Τι σημαίνει το terra στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης terra στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του terra στο πορτογαλικά.

Η λέξη terra στο πορτογαλικά σημαίνει Γη, γη, γη, στεριά, ξηρά, γη, χώμα, στεριά, γη, γη, γη, τόπος, χώρα, γείωση, γη, η πόλη μου, γείωση, γειώνω, πατρίδα, μπανάνα Αντιλλών, μπανάνα Plantain, τοπογραφικό σχέδιο, πεντάνευρο, πλάνταγο, χλοοτάπητας, αποτυγχάνω, πατρίδα, σκύλος Νέας Γης, που περιβάλλεται από ξηρά, χωμάτινος, χωματένιος, χωρίς ικανότητα πτήσης, προς την ξηρά, που κατευθύνεται προς τη γη, πίσω, από ξηράς, στη στεριά, στην ξηρά, στη γη, στην ξηρά,στη στεριά, στην ξηρά,στη στεριά, στη στεριά, εν ζωή, Στεριά!, Νεραϊδοχώρα, χωράφι, πατρίδα, αναξιοποίητη περιοχή, αναξιοποίητη ζώνη, δάσος, καλλιεργήσιμη γη, δασική έκταση, σωρός χώματος γύρω από αεραγωγό τυφλοπόντικα, γαιοκτησία, η πόλη μου, Χώρα του Ποτέ, ουδέτερη ζώνη, η Γη της Επαγγελίας, απόβρασμα, κάθαρμα, παρθένος τόπος, καλλιεργήσιμη έκταση, ερημότοπος, χωματόδρομος, στεριά, έδαφος σε περίοδο αγρανάπαυσης, πλήρωμα, προσωπικό εδάφους, σύμπαν, η Γη της Επαγγελίας, Μητέρα Γη, καμμένη γη, στρατηγική καμμένης γης, ξηρά, στεριά, γη, στεριά, ξηρά, άγνωστος τόπος, παρθένο έδαφος, μονοπάτι, οδήγηση εκτός δρόμου, επίγεια εξυπηρέτηση, πλανήτης Γη, διάβρωση του εδάφους, η Γη, 8 στρέμματα, προσεισμός, κινώ γη και ουρανό, δια ξηράς, προς την ξηρά, προς τη γη, πατώ γερά στα πόδια μου, χώρα των θαυμάτων, καρπός μυρίκης, φανταστικός κόσμος, ερημιά, η γη της επαγγελίας, πατρίδα, ηπειρωτικός, το άλας της γης, το αλάτι της γης, δια ξηράς, η γη της Επαγγελίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης terra

Γη

substantivo próprio (planeta) (πλανήτης)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
A Terra gira em torno do sol.
Η Γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο.

γη

(solo) (χώμα, έδαφος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As fazendas têm sucesso porque a terra é muito rica lá.
Οι φάρμες ευημερούν επειδή η γη εδώ είναι πολύ εύφορη.

γη

(έδαφος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A bomba caiu no solo.
Η βόμβα έπεσε στη γη.

στεριά, ξηρά, γη

(solo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Colombo velejou por mais de dois meses antes de ver terra.
Ο Κολόμβος ταξίδεψε περισσότερο από δυο μήνες πριν δει στεριά.

χώμα

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aprecio jardinagem; gosto de colocar as mãos na terra.
Μ' αρέσει η κηπουρική· μου αρέσει να βουτάω τα χέρια μου στο χώμα.

στεριά

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O marinheiro estava feliz de volta à terra firme.
Ο ναύτης ήταν χαρούμενος που επέστρεψε στη στεριά.

γη

(literário)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γη

substantivo feminino (solo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A terra aqui é rica e fértil.
Το έδαφος (or: χώμα) εδώ είναι εύφορο και γόνιμο.

γη

substantivo feminino (feudalismo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τόπος

substantivo feminino (país)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ela é de uma terra distante.
Είναι από μια μακρινή χώρα.

χώρα

substantivo feminino (habitantes de um dado lugar) (μτφ: κάτοικοι χώρας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A rainha irritou a terra toda com sua extravagância.
Η βασίλισσα εξόργισε ολόκληρη τη χώρα με τις υπερβολές της.

γείωση

substantivo masculino (eletricidade) (ηλεκτρισμός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os plugues elétricos nos Estados Unidos têm dois pinos fase e um terra.
Οι πρίζες στις ΗΠΑ έχουν δύο ηλεκτροφόρες περόνες και μία γείωση.

γη

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John nasceu e cresceu na fazenda, ele é um verdadeiro homem da terra.

η πόλη μου

substantivo feminino (cidade na qual alguém mora)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γείωση

(eletricidade) (ηλεκτρολογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Πρέπει να θυμηθείς να συνδέσεις σωστά τη γείωση.

γειώνω

locução verbal (eletricidade) (ηλεκτρολογία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Έχεις γειώσει αυτή την πρίζα;

πατρίδα

(lugar de nascimento)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπανάνα Αντιλλών, μπανάνα Plantain

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τοπογραφικό σχέδιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πεντάνευρο, πλάνταγο

substantivo feminino (βότανο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χλοοτάπητας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αποτυγχάνω

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O sindicato convocou uma greve depois das negociações sobre os benefícios de aposentadoria fracassarem.
Το συνδικάτο κήρυξε απεργία αφού απέτυχαν οι συνομιλίες για τα επιδόματα συνταξιοδότησης.

πατρίδα

(figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu sentia muita saudade de casa quando estava estudando no exterior.
Μου έλειψε πολύ η πατρίδα μου όταν σπούδαζα στο εξωτερικό.

σκύλος Νέας Γης

substantivo feminino (raça de cão grande)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που περιβάλλεται από ξηρά

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωμάτινος, χωματένιος

locução adjetiva (cheiro) (μυρωδιά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χωρίς ικανότητα πτήσης

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προς την ξηρά

locução adjetiva

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

που κατευθύνεται προς τη γη

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πίσω

(στην χώρα καταγωγής)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Doris sentia saudades da vida no seu país, a Austrália.

από ξηράς

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στη στεριά, στην ξηρά

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στη γη

locução adverbial (neste planeta)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στην ξηρά,στη στεριά

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στην ξηρά,στη στεριά

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στη στεριά

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ήταν μεγάλη ανακούφιση να αποβιβάζεται κανείς από το πλοίο και να πατά το πόδι του πάλι στη στεριά.

εν ζωή

locução adverbial (nesta vida)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Enquanto estiver na terra, meu plano é cuidar do meu jardim e dos meus netos.

Στεριά!

interjeição

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Νεραϊδοχώρα

(mitologia)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)

χωράφι

(terra cultivada)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πατρίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναξιοποίητη περιοχή, αναξιοποίητη ζώνη

(επίσ)

δάσος

(área florestal que produz madeira de construção e de lei)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλλιεργήσιμη γη

(terra boa para plantação)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δασική έκταση

(contendo floresta)

σωρός χώματος γύρω από αεραγωγό τυφλοπόντικα

(feito pela toupeira)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γαιοκτησία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

η πόλη μου

(local onde alguém cresceu)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Χώρα του Ποτέ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Δεν γίνεται να συνεχίσουμε να ζούμε με χίμαιρες. Θα πρέπει να φροντίσουμε καλύτερα τους πόρους της Γης.

ουδέτερη ζώνη

η Γη της Επαγγελίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

απόβρασμα, κάθαρμα

(pejorativo) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ορισμένοι θεωρούν ότι οι φοροεισπράκτορες είναι παλιάνθρωποι.

παρθένος τόπος

substantivo feminino

καλλιεργήσιμη έκταση

ερημότοπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χωματόδρομος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Η οδός Main είναι ασφαλτοστρωμένη, αλλά οι υπόλοιποι δρόμοι δεν είναι παρά χωματόδρομοι.

στεριά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Είμαστε πολύ χαρούμενοι που επιστρέψαμε στη στεριά μετά την καταστροφική κρουαζιέρα μας.

έδαφος σε περίοδο αγρανάπαυσης

(campo não cultivado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλήρωμα, προσωπικό εδάφους

(aviação)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σύμπαν

(universo todo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

η Γη της Επαγγελίας

(Bib: terra prometida) (Βιβλικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Μητέρα Γη

(planeta terra)

καμμένη γη

(militar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στρατηγική καμμένης γης

(militar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξηρά, στεριά

substantivo feminino (terra firme, terreno seco)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γη, στεριά, ξηρά

(terra seca)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άγνωστος τόπος

(terra desconhecida, fora do mapa)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παρθένο έδαφος

(lugar nunca visitado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μονοπάτι

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οδήγηση εκτός δρόμου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επίγεια εξυπηρέτηση

(aviação: serviços entre voos) (αεροσκάφος)

πλανήτης Γη

(o mundo)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

διάβρωση του εδάφους

(deslizamento de terra)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

η Γη

(este planeta: o mundo) (πλανήτης)

8 στρέμματα

(África S., unidade de medida de terreno)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσεισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κινώ γη και ουρανό

expressão (figurado, fazer todo esforço) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Αν μπορούσα θα κινούσα γη και ουρανό για να τον κάνω πάλι καλά. Θα κινήσω γη και ουρανό για να επιτύχω τους στόχους μου.

δια ξηράς

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προς την ξηρά

locução adverbial

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προς τη γη

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πατώ γερά στα πόδια μου

expressão (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Μερικές εβδομάδες μετά την ανάληψη της νέας θέσης της, η Έμιλι άρχισε να νιώθει ότι πατούσε γερά στα πόδια της.

χώρα των θαυμάτων

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καρπός μυρίκης

(φυτολογία)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

φανταστικός κόσμος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ερημιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

η γη της επαγγελίας

(fig, lugar de prosperidade, fertilidade) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πατρίδα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Embora Partha tenha nascido na Grã-Bretanha e sua família tenha vivido lá por gerações, ele ainda pensa na Índia como sua terra natal.

ηπειρωτικός

locução adjetiva (num continente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Οι τιμές στην ηπειρωτική χώρα είναι πολύ χαμηλότερες από αυτές στο νησί.

το άλας της γης, το αλάτι της γης

(figurado) (σπάνιο, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δια ξηράς

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η γη της Επαγγελίας

(figurado) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του terra στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του terra

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.