Τι σημαίνει το fácil στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fácil στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fácil στο πορτογαλικά.
Η λέξη fácil στο πορτογαλικά σημαίνει εύκολος, υποχωρητικός, εύκολος, άνετος, πανεύκολος, εύκολος, ομαλός, φιλικός, εύκολος, άκοπος, εύκολος, εύκολος, ελευθέρων ηθών, εύκολος, απλός, εύκολη, παιχνίδι, παιχνιδάκι, απλός, ξεκάθαρος, χωρίς κόπο, που δε θέλει κόπο, απρόσκοπτος, πανεύκολος, πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις, πανεύκολος, προσηνής, καταδεκτικός, φιλικός, εύληπτος, ευκολονόητος, κατανοητός, δύσκολος, εύκολος στην χρήση, ευκολότερος, εύκολος στη χρήση, χωρίς κούμπωμα, όλα πήγαν καλά/ρολόι, είναι παιχνιδάκι, δεν είναι εύκολο, Εύκολο να το λες., εύκολο μάθημα, περίπατος, εύκολος στόχος, ξεκάθαρος, εύκολος στόχος, εύκολο χρήμα, εύκολη νίκη, εύκολη λεία, εύκολο θύμα, εύκολος στόχος, στόχος, εύκολη ζωή, ομαλό ξεκίνημα, εύκολο, ευκολάκι, κάνω σκληρό παζάρι, ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα, εύκολος στόχος, παιχνιδάκι, που πεθαίνει για κτ, που τρελαίνεται για κτ, ρούχο ή παπούτσι χωρίς κούμπωμα, πιο καλός, πιο επιδέξιος, παιχνιδάκι, που δεν απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fácil
εύκολος(figurado: sexualmente) (καθομ: χαλαρής ηθικής) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Os boatos diziam que ela era fácil. Υπήρχαν φήμες ότι ήταν εύκολη. |
υποχωρητικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ele foi fácil e não fez objeção a nada. Ήταν άβουλος και δεν έφερνε αντίρρηση σε τίποτα. |
εύκολοςadjetivo (όχι δύσκολος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Corrigir a ortografia foi um trabalho fácil. Η διόρθωση των ορθογραφικών λαθών ήταν εύκολη υπόθεση. |
άνετος(financeiramente) (οικονομικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sim, temos uma vida confortável aqui. Ναι, έχουμε μια άνετη ζωή εδώ. |
πανεύκολοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εύκολος, ομαλόςadjetivo (figurado, sem obstáculos) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O caminho de ninguém na vida é completamente fácil Κανενός η διαδρομή στη ζωή δεν είναι τελείως εύκολη (or: ομαλή). |
φιλικός(μεταφορικά: στο χρήστη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Esse jogo não é muito fácil para adultos. Meu filho joga, mas eu não entendo como funciona. Αυτό το ηλεκτρονικό παιχνίδι δεν είναι πολύ φιλικό προς τους ενήλικες. Ο γιος μου μπορεί και το παίζει αλλά εγώ δεν καταλαβαίνω πως λειτουργεί! |
εύκολος, άκοπος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A vitória do nosso time na noite passada foi fácil. Sei que foi merecida. Η χθεσινοβραδινή νίκη της ομάδας μας ήταν εύκολη (or: άκοπη). Ξέρω ότι δεν την αξίζαμε. |
εύκολοςadjetivo (καθομ, μειωτικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fique longe dela - todo mundo diz que ela é fácil. Μείνε μακριά της - όλοι λένε ότι είναι εξώλης και προώλης. |
εύκολοςadjetivo (trabalho) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Demos ao novo funcionário uma tarefa fácil como primeira atividade. |
ελευθέρων ηθώνadjetivo (informal: promíscuo) (λόγιος, καθομιλουμένη) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Chamavam aquela jovem de fácil, mas, até onde se sabe, ela só estava se divertindo. Ο κόσμος αποκαλούσε τη νεαρή κοπέλα «ελευθέρων ηθών», αλλά εκείνη θεωρούσε ότι απλά περνάει καλά. |
εύκολος, απλός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A entrevista foi uma tarefa fácil para Helen porque ela já conhecia o entrevistado. |
εύκοληadjetivo (mulher promíscua) (μειωτικό) |
παιχνίδι, παιχνιδάκι(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Encontrar lugar para estacionar foi moleza. |
απλός, ξεκάθαρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Bem, o trabalho parece simples. Não acho que terei problemas. Λοιπόν, η δουλειά φαίνεται απλή. Δεν νομίζω ότι θα έχω προβλήματα. |
χωρίς κόπο(figurado) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) O sucesso corporativo não sai barato. Η επιτυχία μιας εταιρείας δεν έρχεται με το τίποτα. |
που δε θέλει κόπο(fácil) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απρόσκοπτος(não problemático) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πανεύκολος(literal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις(δύσκολο στην εφαρμογή) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πανεύκολος(informal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προσηνής, καταδεκτικός, φιλικός(amigável) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) João é um cara amigável e fácil de se relacionar. |
εύληπτος, ευκολονόητος, κατανοητός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δύσκολος(difícil) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εύκολος στην χρήση
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευκολότεροςlocução adjetiva (comparativo) (συγκριτικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Seria mais fácil resolver aquele problema matemático se você usasse uma calculadora. Θα ήταν ευκολότερο να λύσεις αυτό το πρόβλημα στα μαθηματικά, αν χρησιμοποιούσες κομπιουτεράκι. |
εύκολος στη χρήσηlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χωρίς κούμπωμα(κατά περίπτωση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όλα πήγαν καλά/ρολόι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είναι παιχνιδάκιexpressão (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν είναι εύκολοexpressão verbal (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Εύκολο να το λες.expressão (é mais fácil falar do que fazer) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εύκολο μάθημα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο Τζιμ ήταν τόσο απασχολημένος με τα σπορ που αποφάσισε αυτό το τρίμηνο να πάρει κάμποσα εύκολα μαθήματα. |
περίπατος(μτφ: εύκολη νίκη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εύκολος στόχος(sentido figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ξεκάθαρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εύκολος στόχοςsubstantivo masculino (pessoa facilmente vitimada) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εύκολο χρήμα(informal - renda ganha com pouco esforço) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εύκολη νίκη(sem esforço) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εύκολη λεία, εύκολο θύμα, εύκολος στόχος(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στόχος(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εύκολη ζωήsubstantivo feminino |
ομαλό ξεκίνημα(início fácil e sem problemas) |
εύκολοexpressão |
ευκολάκι(escola) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κάνω σκληρό παζάριexpressão (numa negociação) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματαexpressão (informal) (για χρήματα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εύκολος στόχος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παιχνιδάκι(BRA, gíria) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A prova de ortografia foi mamão com açúcar; acertei todas as respostas. Το τεστ ορθογραφίας ήταν παιχνιδάκι· όλες μου οι απαντήσεις ήταν σωστές! |
που πεθαίνει για κτ, που τρελαίνεται για κτ(figurado, informal) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Amanda é vidrada em uma história de sorte. Η Αμάντα τρελαίνεται για μελοδραματικές ιστορίες. |
ρούχο ή παπούτσι χωρίς κούμπωμα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πιο καλός, πιο επιδέξιοςlocução adjetiva (σύγκριση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παιχνιδάκι(μεταφορικά, καθομ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
που δεν απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα(tecidos) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fácil στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του fácil
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.