Τι σημαίνει το espírito στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης espírito στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του espírito στο πορτογαλικά.

Η λέξη espírito στο πορτογαλικά σημαίνει πνεύμα, αποφασιστικότητα, πνεύμα, πνεύμα, πνεύμα, διάθεση, πνεύμα, αλκοολούχο, οινοπνευματώδες, πνεύμα, ψυχική κατάσταση, υπερφυσικό ον, υπερφυσικό ον, διαβολάκι, δαιμόνιο, στενομυαλιά, στενοκεφαλιά, ομαδικό πνεύμα, αταραξία, αναλαμπή, έκλαμψη, δαίμονας, σατανάς, ανοιχτόμυαλος, προοδευτικός, αντιαθλητικός, πιστός στην ουσία, ελεύθερο πνεύμα, νοητικά καθυστερημένος, αποφασιστικότητα, ευγενής άμιλλα, εξυπνάδα, φάντασμα, στοιχειό, πνεύμα των καιρών, κριτική, ευγενής άμιλλα, έχω το κεφάλι μου ήσυχο, ελεύθερο πνεύμα, ευχάριστος χαρακτήρας, Άγιο Πνεύμα, Άγιο Πνεύμα, αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτηση, ανάπτυξη του ομαδικού πνεύματος, κακό πνεύμα, αγάπη για το σχολείο, αίσθηση περιπέτειας, πνεύμα του δέντρου, στενομυαλιά, αλόχα, τερατάκι, κακό πνεύμα/θεότητα που βρίσκεται σε λίμνες/ποτάμια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης espírito

πνεύμα

substantivo masculino (alma)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Somente nos filmes você consegue ver o espírito das pessoas deixando o corpo.
Μόνο στις ταινίες βλέπεις τη ψυχή κάποιου να βγαίνει απ' το σώμα του.

αποφασιστικότητα

substantivo masculino (entusiasmo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quando você soube tudo o que aquela empresária teve que superar para alcançar o sucesso, você precisou admirar o espírito dela.
Όταν μάθαινες τι εμπόδια χρειάστηκε να ξεπεράσει η επιχειρηματίας για να πετύχει δεν μπορούσες παρά να θαυμάσεις την αποφασιστικότητά της.

πνεύμα

substantivo masculino (natureza do momento histórico)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O espírito da revolução estava no ar.

πνεύμα

(significado real, sentido)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
As ações do presidente eram legais, mas foram contra o espírito da lei.

πνεύμα

substantivo masculino (essência)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Às vezes, é melhor obedecer o caráter, em vez da letra da lei.
Μερικές φορές είναι καλύτερα να υπακούς στο πνεύμα και όχι στο γράμμα του νόμου.

διάθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele estava de bom humor depois de passar nos testes.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν έχω κέφι για σινεμά απόψε.

πνεύμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eles dizem que a casa é assombrada pelo fantasma da menina morta.
Λένε πως το σπίτι είναι στοιχειωμένο από το πνεύμα του νεκρού κοριτσιού.

αλκοολούχο, οινοπνευματώδες

(formal) (μεγάλη περιεκτικότητα σε αλκοόλ)

Os destilados são taxados mais pesadamente do que a cerveja ou o vinho em muitos estados dos EUA.
Τα βαριά αλκοολούχα (or: οινοπνευματώδη) φορολογούνται περισσότερο από την μπίρα ή το κρασί σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ.

πνεύμα

substantivo masculino (espirituoso)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ψυχική κατάσταση

υπερφυσικό ον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπερφυσικό ον

(espírito, fantasma)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διαβολάκι, δαιμόνιο

(μικρός δαίμονας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στενομυαλιά, στενοκεφαλιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ομαδικό πνεύμα

αταραξία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναλαμπή, έκλαμψη

(fig.) (μτφ: σπίθα ευφυϊας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δαίμονας, σατανάς

(BRA) (πνεύμα του κακού)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ανοιχτόμυαλος, προοδευτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αντιαθλητικός

(αθλητισμός: χωρίς άμιλλα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πιστός στην ουσία

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελεύθερο πνεύμα

locução adjetiva (independente)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

νοητικά καθυστερημένος

adjetivo (datado: burro)

αποφασιστικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ευγενής άμιλλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξυπνάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φάντασμα, στοιχειό

(espírito barulhento)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πνεύμα των καιρών

(ηθικό, πολιτικό κλπ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κριτική

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ευγενής άμιλλα

É de bom espírito esportivo chutar a bola para fora quando um jogador adversário se machuca.

έχω το κεφάλι μου ήσυχο

substantivo feminino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελεύθερο πνεύμα

locução adjetiva (dissidente, rebelde)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ευχάριστος χαρακτήρας

locução adjetiva

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Άγιο Πνεύμα

substantivo próprio

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Άγιο Πνεύμα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτηση

(compostura, clareza de pensamento)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Οι πυροσβέστες πρέπει να έχουν αυτοκυριαρχία όταν αντιμετωπίζουν επικίνδυνες καταστάσεις.

ανάπτυξη του ομαδικού πνεύματος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κακό πνεύμα

αγάπη για το σχολείο

(στο οποίο φοιτά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αίσθηση περιπέτειας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πνεύμα του δέντρου

(folclore: ser sobrenatural)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στενομυαλιά

(informal: intolerância)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλόχα

(espírito havaiano de amizade) (χαβανέζικη φιλοξενία)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τερατάκι

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κακό πνεύμα/θεότητα που βρίσκεται σε λίμνες/ποτάμια

(Escócia: criatura mítica)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του espírito στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.