Τι σημαίνει το crack στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης crack στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crack στο Αγγλικά.

Η λέξη crack στο Αγγλικά σημαίνει ρωγμή, σχισμή, κρότος, κρακ, σπάω, ραγίζω, ραγίζω, ραγίζω, βρίσκω τη λύση, άριστος, σπάω, σπάζω, κροταλίζω, σπάω, πετάω, εκτοξεύω, κροταλίζω, διασκέδαση, ψυχαγωγία, σπάω στα δύο, παίρνω σκληρότερα μέτρα, παίρνω αυστηρά μέτρα εναντίον, τσακώνω, πιάνω, κάνω κάτι γρήγορα, λύνομαι στα γέλια, καταρρέω, κάνω κπ να ξεκαρδιστεί, ακόμα μία προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή, το χάραμα, λέω ένα αστείο, λέω κάτι αστείο, σκάω χαμόγελο, σπίτι, όπου γίνεται εμπόριο ναρκωτικών, χάραμα, σπάζω, σπάω, ανοίγω, ανοίγω ποτό με θόρυβο, ανοίγω μια χαραμάδα, ανοίγω βίαια, ομάδα ειδικών, λύνω το μυστήριο, διευθύνω με το μαστίγιο, αμόκ, σύγκρουση, κατάρρευση, δοκιμάζω τις δυνάμεις μου σε κτ, που δεν πείθεται εύκολα, δύσκολος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης crack

ρωγμή, σχισμή

noun (split)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When I was young, I tried not to step on cracks in the sidewalk.
Όταν ήμουν μικρός προσπαθούσα να μην πατάω ρωγμές στο πεζοδρόμιο.

κρότος

noun (loud, sharp sound)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
That sounded like the crack of a rifle!
Αυτό ακούστηκε σαν κρότος από ντουφέκι!

κρακ

noun (informal (drug: cocaine)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Cyrus was arrested for dealing crack.
Ο Σάιρους συνελήφθη γιατί έκανε διακίνηση κρακ.

σπάω

intransitive verb (be broken)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Kate dropped the bowl and it cracked into two pieces.
Η Κέιτ έριξε το μπολ κι αυτό έσπασε σε δύο κομμάτια.

ραγίζω

intransitive verb (be damaged, leaving lines)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The wall cracked in the earthquake, but the house was still standing.
Ο τοίχος έκανε ρωγμές από το σεισμό, αλλά το σπίτι ακόμα στέκονταν.

ραγίζω

transitive verb (break, split)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jenny cracked her head on the table as she fell.
Η Τζένη έσπασε το κεφάλι της στο τραπέζι καθώς έπεφτε.

ραγίζω

transitive verb (damage, leaving lines)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I've cracked my car's windscreen.
Ράγισα το παρμπρίζ του αυτοκινήτου μου.

βρίσκω τη λύση

transitive verb (informal (mystery, puzzle: solve)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sherlock Holmes always found the guilty party; he cracked every case.

άριστος

adjective (informal (expert)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Annie Oakley began shooting when she was eight and was a crack shot by the time she was fifteen. A crack reporter uncovered the scandal.

σπάω, σπάζω

intransitive verb (figurative, informal (person: give in to pressure) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They tried to force him to tell the secret, but he didn't crack.

κροταλίζω

intransitive verb (whip: make snapping sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The whip cracked, and the oxen began to move.

σπάω

intransitive verb (voice: break abruptly) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lizzy's voice cracked as she told her brother the awful news.

πετάω, εκτοξεύω

transitive verb (informal (joke: say, utter) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Johanna wanted to have a serious discussion, but Jim kept cracking jokes.

κροταλίζω

transitive verb (whip: flick)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The coachman cracked the whip, and the horses went faster.

διασκέδαση, ψυχαγωγία

noun (Irish (fun or entertainment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σπάω στα δύο

phrasal verb, transitive, separable (break open or in two)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω σκληρότερα μέτρα

phrasal verb, intransitive (informal (enforce laws)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The police will no longer tolerate public drunkenness; they're going to crack down.
Η αστυνομία δε θα ανεχθεί πλέον τη δημόσια μέθη. Θα πάρει σκληρότερα μέτρα.

παίρνω αυστηρά μέτρα εναντίον

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (not tolerate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The principal is starting to crack down on unexcused absences.
Ο διευθυντής αρχίζει να παίρνει αυστηρά μέτρα εναντίον όσων κάνουν αδικαιολόγητες απουσίες.

τσακώνω, πιάνω

(informal (punish) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Every holiday, police set up checkpoints to crack down on drunk drivers.
Κάθε φορά στις γιορτές η αστυνομία στήνει μπλόκα για να τσακώσει τους μεθυσμένους οδηγούς.

κάνω κάτι γρήγορα

phrasal verb, intransitive (UK, informal (do, work on quickly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λύνομαι στα γέλια

phrasal verb, intransitive (slang, figurative (laugh)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It was so funny I cracked up.
Ήταν τόσο αστείο που λύθηκα στα γέλια.

καταρρέω

phrasal verb, intransitive (slang, figurative (have mental breakdown) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I haven't slept for days, I'm close to cracking up.
Δεν έχω κοιμηθεί για μέρες. Κοντεύω να καταρρεύσω.

κάνω κπ να ξεκαρδιστεί

phrasal verb, transitive, separable (slang, figurative (make laugh)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The joke he told really cracked me up.
Το ανέκδοτο που είπε με έκανε πραγματικά να ξεκαρδιστώ.

ακόμα μία προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή

noun (informal (another attempt)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you give me another crack at solving the riddle, I'm sure I'll get it.

το χάραμα

expression (informal (early in morning)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I have to get up at the crack of dawn to get to work on time.

λέω ένα αστείο, λέω κάτι αστείο

verbal expression (make a funny remark)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sometimes if you crack a joke, it lightens the mood.

σκάω χαμόγελο

verbal expression (informal (manage to smile) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The tennis player managed to crack a smile even though she had lost the match.

σπίτι, όπου γίνεται εμπόριο ναρκωτικών

noun (place where crack cocaine is sold)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χάραμα

noun (start of the morning)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It was the crack of dawn when Dan awoke.

σπάζω, σπάω, ανοίγω

(break apart, split)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He cracked open a brazil nut and discarded the shell.

ανοίγω ποτό με θόρυβο

(informal (open in celebration) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Let's crack open this bottle and get the party started.

ανοίγω μια χαραμάδα

(informal (window, door: open slightly) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John cracked the door open and looked into his sister's bedroom.

ανοίγω βίαια

(break apart, split) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The watermelon cracked open when it fell off the picnic table.

ομάδα ειδικών

noun (expert group)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λύνω το μυστήριο

verbal expression (informal (solve a crime, mystery)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Not even Hercule Poirot could crack this case!

διευθύνω με το μαστίγιο

verbal expression (figurative (be strict with workers)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Your lazy employees will never change unless you start cracking the whip.
Οι τεμπέληδες υπάλληλοί σου δε θα αλλάξουν ποτέ, εκτός αν αρχίσεις να τους διευθύνεις με το μαστίγιο.

αμόκ

noun (slang, figurative (mental breakdown)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σύγκρουση

noun (US (collision, crash)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατάρρευση

noun (alliance, agreement: breakdown)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δοκιμάζω τις δυνάμεις μου σε κτ

verbal expression (informal (attempt [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I can't finish this crossword puzzle - do you want to take a crack at it?
Δεν μπορώ να τελειώσω το σταυρόλεξο. Θες να δοκιμάσεις εσύ τις δυνάμεις σου;

που δεν πείθεται εύκολα

noun (figurative, informal ([sb] hard to persuade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Good luck with getting him to agree - he's a tough nut to crack.

δύσκολος

noun (figurative, informal ([sth] hard to solve)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This algebra equation is a tough nut to crack.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crack στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του crack

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.