Τι σημαίνει το flick στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης flick στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του flick στο Αγγλικά.

Η λέξη flick στο Αγγλικά σημαίνει τινάζω, ξεφυλλίζω, κάνω ζάπινγκ, τίναγμα, ταινία, κινηματογράφος, σπρώξιμο, τίναγμα, χτύπημα, ανάβω, δείχνω κωλοδάχτυλο σε κπ, κάνω κωλοδάχτυλο σε κπ, ταινία που απευθύνεται σε γυναικείο κοινό, ταινία πορνό, σουγιάς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης flick

τινάζω

transitive verb (flip with finger) (με το δάχτυλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate flicked the crumbs off the table.
Η Κέιτ τίναξε τα ψίχουλα από το τραπέζι με το δάχτυλό της.

ξεφυλλίζω

(book, pages: leaf through)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I spent hours on that report and he just flicked through it before dismissing it!
Ξόδεψα ώρες για εκείνη την αναφορά και εκείνος απλά την ξεφύλλισε και την απέρριψε!

κάνω ζάπινγκ

(TV channels: browse)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I spent ten minutes flicking through the TV channels and didn't find anything worth watching.
Έκανα ζάπινγκ δέκα λεπτά και δεν βρήκα τίποτα αξιόλογο να δω.

τίναγμα

noun (quick movement) (με γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tim tossed the coin into the tin with a flick of his wrist. Mary's flick of her head was an unsuccessful attempt to get her hair out of her eyes.

ταινία

noun (slang (movie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sarah went to watch a flick with her friends.

κινηματογράφος

plural noun (dated, slang (cinema)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Let's go to the flicks tonight; it's ages since we saw a movie.

σπρώξιμο, τίναγμα, χτύπημα

noun (flip with finger) (με το δάχτυλο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Alison knocked the insect off her arm with a flick.

ανάβω

phrasal verb, transitive, separable (turn on device)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δείχνω κωλοδάχτυλο σε κπ, κάνω κωλοδάχτυλο σε κπ

phrasal verb, transitive, separable (US, slang (gesture obscenely) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was extremely offended when the boy who stepped out in front of my car flipped me off.

ταινία που απευθύνεται σε γυναικείο κοινό

noun (slang (women's movie)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
If there's a new chick flick out, it's always my boyfriend who wants to see it, not me!

ταινία πορνό

noun (slang (sex film)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We went to see a porn flick the other night.
Πήγαμε να δούμε ταινία πορνό τις προάλλες.

σουγιάς

noun (retractable pocket knife)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The police discovered that the murder weapon was a switchblade.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του flick στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.