Τι σημαίνει το homem στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης homem στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του homem στο πορτογαλικά.

Η λέξη homem στο πορτογαλικά σημαίνει άντρας, άνδρας, άντρας, άνδρας, άνθρωπος, άνθρωπος, άντρας, άνδρας, παίχτης, παίκτης, άντρας, άνδρας, άντρας, άνδρας, άντρας, άνδρας, άντρας, άνδρας, άντρας, τύπος, άντρας, τύπος, άνθρωπος, επιχειρηματίας, κοινός πολίτης, βατραχάνθρωπος, σωματαράς, μπρατσαράς, σόουμαν, Σούπερμαν, Superman, πιθηκάνθρωπος, βομβιστής αυτοκτονίας, βομβίστρια αυτοκτονίας, εργατοημέρα, ανθρωποώρα, εργατοώρα, σούπερμαν, κούκλος, κούκλα, υπεράνθρωπος, ανθρωπόμορφος, amab, σαν άντρας, άνθρωπος στη θάλασσα, άνθρωπος των σπηλαίων, ελεύθερος πολίτης, επιχειρηματίας, ακρίτας, ακρίτισσα, μέλος επιτροπής, αστυνομικός με πολιτική περιβολή, αστυνομικός με πολιτικά ρούχα, κοινός θνητός, κοινή θνητή, νεκρός, πεθαμένος, ενήλικας, λιγομίλητος, λακωνικός, κπ που κρατάει το λόγο του, ο άντρας του σπιτιού, Χιονάνθρωπος των Ιμαλαΐων, αποτρόπαιος χιονάνθρωπος των Ιμαλαΐων, τυφλός, ελεύθερος άνθρωπος, καλός άνθρωπος, μεγάλος άνδρας, πνευματικός, ιερωμένος, μικρόσωμος άντρας, κοντούλης, επικεφαλής, ο μέσος άνθρωπος, άνθρωπος των πράξεων, θαρραλέος άνθρωπος, γενναίος άνθρωπος, ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα, ιερωμένος, κληρικός, άνθρωπος των γραμμάτων, σοφός άνθρωπος, παντρεμένος, ώριμος άνδρας, ώριμος άντρας, ο σύγχρονος άνθρωπος, άπορος, προϊστορικός άνθρωπος, ελεύθερος άντρας, εργένης, δυνατός άντρας, οικογενειάρχης, Λουλού, σκληραγωγημένος, ο καθένας, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, Κουταλιανός, αγόρι, αυτός που κάνει mansplaining, αυτός που κάθεται με τα πόδια ανοιχτά, άνθρωπος των σπηλαίων, πλύντης, σαν άντρας, πέφτουλας, εξωγήινος, που ζει στο δάσος, που έχει σαντρέ μαλλιά, που έχει σκούρα ξανθά μαλλιά, γαμπρός, ετεροφυλόφιλος, μονογαμικός, κόμματος, μαύρος άνδρας, ανώριμος άντρας, ανθρώπινος, μουσάτος, ασυνόδευτος άνδρας, Σατανάς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης homem

άντρας, άνδρας

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O nome é Chris? É um homem ou uma mulher?
Ονομάζεται Κρις; Άντρας είναι ή γυναίκα;

άντρας, άνδρας

substantivo masculino (pessoa) (αρσενικός ενήλικας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Foi aquele homem ali que roubou minha bolsa.
Αυτός εκεί ο άντρας (or: τύπος) είναι που μου έκλεψε το πορτοφόλι.

άνθρωπος

substantivo masculino (figurado: humanidade)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Será que o homem está destinado a cometer os erros do passado?
Είναι ο άνθρωπος καταδικασμένος να επαναλαμβάνει τα λάθη του παρελθόντος;

άνθρωπος

substantivo masculino (homo sapiens)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Algumas pessoas continuam negar que homens e macacos são aparentados.
Ορισμένοι ακόμα αρνούνται ότι ο πίθηκος και ο άνθρωπος συγγενεύουν.

άντρας, άνδρας

substantivo masculino (esposo, amante, namorado) (κυριολεκτικά: σύζυγος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O homem dela trocou a lâmpada.
Ο άντρας της της έφτιαξε τη λάμπα.

παίχτης, παίκτης

substantivo masculino (esporte: jogador)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Um homem da defesa vem para frente para tentar marcar.
Ένας παίκτης της άμυνας προωθείται για να προσπαθήσει να σκοράρει.

άντρας, άνδρας

substantivo masculino (qualidades masculinas) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Olha os músculos dele! Ele é um baita homem!
Κοίτα τους μύες του! Είναι πολύ άντρας (or: αρσενικό)!

άντρας, άνδρας

substantivo masculino (amante) (κυριολεκτικά: σύζυγος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Você tem namorado ou ainda está sozinha?
Βρήκες άντρα ή είσαι ακόμα μόνη σου;

άντρας, άνδρας

(subordinado)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tenho três empregados trabalhando no projeto.
Έχω τρεις άντρες που δουλεύουν στο έργο.

άντρας, άνδρας

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A polícia recebeu um alerta sobre dois homens brigando.
Η αστυνομία έλαβε μια αναφορά για καυγά δύο ανδρών.

άντρας

substantivo masculino (EUA, gíria)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τύπος

substantivo feminino (informal, arcaico)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άντρας

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Todos os homens estão sendo recrutados pelo exército.

τύπος

(BRA, gíria)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άνθρωπος

(homo sapiens)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Os primeiros seres humanos viviam na África.
Οι πρώτοι άνθρωποι έζησαν στην Αφρική.

επιχειρηματίας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Empresários locais foram convidados a inspecionar os escritórios novos.
Επιχειρηματίες της περιοχής προσκλήθηκαν να επιθεωρήσουν τα νέα γραφεία.

κοινός πολίτης

(INGL, sem título)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βατραχάνθρωπος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σωματαράς, μπρατσαράς

(gir., homem atraente e musculoso) (καθομιλουμένη: για ανδρα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σόουμαν

substantivo masculino (artista)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Σούπερμαν, Superman

substantivo próprio (herói de quadrinhos)

πιθηκάνθρωπος

substantivo masculino (ancestral humano semelhante ao macaco)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βομβιστής αυτοκτονίας, βομβίστρια αυτοκτονίας

substantivo masculino

εργατοημέρα

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανθρωποώρα, εργατοώρα

substantivo masculino (medida de trabalho realizado em uma hora)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σούπερμαν

substantivo masculino (personagem de quadrinhos) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κούκλος, κούκλα

(figurativo, gíria) (πολύ όμορφος/η)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

υπεράνθρωπος

substantivo masculino (filosofia)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ανθρωπόμορφος

locução adjetiva (στην όψη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

amab

locução adjetiva

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σαν άντρας

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

άνθρωπος στη θάλασσα

expressão (alerta para pessoa caída do barco) (έκκληση βοήθειας)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άνθρωπος των σπηλαίων

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ελεύθερος πολίτης

επιχειρηματίας

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

ακρίτας, ακρίτισσα

(κοντά στα σύνορα)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

μέλος επιτροπής

(άντρας)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αστυνομικός με πολιτική περιβολή, αστυνομικός με πολιτικά ρούχα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κοινός θνητός, κοινή θνητή

(μεταφορικά)

νεκρός, πεθαμένος

(figurado, gíria) (άτομο που πιθανότατα θα πεθάνει)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ενήλικας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A história dele era tão triste que podia fazer até um homem feito chorar.

λιγομίλητος, λακωνικός

expressão

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κπ που κρατάει το λόγο του

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ο άντρας του σπιτιού

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Χιονάνθρωπος των Ιμαλαΐων, αποτρόπαιος χιονάνθρωπος των Ιμαλαΐων

(κρυπτοζωολογία)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
O abominável homem das neves e o pé-grande são duas de muitas criaturas míticas que as pessoas afirmam já terem visto.
Το Θιβετιανό γέτι και ο Μεγαλοπόδαρος είναι δύο από τα πολλά μυθικά θηρία τα οποία ορισμένοι ισχυρίζονται ότι έχουν δει.

τυφλός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ελεύθερος άνθρωπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καλός άνθρωπος

(homem honesto ou benévolo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεγάλος άνδρας

(homem eminente, influente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πνευματικός, ιερωμένος

(sacerdote, padre)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μικρόσωμος άντρας, κοντούλης

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επικεφαλής

(figurativo - diretor, chefe)

(επίρρημα σε θέση ουσιαστικού: Επίρρημα που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. θα έρθω με τον έτσι μου κλπ.)

ο μέσος άνθρωπος

(figurativo - homem comum)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άνθρωπος των πράξεων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θαρραλέος άνθρωπος, γενναίος άνθρωπος

(pessoa corajosa)

ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα

(pessoa inteligente, ilustre)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

ιερωμένος, κληρικός

(padre, sacerdote)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άνθρωπος των γραμμάτων

(pessoa educada)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

σοφός άνθρωπος

(pessoa inteligente, ilustre)

παντρεμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ώριμος άνδρας, ώριμος άντρας

(homem de meia-idade) (μεταφορικά)

ο σύγχρονος άνθρωπος

(homo sapiens)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άπορος

(homem que tem pouco dinheiro)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προϊστορικός άνθρωπος

(evolução: humano primitivo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ελεύθερος άντρας, εργένης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δυνατός άντρας

(homem que é fisicamente forte)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

οικογενειάρχης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Λουλού

(ofensivo) (υβριστικό, καθομιλουμένη)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)

σκληραγωγημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ο καθένας

(pessoa normal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

expressão

Κουταλιανός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγόρι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αυτός που κάνει mansplaining

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αυτός που κάθεται με τα πόδια ανοιχτά

substantivo masculino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

άνθρωπος των σπηλαίων

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πλύντης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σαν άντρας

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πέφτουλας

(gíria) (αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εξωγήινος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

που ζει στο δάσος

(informal) (συνήθως νομάς)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει σαντρέ μαλλιά, που έχει σκούρα ξανθά μαλλιά

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γαμπρός

expressão (σε πάρτι μπάτσελορ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ετεροφυλόφιλος

μονογαμικός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κόμματος

(αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαύρος άνδρας

substantivo masculino

ανώριμος άντρας

ανθρώπινος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μουσάτος

ασυνόδευτος άνδρας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Σατανάς

(figurado, ofensivo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του homem στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του homem

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.