καλοσύνηexpresión (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Acompáñeme, por favor. |
ναι καλά!(AR, escéptico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Vas a ayudarme a limpiar la casa? ¡Pero por favor! Θα με βοηθήσεις να καθαρίσω το σπίτι; Ναι καλά! |
αυτός που έδωσε θετική ψήφο, αυτός που ψήφισε ναιlocución nominal común en cuanto al género (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπέρlocución preposicional (θετική ψήφος) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Quienes estén a favor, digan "a favor". |
προτίμηση σε κτ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El sistema electoral tiene inclinación a favor de uno de los partidos. |
όσοι είναι υπέρ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Todos los que estén de acuerdo, digan "sí". Όσοι είναι υπέρ της πρότασης, να πουν «Ναι». |
προνομιούχος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ζητώ μια χάρηlocución verbal (από κάποιον) |
κερδίζω την εύνοια κπlocución verbal (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fíjate si puedes ganarte el favor de uno de los directores. |
υποστηρίζω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω μια καλή πράξη για κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω εκστρατεία για κτ, διεξάγω καμπάνια για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Las mujeres hicieron campaña por el derecho al voto. Γυναίκες διαδήλωναν για το δικαίωμα ψήφου τους. |
βοηθάω, βοηθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John le pidió ayuda a Mary y ella estuvo feliz de ayudarlo. Ο Τζον ζήτησε βοήθεια από τη Μαίρη και εκείνη με χαρά τον εξυπηρέτησε. |
παρακαλώexpresión (κάνε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por favor, reinicie su navegador para completar la instalación. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Παρακαλείστε να εκκενώσετε την αίθουσα του δικαστηρίου. |
υπέρlocución adjetiva (του να γίνει κτ, του να κάνω κτ) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
έλα!, όχι δα!(ES, coloquial) (καθομιλουμένη, για δυσπιστία ή διαφωνία) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Anda ya! ¡Tienes que estar bromeando! Έλα! (or: Όχι δα!) Πρέπει να αστειεύεσαι! |
ευνοϊκή μεταχείρισηlocución nominal masculina (figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Aunque era complicado, trataba de conservar el favor de su jefe. |
υπέρ τουlocución preposicional (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No estoy a favor de la ley que prohíbe fumar en los aeropuertos. |
μεταβιβάζω(σε κάποιον άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρακαλώinterjección (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Por favor! ¡Hoy ya he aguantado bastantes tonterías tuyas! Σε παρακαλώ! Αρκετά ανέχτηκα τις ανοησίες σου σήμερα! |
ευνοώ(κάποιον υπέρ κάποιου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Crees que los entrevistadores te favorecieron sobre los otros candidatos porque eres hombre? |
υπέρlocución preposicional (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Estoy a favor de la Unión Europea, pero en la práctica sus regulaciones a veces son injustas. Είμαι υπέρ της ύπαρξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά, συχνά, στην πράξη, οι κανονισμοί της είναι, μάλλον, άδικοι. |
κάνω διακρίσεις υπέρ κάποιουlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El árbitro parece prejuzgar a favor del equipo local. |
κάνω εκστρατεία για κτlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El grupo de defensores de animales está haciendo campaña a favor de mejores condiciones en los refugios. |
υπέρ
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Él estaba a favor del plan, pero su mujer estaba en contra. Αυτός ήταν υπέρ του σχεδίου, αλλά η γυναίκα του ήταν κατά. Είναι υπέρ του φιλελεύθερου υποψήφιου για τη δημαρχία. |
παρακαλώexpresión (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πετάω ένα ξεροκόμματο σε κπ(μεταφορικά) |
κλίνω προς(μεταφορικά) Adam se inclina a favor del candidato más joven. |
παραδίδω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El ejército dejó el territorio a los pueblos indígenas. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του favor στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του favor
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.