Τι σημαίνει το esquiver στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης esquiver στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του esquiver στο Γαλλικά.

Η λέξη esquiver στο Γαλλικά σημαίνει ξεγλιστράω, ξεφεύγω, αποφεύγω, αποφεύγω, αποφεύγω, κάνω ελιγμούς, κάνω σλάλομ, αποφεύγω, ξεφεύγω από το να κάνω κτ, ξεγλιστρώ από κτ, αντιπαρέρχομαι, παραβλέπω, αποφεύγω, φεύγω στα κρυφά, ξεγλιστράω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης esquiver

ξεγλιστράω, ξεφεύγω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il essayait souvent d'esquiver les réunions de motivation de son patron.
Πολύ συχνά προσπαθούσε να ξεφύγει από τις συναντήσεις ενθάρρυνσης που οργάνωνε το αφεντικό του.

αποφεύγω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποφεύγω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le joueur a esquivé ses adversaires et a marqué.

αποφεύγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Manny est encore en train de fuir ses devoirs professionnels.

κάνω ελιγμούς, κάνω σλάλομ

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La voiture avançait à vive allure sur la route embouteillée en évitant les autres voitures.

αποφεύγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les joueurs ont dû éviter le jet de divers volatiles en quittant le terrain.
Οι παίκτες έπρεπε να αποφύγουν τη βροχή από διάφορα αντικείμενα καθώς έφευγαν απ' το γήπεδο.

ξεφεύγω από το να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεγλιστρώ από κτ

(une tâche,...) (μτφ: αποφεύγω)

Ως συνήθως, ο Σάιμον κατάφερε να γλιτώσει την πρωινή σύσκεψη.

αντιπαρέρχομαι, παραβλέπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marie a éludé (or: esquivé) avec désinvolture les sujets de discussion qu'Éric tenait le plus à aborder.
Η Μαίρη παρέβλεψε με πονηριά το θέμα, το οποίο ο Έρικ ήθελε περισσότερο να συζητήσει.

αποφεύγω

(une responsabilité)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle s'est dérobée à son rendez-vous et est allée au cinéma à la place.
Απέφυγε (or: παράτησε) το ραντεβού της και αντ' αυτού πήγε στον κινηματογράφο.

φεύγω στα κρυφά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle a attendu que personne ne regarde pour s'éclipser discrètement par la porte de derrière.
Περίμενε μέχρι που δεν κοίταζε κανείς και ξεγλίστρησε αθόρυβα από την πίσω πόρτα.

ξεγλιστράω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il s'éclipsa de la réunion et rentra chez lui.
Έφυγε κρυφά από την συνάντηση και πήγε σπίτι του.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του esquiver στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.