Τι σημαίνει το esprit στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης esprit στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του esprit στο Γαλλικά.

Η λέξη esprit στο Γαλλικά σημαίνει μυαλό, πνεύμα, έξυπνο χιούμορ, πνεύμα, πνεύμα, πνεύμα, μυαλό, μυαλό, μυαλό, πνεύμα, πνεύμα, λογικά, πνεύμα, εξυπνάδα, υπερφυσικό ον, νους, διάλογος, νοοτροπία, πνευματική υγεία, ψυχολογία, φάντασμα, σύνεση, φρονιμάδα, σπίρτο, δίκαιος, ανοιχτόμυαλος, στάση, διάβολος, διάολος, δαίμονας, εγχείρημα, ευγενής άμιλλα, εξυπνάδα, οξυδέρκεια, εμπορευματοποίηση, εμποροκρατία, στράτευση, αφοσίωση στη φυλή, ευγενής άμιλλα, Άγιο Πνεύμα, Άγιο Πνεύμα, που βρίσκεται στην αρχή, ρηχότητα, έξυπνα, κενό, ανταγωνιστικός, ρηξικέλευθος, πρωτοπόρος, καινοτόμος, που τα πιάνει γρήγορα, σώφρων, σώφρονας, νοήμων, νοήμονας, εριστικός, αντιδραστικός, πρωτοποριακός, ρηξικέλευθος, μη επικριτικός, ελιτίστικος, ανοιχτόμυαλος, με κοινωνική συνείδηση, που είναι στα συγκαλά σου, που έχει τα μυαλά στο κεφάλι του, μη έχων σώας τας φρένας, πιστός στην ουσία, στενόμυαλος, ελεύθερο πνεύμα, εύστροφος, πολεμοχαρής, που έχει την ίδια νοοτροπία με κάποιον άλλο, που δεν έχει σώας τας φρένας, που έχει σώας τας φρένας, ανιδιοτελής, στενόμυαλος, που σκέφτεται με συγκεκριμένο τρόπο, στο ίδιο πνεύμα, στο ίδιο ύφος, -, έχοντας αυτό κατά νου, φάντασμα, στοιχειό, ευφυολόγημα, ετοιμολογία, επιχειρηματικότητα, ειδωλολατρεία, συντηρητισμός, στενομυαλιά, στενοκεφαλιά, πολυμαθής, επαρχιωτισμός, πνευματώδης, δυστροπία, ανυπακοή, απειθαρχία, έχω το κεφάλι μου ήσυχο, γρήγορη σκέψη, ευστροφία, διαύγεια πνεύματος, το να έχεις κοινωνική συνείδηση, στενομυαλιά, κριτική σκέψη, ομαδικό πνεύμα, λογική, οξύνοια, ανήσυχο πνεύμα, αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης esprit

μυαλό

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'esprit perçoit ce que les yeux ne peuvent voir.
Ο νους αντιλαμβάνεται πράγματα που τα μάτια δεν βλέπουν.

πνεύμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il n'y a que dans les films où l'on peut voir l'esprit de quelqu'un quitter son corps.
Μόνο στις ταινίες βλέπεις τη ψυχή κάποιου να βγαίνει απ' το σώμα του.

έξυπνο χιούμορ

nom masculin

Les gens aiment cet humoriste parce qu'il a de l'esprit.
Στον κόσμο αρέσει αυτό το κόμικ λόγω του έξυπνου χιούμορ του.

πνεύμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La réunion s'est faite dans un esprit négatif, du début à la fin.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μερικές φορές είναι καλύτερα να υπακούς στο πνεύμα και όχι στο γράμμα του νόμου.

πνεύμα

nom masculin (fantôme)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ils disent que la maison est hantée par l'esprit de la jeune fille.
Λένε πως το σπίτι είναι στοιχειωμένο από το πνεύμα του νεκρού κοριτσιού.

πνεύμα, μυαλό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En vieillissant, l'esprit désire encore, mais le corps ne suit plus.
Στα γεράματα, συχνά το πνεύμα (or: το μυαλό) θέλει, αλλά το σώμα δεν μπορεί.

μυαλό

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il a un esprit rapide.
Έχει γρήγορη σκέψη.

μυαλό

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πού έχεις το μυαλό σου;

πνεύμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'esprit de révolution était palpable.

πνεύμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les activités du président étaient légales mais allaient à l'encontre de l'esprit de la loi.

λογικά

(santé mentale) (πνευματική υγεία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Il a dû perdre la tête.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η αγκαλιά σου, μάγισσα, το νου μου έχει πάρει.

πνεύμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εξυπνάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπερφυσικό ον

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aurais-tu peur des esprits ?

νους

(Philosophie)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les étudiants discutaient du concept de l'esprit (or: l'intellect) dans le néo-platonisme.

διάλογος

(εύστροφος, πνευματώδης)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

νοοτροπία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πνευματική υγεία

(santé mentale)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Il a perdu la raison à l'âge de trente ans et a été admis dans un hôpital psychiatrique.
Έχασε τα λογικά του στην ηλικία των τριάντα και εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική.

ψυχολογία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φάντασμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tom pense avoir vu un fantôme dans sa chambre.
Ο Τομ νόμιζε πως είδε ένα φάντασμα στο υπνοδωμάτιό του.

σύνεση, φρονιμάδα

nom féminin (bon sens)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quand son fils est parti pour l'université, Catherine espérait qu'il aurait la présence d'esprit de ne pas côtoyer les mauvaises personnes.
Όταν ο γιος της έφυγε για το πανεπιστήμιο, η Κάθριν ήλπιζε ότι θα είχε το μυαλό να μην μπλέξει με λάθος ανθρώπους.

σπίρτο

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Η τηλεπαρουσιάστρια πήρε την δουλειά επειδή ήταν σπίρτο.

δίκαιος

(anglicisme)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανοιχτόμυαλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στάση

(mental)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle a une attitude positive au travail.
Έχει θετική στάση απέναντι στη δουλειά.

διάβολος, διάολος, δαίμονας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'enfer est censé être plein de diables.
Η κόλαση υποτίθεται πως είναι γεμάτη από διάβολους (or: δαίμονες).

εγχείρημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Η πρωτοβουλία του νεαρού στελέχους να αναλάβει το δύσκολο πρότζεκτ εντυπωσίασε το αφεντικό.

ευγενής άμιλλα

(anglicisme)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les enfants de l'équipe de foot ont appris l'importance du fair-play.

εξυπνάδα, οξυδέρκεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La candidate a impressionné le directeur de par sa perspicacité.

εμπορευματοποίηση, εμποροκρατία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στράτευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αφοσίωση στη φυλή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ευγενής άμιλλα

(anglicisme)

C'est fair-play de sortir le ballon quand un adversaire est blessé.

Άγιο Πνεύμα

(Religion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Άγιο Πνεύμα

nom masculin (Relig)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le Saint-Esprit est la troisième personne de la Trinité.

που βρίσκεται στην αρχή

(figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρηχότητα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έξυπνα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κενό

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L’enseignante a posé une question à l’adolescent, mais elle n’a eu que de la bêtise en retour.

ανταγωνιστικός

locution adjectivale (personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Grace a l'esprit de compétition et ne supporte pas de perdre.
Η Γκρέις είναι ανταγωνιστική και δεν της αρέσει να χάνει.

ρηξικέλευθος, πρωτοπόρος, καινοτόμος

(πρωτοποριακός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les directeurs entreprenants (or: dynamiques) ont couronné la société d'un grand succès.

που τα πιάνει γρήγορα

(ανεπίσημο, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σώφρων, σώφρονας, νοήμων, νοήμονας

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Son avocat soutient qu'il n'est pas sain d'esprit au point de pouvoir supporter le procès.

εριστικός, αντιδραστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mon frère est très ergoteur ; dès que je dis quelque chose, il faut qu'il dise le contraire.

πρωτοποριακός, ρηξικέλευθος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce jeune homme d'affaires entreprenant a fondé sa propre entreprise quand il avait 25 ans.

μη επικριτικός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελιτίστικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανοιχτόμυαλος

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quand on va dans un autre pays, il faut être ouvert d'esprit.
Προσπαθώ να έχω ανοιχτό μυαλό ανεξάρτητα από τη φυλή ή τη θρησκεία του καθενός.

με κοινωνική συνείδηση

locution adjectivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που είναι στα συγκαλά σου, που έχει τα μυαλά στο κεφάλι του

adjectif (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Une personne saine d'esprit ne conduirait jamais de moto sans porter de casque.

μη έχων σώας τας φρένας

adjectif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ses avocats plaident non coupable parce qu'il n'est pas sain d'esprit.

πιστός στην ουσία

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στενόμυαλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je ne suis pas étroite d'esprit au point de vouloir imposer mes préférences personnelles aux autres.
Δεν είμαι τόσο στενόμυαλος ώστε να επιβάλλω το προσωπικό μου γούστο στους άλλους.

ελεύθερο πνεύμα

adjectif

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

εύστροφος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cher ami, c'est agréable de parler avec quelqu'un d'aussi vif d'esprit !

πολεμοχαρής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il s'agit clairement d'un pays à l'esprit guerrier.

που έχει την ίδια νοοτροπία με κάποιον άλλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που δεν έχει σώας τας φρένας

adjectif (καθαρεύουσα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει σώας τας φρένας

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανιδιοτελής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στενόμυαλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που σκέφτεται με συγκεκριμένο τρόπο

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η Μάργκρετ έχει αναλυτική σκέψη και λάτρευε πάντα τα μαθηματικά.

στο ίδιο πνεύμα, στο ίδιο ύφος

(figuré)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Άρχισε να μιλάει για την πολιτική και συνέχισε στο ίδιο πνεύμα για δύο ολόκληρες ώρες. Η αίσθηση του χιούμορ μου είναι στο ίδιο πνεύμα (or: στο ίδιο ύφος) με το δικό σου: και οι δύο γελάμε με τα ίδια αστεία.

-

adverbe

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Gardez à l'esprit que l'examen de biologie a lieu demain et que vous devez réviser.
Να θυμάσαι ότι αύριο είναι το διαγώνισμα βιολογίας και ακόμα δεν έχεις διαβάσει.

έχοντας αυτό κατά νου

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φάντασμα, στοιχειό

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ευφυολόγημα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ετοιμολογία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'admire son esprit aiguisé.

επιχειρηματικότητα

(πρωτοβουλία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Monter une entreprise demande un esprit d'entreprise et une pensée analytique.

ειδωλολατρεία

(personnes) (είδος θρησκείας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συντηρητισμός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στενομυαλιά, στενοκεφαλιά

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολυμαθής

nom masculin

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επαρχιωτισμός

nom masculin (μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πνευματώδης

nom masculin

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δυστροπία, ανυπακοή, απειθαρχία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έχω το κεφάλι μου ήσυχο

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le fait d'avoir assuré leur maison leur a donné plus de tranquillité d'esprit et de sécurité.

γρήγορη σκέψη

nom féminin

Grâce à sa présence d'esprit, nous avons évité l'accident.

ευστροφία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il n'est pas seulement intelligent, il a aussi l'esprit vif.

διαύγεια πνεύματος

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Tout ce que nous pouvons espérer en vieillissant, c'est d'avoir un esprit sain dans un corps sain.

το να έχεις κοινωνική συνείδηση

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'esprit civique de la population se mesure en temps de crise.

στενομυαλιά

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Son esprit fermé l'empêche d'y réfléchir.

κριτική σκέψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
De nos jours, les enseignants essayent d'encourager l'esprit critique (or: l'analyse critique) chez leurs élèves.

ομαδικό πνεύμα

λογική, οξύνοια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανήσυχο πνεύμα

nom masculin (μεταφορικά)

αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτηση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les sapeurs-pompiers doivent faire preuve d'une grande présence d'esprit lorsqu'ils font face à des situations dangereuses. Tout le monde n'a pas la présence d'esprit nécessaire à la compréhension de notions abstraites et complexes.
Οι πυροσβέστες πρέπει να έχουν αυτοκυριαρχία όταν αντιμετωπίζουν επικίνδυνες καταστάσεις.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του esprit στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του esprit

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.