Τι σημαίνει το espoir στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης espoir στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του espoir στο Γαλλικά.

Η λέξη espoir στο Γαλλικά σημαίνει ελπίδα, ελπίδα, ελπίδα, ελπίδα, αναμονή, προσμονή, προσδοκία, αυταπάτη, ελπίζοντας πως, με την ελπίδα πως, αισιόδοξος, γεμάτος αισιοδοξία, που επιθυμεί, χωρίς ελπίδα, στοχεύονται να κάνω κτ, θέλοντας να κάνω κτ, αχτίδα ελπίδας, ακτίνα ελπίδας, αχτίδα ελπίδας, ακτίνα ελπίδας, μάταιη ελπίδα, φρούδα ελπίδα, μικρή πιθανότητα, ελάχιστη πιθανότητα, χωρίς ελπίδα, κάποια ελπίδα/αισιοδοξία, μόνη ελπίδα, μοναδική ελπίδα, μικρή πιθανότητα, ελάχιστη πιθανότητα, ένδειξη ελπίδας, απελπίζομαι, τρέφω ελπίδες για κτ, δεν χάνω τις ελπίδες μου, χάνω τις ελπίδες μου, εγκαταλείπω κάθε ελπίδα, απελπιστικός, απελπισμένος, αβοήθητος, ελπίζω να κάνω κτ, ίχνος, παραιτούμαι, που ελπίζει, που αισιοδοξεί, χάνω κάθε ελπίδα να κάνω κτ, χάνω τις ελπίδες μου για κπ/κτ, με αισιοδοξία, αναμενόμενα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης espoir

ελπίδα

(επιθυμία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il est plein d'espoir pour l'avenir.
Τρέφει μεγάλες ελπίδες για το μέλλον.

ελπίδα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle a bon espoir d'obtenir le poste.

ελπίδα

nom masculin (personne, chose)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tu es notre seul espoir !

ελπίδα

nom masculin (Sport) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le dernier espoir recruté dans l'équipe est un buteur italien de 20 ans.
Το τελευταίο πολλά υποσχόμενο απόκτημα της ομάδας, είναι ένας εικοσάχρονος Ιταλός επιθετικός.

αναμονή, προσμονή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Après avoir lu que leur rock star préférée visiterait leur ville, les adolescentes ont passé la semaine entière dans l'attente.
Αφότου διάβασαν πως ο αγαπημένος τους ροκ σταρ θα επισκεπτόταν την πόλη τους, οι έφηβες πέρασαν την εβδομάδα σε κατάσταση προσμονής.

προσδοκία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le patron confia cette tâche à Helen dans l'attente d'un résultat concluant.
Το αφεντικό έδωσε στην Έλεν τη δουλειά με την προσδοκία πως θα την έκανε σωστά.

αυταπάτη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ελπίζοντας πως, με την ελπίδα πως

locution conjonction

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je vous écris dans l'espoir que vous puissiez me proposer un travail.

αισιόδοξος, γεμάτος αισιοδοξία

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που επιθυμεί

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les visages pleins d'espoir des enfants ont fait fondre le cœur de leur oncle, qui leur a acheté des glaces.

χωρίς ελπίδα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στοχεύονται να κάνω κτ, θέλοντας να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle a mis ses plus beaux vêtements dans l'espoir qu'il la remarque.

αχτίδα ελπίδας, ακτίνα ελπίδας

nom féminin (μεταφορικά, λόγιος)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Tout n'est pas perdu, il reste une petite lueur d'espoir.

αχτίδα ελπίδας, ακτίνα ελπίδας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Il y eut une lueur d'espoir pour l'économie quand la bourse remonta.

μάταιη ελπίδα, φρούδα ελπίδα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ses parents ont encore un faible espoir qu'elle soit encore en vie.

μικρή πιθανότητα, ελάχιστη πιθανότητα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
D'après les médecins, il est dans le coma et a peu d'espoir d'en sortir.
Η πιθανότητα να βγάλει τόσο μεγάλο ταξίδι το παλιό μας αυτοκίνητο είναι ελάχιστη. Οι γιατροί λένε πως είναι σε κώμα και έχει μικρές πιθανότητες να ανακάμψει.

χωρίς ελπίδα

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάποια ελπίδα/αισιοδοξία

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μόνη ελπίδα, μοναδική ελπίδα

nom masculin

Nous n'avons pas d'autre choix ; c'est notre seul espoir.

μικρή πιθανότητα, ελάχιστη πιθανότητα

nom masculin

ένδειξη ελπίδας

nom féminin (figuré)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

απελπίζομαι

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand on cherche un emploi, la clé est de ne pas perdre espoir.

τρέφω ελπίδες για κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La police n'a pas bon espoir d'attraper les coupables.

δεν χάνω τις ελπίδες μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous ne savons pas si ou quand elle rentrera à la maison. Tout ce que nous pouvons faire, c'est continuer d'espérer (or: garder espoir).

χάνω τις ελπίδες μου, εγκαταλείπω κάθε ελπίδα

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απελπιστικός, απελπισμένος, αβοήθητος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελπίζω να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Smith, le champion en titre, avait bon espoir de gagner la course aujourd'hui.
Ο Σμιθ, ο τωρινός πρωταθλητής, ελπίζει να κερδίσει τον σημερινό αγώνα.

ίχνος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Η αστυνομία ήταν σίγουρη πως η Πώλα ήταν ένοχη, αλλά δεν βρήκαν ίχνος στοιχείων εναντίον της.

παραιτούμαι

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'équipe n'a jamais perdu tout espoir de gagner.

που ελπίζει, που αισιοδοξεί

(ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Holly avait bon espoir que cette année soit meilleure que la dernière.
Η Χόλυ ήλπιζε ότι φέτος θα είναι μια καλύτερη χρονιά από την προηγούμενη.

χάνω κάθε ελπίδα να κάνω κτ

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le couple avait perdu (or: abandonné) tout espoir d'avoir un enfant.

χάνω τις ελπίδες μου για κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Brian avait quitté l'école et ne voulait pas travailler ; ses parents commençaient à désespérer.
Ο Μπράϊαν εγκατέλειψε το σχολείο και αρνιόταν να βρει δουλειά· οι γονείς του άρχισαν να απελπίζονται μαζί του.

με αισιοδοξία

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il gratta le ticket avec espoir.
'Εξυσε το λαχνό με μεγάλη αισιοδοξία.

αναμενόμενα

(attendre,...)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του espoir στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του espoir

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.