Τι σημαίνει το mayor στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mayor στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mayor στο ισπανικά.

Η λέξη mayor στο ισπανικά σημαίνει μεγαλύτερος, ματζόρε, ματζόρε, σε ματζόρε, μεγαλύτερος, μείζων, μαΐστρα, μεγίστη, αρχι-, γηραιότερος, ταγματάρχης, κεντρικός, ενήλικας, μεγαλύτερος, μεγαλύτερος, υπερήλικος, απώτερος, πρωτότοκος, πρωτότοκη, μοίραρχος, μεγαλύτερος, μεγαλύτερος, μέγιστος, πιο μεγάλος, πρωτότοκος, ο μεγαλύτερος, ο μεγάλος, μεγαλύτερος, μεγαλύτερος, μέγιστος, πιο μεγάλος, μεγαλύτερος, πρωτότοκος, μεγαλύτερος, μεγαλύτερος, μεγαλύτερος, πρώτος, ενήλικος, μεγάλος, μεγαλύτερος, σημαντικότερος, σπουδαιότερος, μέγιστος, μεγαλώνω, μεγαλύτερος, μεγαλύτερος, μέγιστος, πιο μεγάλος, μεγαλώνω, παλιότερος, ενήλικας, όλυρα, κλοπή, σταβλάρχης, σταυλάρχης, ιπποκόμος, ηλικιωμένος άντρας, μαζορέτα, θεομηνία, ξεπερνάω, ξεπερνώ, αυξανόμενος, ολοένα αυξανόμενος, συνεχώς αυξανόμενος, σχολή, ο καλύτερος, καλύτερος, με παίρνουν τα χρόνια, ενήλικος, γέρος, πολύ γέρος, γερασμένος, πολύ γερασμένος, αρκετά μεγάλος, κορίτσι που μόλις ενηλικιώθηκε, που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογία, όλο και περισσότερο, ολοένα και περισσότερο, κυρίως, oλοταχώς, κατά μείζονα λόγο, σε γενικές γραμμές, πολύ συχνά, ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότερο, ασυσκεύαστος, λογιστικό βιβλίο, μαΐστρα, μπροστινά έδρανα, κύριος ιστός, μέγας ιστός, αντιπτέραρχος, μεγάλο θήραμα, κλοπή μεγάλης αξίας, μεγάλη γυναίκα, μείζων χειρουργική επέμβαση, μεσαίο δάχτυλο, αγκύλη, κυνηγός, μεγάλη αδερφή, μεγάλο δάχτυλο, μεγάλο όπλο για το κυνήγι ελεφάντων, ανωτέρα βία, αδελφότητα, υψηλότερη χρηματική προσφορά, ηλικιωμένη κυρία/γυναίκα, ηιλικιωμένος, ηλικιωμένη κυρία/γυναίκα, Μεγάλη Άρκτος, αρχιλοχίας, σχολή θεολογίας, μέγιστη ταχύτητα, Μεγάλη Άρκτος, χονδρική πώληση, γενικό καθολικό, κεντρική πλατεία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mayor

μεγαλύτερος

adjetivo (hermano)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tiene tres hermanos mayores y un hermano menor.
Έχει τρεις μεγαλύτερες αδελφές και μια μικρότερη.

ματζόρε

nombre masculino (música)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
La canción estaba escrita en do mayor.
Αυτό το τραγούδι έχει γραφτεί σε Ντο ματζόρε (or: μείζονα).

ματζόρε

adjetivo invariable (música)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Tengo que practicar las escalas en fa mayor en el piano.
Πρέπει να κάνω εξάσκηση στην κλίμακα Λα ματζόρε (or: μείζονα) στο πιάνο.

σε ματζόρε

adjetivo invariable (música)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El Canon en Re mayor de Pachelbel es una pieza muy conocida.
Ο Κανόνας σε Ρε ματζόρε (or: μείζονα) του Πάχαλμπελ είναι ένα πολύ γνωστό κομμάτι.

μεγαλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ya hemos terminado la mayor parte del camino.
Έχουμε ήδη ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής.

μείζων

adjetivo de una sola terminación (de un silogismo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En un silogismo, la premisa mayor contiene el término que actúa como predicado en la conclusión.
Σε ένα συλλογισμό, η μείζων πρόταση περιέχει τον όρο που αποτελεί το κατηγόρημα του συμπεράσματος.

μαΐστρα, μεγίστη

adjetivo de una sola terminación (náutica) (ζαργκόν)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Necesitamos reparar la mayor antes de sacar el barco otra vez.
Πρέπει να επιδιορθώσουμε τη μαΐστρα (or: μεγίστη) πριν βγάλουμε ξανά τη βάρκα στη θάλασσα.

αρχι-

nombre masculino (grupo musical)

El tambor mayor estaba a cargo del resto de los tambores.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο επικεφαλής της μπάντας έπρεπε να κρατάει το ρυθμό για τους υπόλοιπους μουσικούς.

γηραιότερος

(επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La comunidad provee de alimento a los adultos veteranos.
Η κοινότητα φροντίζει τους ηλικιωμένους ενήλικες.

ταγματάρχης

(milicia)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Después de cinco años el ejército, obtuvo el rango de comandante.
Μετά από πέντε χρόνια στον στρατό, πήρε το αξίωμα του ταγματάρχη.

κεντρικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Cómo se llama la calle principal de este pueblo? ¿Court Street?
Πώς λέγεται ο κεντρικός δρόμος αυτής της πόλης; Είναι η Κορτ Στριτ;

ενήλικας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Esta es una película para adultos; definitivamente no es para niños.
Είναι ταινία για μεγάλους, σε καμία περίπτωση δεν κάνει για παιδιά. // Όχι τώρα γλυκιά μου, μιλάνε οι μεγάλοι.

μεγαλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La hermana mayor de Fiona es abogada.
Η μεγαλύτερη αδερφή της Φιόνα είναι δικηγόρος.

μεγαλύτερος

(αριθμός, ποσότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ingrese su salario o $20,000, lo que sea mayor.
Συμπληρώστε το εισόδημά σας ή $20.000, οποιοδήποτε ποσό είναι μεγαλύτερο.

υπερήλικος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απώτερος

(σκοπός, στόχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Glenn trabaja como traductor, aunque su mayor objetivo es convertirse en novelista.

πρωτότοκος, πρωτότοκη

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
¿Eres el mayor de tus hermanos?

μοίραρχος

nombre masculino (AR) (αεροπορία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεγαλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El mapa sugería que Seattle era mayor que Cleveland.
Σύμφωνα με τον χάρτη, η επιφάνεια του Σιάτλ είναι μεγαλύτερη από του Κλήβελαντ.

μεγαλύτερος, μέγιστος, πιο μεγάλος

locución adjetiva (superlativo) (σε αριθμό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los mayores crecimientos del empleo se dieron en el nordeste.
Οι μεγαλύτερες (or: πιο μεγάλες) αυξήσεις σε θέσεις εργασίας έγιναν στα Νοτιοανατολικά.

πρωτότοκος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su hijo mayor es un varón.

ο μεγαλύτερος, ο μεγάλος

nombre común en cuanto al género

Sé que son hermanos, pero ¿cuál es el mayor?
Ξέρω πως είναι αδέρφια, ποιος είναι όμως ο μεγαλύτερος;

μεγαλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nuestra mayor preocupación es que se nos acabe el dinero.
Η μεγαλύτερή μας ανησυχία είναι ότι θα τελειώσουν τα χρήματα.

μεγαλύτερος, μέγιστος, πιο μεγάλος

(superlativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tenemos varios parques grandes, pero este es el mayor.
Έχουμε τρία δωμάτια ελεύθερα· θα σας κρατήσω το μεγαλύτερο (or: πιο μεγάλο). Έχουμε αρκετά μεγάλα πάρκα και αυτό είναι το μεγαλύτερο (or: πιο μεγάλο).

μεγαλύτερος, πρωτότοκος

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Mi hija mayor es abogada; mis otras dos hijas están todavía en la universidad.

μεγαλύτερος

nombre común en cuanto al género (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Debes respetar a tus mayores.
Θα πρεπε να σέβεστε τους γηραιότερους.

μεγαλύτερος

(edad)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los alumnos más mayores de la escuela pueden ir al centro durante el almuerzo, mientras que los pequeños tienen que quedarse dentro del centro.
Οι μεγαλύτεροι μαθητές του σχολείου επιτρέπεται να πηγαίνουν στην πόλη την ώρα του μεσημεριανού, ενώ οι μικρότεροι πρέπει να μένουν στις εγκαταστάσεις του σχολείου.

μεγαλύτερος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi hermana mayor siempre es muy mala conmigo.
Η μεγαλύτερη αδερφή μου είναι πάντα κακιά μαζί μου.

πρώτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El pueblo es nuestra mayor prioridad.
Βασική προτεραιότητά μας είναι οι άνθρωποι.

ενήλικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jenny es una mujer adulta y puede arreglárselas sola.
Η Τζένυ είναι μεγάλη γυναίκα και μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνη της.

μεγάλος

(σε ηλικία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi vecina es muy vieja, tiene cerca de noventa, creo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο πατέρας της είναι πολύ γέρος.

μεγαλύτερος, σημαντικότερος, σπουδαιότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su logro supremo fue eliminar la viruela del país.
Το μεγαλύτερό του επίτευγμα ήταν η απαλλαγή της χώρας από την ευλογιά.

μέγιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Erin retiró el importe máximo del cajero automático.

μεγαλώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quiere ser bombero cuando sea grande.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όταν μεγαλώσω, θέλω να οδηγώ μια Mercedes.

μεγαλύτερος

(superlativo) (σε μέγεθος, ποσότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tokyo es una de las ciudades más grandes del mundo.
Το Τόκιο είναι μια από τις μεγαλύτερες πόλεις στον κόσμο.

μεγαλύτερος, μέγιστος, πιο μεγάλος

(superlativo) (σε μέγεθος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta es la habitación más grande que tenemos.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Κέρδισαν με τη μεγαλύτερη (or: μέγιστη) πλειοψηφία που έχει καταγραφεί. Αυτό είναι το πιο μεγάλο (or: μεγαλύτερο) δωμάτιό μας.

μεγαλώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Crecí en un pueblo en el sur de Inglaterra.
Μεγάλωσα σ' ένα χωριό στη Νότια Αγγλία.

παλιότερος

(αντικείμενο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Erika es mayor que yo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος εν ενεργεία πρωθυπουργός της χώρας.

ενήλικας

locución nominal común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Un mayor de edad es alguien que ha alcanzado la edad adulta.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ενήλικας είναι αυτός που έχει κλείσει τα 18 του χρόνια.

όλυρα

(Triticum spelta) (είδος σιτηρών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El pan está hecho con muchos tipos de granos, como escanda y lino.

κλοπή

(formal) (νομικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A sus dieciséis años, a John le habían acusado de varios latrocinios.

σταβλάρχης, σταυλάρχης, ιπποκόμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ηλικιωμένος άντρας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El anciano tardó en cruzar la calle.
Ο ηλικιωμένος άντρας περνούσε αργά τον δρόμο.

μαζορέτα

(voz francesa) (σε μπάντα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θεομηνία

(formal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La compañía de seguros se negó a pagar alegando que los daños fueron resultado de una fatalidad.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hay una demanda que supera suministros.

αυξανόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Mucha gente se enfrenta a deudas crecientes después de jubilarse. Una creciente evidencia muestra que la falta de sueño causa serios problemas médicos.

ολοένα αυξανόμενος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνεχώς αυξανόμενος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχολή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La universidad está dividida en diferentes facultades.

ο καλύτερος

¿Quién es el mejor cantante de ópera de todos los tiempos?
Ποια είναι η καλύτερη τραγουδίστρια όπερας όλων των εποχών;

καλύτερος

(ποιοτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta es la harina de mayor calidad que vas a encontrar para hacer pan.

με παίρνουν τα χρόνια

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi perro está ya mayor, pero sigue persiguiendo autos.
Τον σκύλο μου τον πήραν τα χρόνια, αλλά ακόμα κυνηγάει αυτοκίνητα.

ενήλικος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Cómo puedo ser mayor de edad para ir al ejército pero no para comprar una cerveza?

γέρος, πολύ γέρος, γερασμένος, πολύ γερασμένος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρκετά μεγάλος

locución adjetiva (edad)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Tienes sólo 15 años, no eres lo suficientemente mayor para tener tu propia tarjeta de crédito!

κορίτσι που μόλις ενηλικιώθηκε

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La primera vez que se acostaron ella era apenas mayor de edad.

που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογία

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όλο και περισσότερο, ολοένα και περισσότερο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
El corredor estaba cada vez más cansado mientras corría.
Ο δρομέας κουραζόταν ολοένα και περισσότερο όσο έτρεχε.

κυρίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Las nubes están formadas en gran parte de agua.
Τα σύννεφα αποτελούνται κυρίως από νερό.

oλοταχώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si todavía no le explicaste tu retraso al jefe, te sugiero que lo hagas a toda prisa o habrá problemas.

κατά μείζονα λόγο

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Si sabías que ibas a causar una discusión con mayor razón deberías haberte quedado callado.

σε γενικές γραμμές

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estoy de acuerdo contigo en la mayoría, pero aún tengo un problema con los tiempos del programa.
Συμφωνώ μαζί σου σε γενικές γραμμές, αλλά έχω ακόμη πρόβλημα με τον χρόνο του σχεδίου.

πολύ συχνά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότερο

(εμφατικός τύπος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Necesitas un buen par de botas para escalar, aún más ahora que es invierno.

ασυσκεύαστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las piezas se embarcarán a granel.
Τα κομμάτια θα μεταφερθούν χύμα.

λογιστικό βιβλίο

Ben apuntó la venta en el libro de contabilidad.
Ο Μπεν πέρασε την πώληση στο λογιστικό βιβλίο.

μαΐστρα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπροστινά έδρανα

(parlamento británico)

κύριος ιστός, μέγας ιστός

locución nominal masculina (κατάρτι)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αντιπτέραρχος

locución nominal masculina (της Βρετανικής αεροπορίας)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Johnson es Brigadier Mayor.

μεγάλο θήραμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La reserva ofrece la oportunidad de ver caza mayor, como leones y elefantes.

κλοπή μεγάλης αξίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μεγάλη γυναίκα

nombre femenino

Se viste como una señora mayor aunque todavía es muy joven.

μείζων χειρουργική επέμβαση

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Mi seguro médico cubre tanto una cirugía menor como una cirugía mayor. Se sometió a una cirugía mayor y estará en el hospital por al menos dos semanas.

μεσαίο δάχτυλο

El dedo corazón está entre el índice y el anular. Hacerle un corte de manga a alguien consiste en sacarle en mostrarle el dedo corazón con una cara de mala leche.

αγκύλη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κυνηγός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Una de las pasiones de Ernest Hemingway era ser cazador de caza mayor.

μεγάλη αδερφή

Mi hermana mayor es dos años mayor que yo.

μεγάλο δάχτυλο

(CL)

Es muy difícil caminar si te rompes el ortejo mayor.

μεγάλο όπλο για το κυνήγι ελεφάντων

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανωτέρα βία

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El seguro del envío por barco no cubre piratería y otras circunstancias de fuerza mayor.

αδελφότητα

locución nominal masculina (ES)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los colegios mayores son un fenómeno único de Norteamérica, creo.

υψηλότερη χρηματική προσφορά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aseguré la pintura en la subasta porque hice una puja mayor a la de los demás.

ηλικιωμένη κυρία/γυναίκα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jim ayudó a la señora mayor a cargar las pesadas bolsas de las compras hasta su casa.

ηιλικιωμένος

(eufemismo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Era bastante dinámica para ser una persona mayor.

ηλικιωμένη κυρία/γυναίκα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Todos los días veo a la misma señora mayor sentada en un banco del parque alimentando a las palomas.

Μεγάλη Άρκτος

nombre propio femenino (astronomía: constelación)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αρχιλοχίας

locución nominal común en cuanto al género (milicia)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El sargento mayor tenía fama de ser muy duro con sus hombres pero muy valiente en el campo de batalla.

σχολή θεολογίας

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μέγιστη ταχύτητα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El Ferrari alcanzó su mayor velocidad en la pista de pruebas.

Μεγάλη Άρκτος

nombre propio femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Identifiqué la Osa Mayor en el mapa de estrellas.

χονδρική πώληση

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El precio al por mayor es siempre mucho más bajo que el de venta al detalle.

γενικό καθολικό

nombre masculino (Contabilidad) (λογιστική)

Anotó todas las operaciones en el libro mayor.

κεντρική πλατεία

nombre femenino

Hubo una manifestación de agricultores en la plaza mayor.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mayor στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του mayor

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.