Τι σημαίνει το flew στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης flew στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του flew στο Αγγλικά.

Η λέξη flew στο Αγγλικά σημαίνει <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πετάω, πετάω, πετάω, πετώ, μύγα, φερμουάρ, πετάω, πετώ, μεταφέρω αεροπορικώς, μεταφέρω αεροπορικώς, κουλ, δόλωμα, βραχίονας, πτήση, μόνιππο, κοιτώ γρήγορα, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, ανεμίζω, τρέχω, φεύγω γρήγορα, περνώ γρήγορα, περνάω γρήγορα, πετώ πάνω από, πετάω πάνω από, φέρω, πετώ, πετάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης flew

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

plural noun (dog's hanging lip)

A bloodhound has heavy flews.

πετάω

intransitive verb (move through the air)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You can see the birds flying every day.
Μπορείς να δεις πουλιά να πετάνε κάθε μέρα.

πετάω

intransitive verb (travel by plane)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We flew to San Francisco last summer.

πετάω, πετώ

intransitive verb (pilot a plane)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The pilot flew often.
Ο πιλότος πετούσε συχνά.

μύγα

noun (insect) (έντομο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fly kept bothering us during our meal.
Η μύγα μας ενοχλούσε διαρκώς κατά τη διάρκεια του γεύματος.

φερμουάρ

noun (clothing: fastening on crotch)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Hey, your fly is down. Zip it up.
Ε, τα μαγαζιά σου είναι ανοιχτά. Κουμπώσου.

πετάω, πετώ

transitive verb (pilot)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The pilot flew a 747.
Ο πιλότος πετούσε ένα 747.

μεταφέρω αεροπορικώς

transitive verb (transport by plane)

The pilot flew cargo between the two cities.
Ο πιλότος μετέφερε εμπορεύματα αεροπορικώς από τη μια πόλη στην άλλη.

μεταφέρω αεροπορικώς

transitive verb (transport by plane)

The helicopter flew the injured climber to hospital.
Το ελικόπτερο μετέφερε αεροπορικώς τον τραυματισμένο ορειβάτη στο νοσοκομείο.

κουλ

adjective (slang (cool) (καθομιλουμένη)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
That guy thinks he's fly in his designer shades.

δόλωμα

noun (bait in fishing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I bought a new fly. Let's see if the fish bite when they see it.

βραχίονας

noun (flap on tent) (επίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Don't forget to close the fly of the tent after you enter.

πτήση

noun (US, slang (flight)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It wasn't a bad fly. I slept through most of it.

μόνιππο

noun (one-horse carriage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοιτώ γρήγορα, ρίχνω μια γρήγορη ματιά

intransitive verb (figurative (move quickly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I am flying through these sample sentences.

ανεμίζω

intransitive verb (flag: be blown by wind)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You could see the flag flying in the wind.

τρέχω

intransitive verb (run away)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He flew out of the room when he remembered his appointment.

φεύγω γρήγορα

intransitive verb (leave quickly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm sorry to leave you, but I must fly.
Λυπάμαι που σε αφήνω, αλλά πρέπει να βιαστώ.

περνώ γρήγορα, περνάω γρήγορα

intransitive verb (figurative (time)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Time flies when you are having fun.

πετώ πάνω από, πετάω πάνω από

transitive verb (travel across by plane)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We flew the continent in less than five hours.

φέρω

transitive verb (flag: raise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The fort was flying the British flag.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα πλοία υπό γαλλική σημαία, δεν έχουν άδεια να προσεγγίσουν αυτό το λιμάνι.

πετώ, πετάω

transitive verb (kite: make airborne)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's not windy enough today to fly a kite.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του flew στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.