Τι σημαίνει το flushing στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης flushing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του flushing στο Αγγλικά.
Η λέξη flushing στο Αγγλικά σημαίνει Φλάσινγκ, καζανάκι, τραβάω το καζανάκι, κοκκίνισμα, φλος, ρίχνω νερό, τραβάω το καζανάκι, ρίχνω, πετάω, κοκκινίζω, κοκκινίζω, πλούσιος σε κτ, ευθυγραμμισμένος με κτ, ματσωμένος, ευθυγραμμισμένος, ακριβώς, ευθυγραμμίζομαι, είμαι ευθυγραμμισμένος, στην ευθεία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης flushing
Φλάσινγκnoun (New York City neighborhood) (περιοχή της Νέας Υόρκης) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) It's raining hard in Flushing right now. |
καζανάκιnoun (toilet: waste removal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The toilet had a very loud flush; whenever someone got up to use it at night it woke up the entire house. Η τουαλέτα είχε πολύ θορυβώδες καζανάκι. Κάθε φορά που κάποιος σηκωνόταν και το χρησιμοποιούσε τη νύχτα ξεσήκωνε ολόκληρο το σπίτι. |
τραβάω το καζανάκιnoun (action of draining waste) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A good toilet should be able to clear just about anything with one flush. Μια καλή τουαλέτα θα έπρεπε να απομακρύνει τα πάντα με ένα μόνο τράβηγμα του καζανακίου. |
κοκκίνισμαnoun (red face) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) You could see Tom was embarrassed from the flush spreading over his face. Καταλάβαινες πως ο Τομ ντροπιάστηκε από το αναψοκοκκίνισμα στο πρόσωπό του. |
φλοςnoun (cards: poker hand) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Amy won the game with a flush. Η Έιμυ κέρδισε το παιχνίδι με ένα φλος. |
ρίχνω νερόintransitive verb (toilet: remove waste) (το καζανάκι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The toilet won't flush. We'll have to call a plumber. Δεν λειτουργεί το καζανάκι στην τουαλέτα. Πρέπει να καλέσουμε υδραυλικό. |
τραβάω το καζανάκιintransitive verb (toilet: use flush) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You used the toilet - good boy. Did you remember to flush? Χρησιμοποίησες την τουαλέτα. Μπράβο σου! Θυμήθηκες να τραβήξεις το καζανάκι; |
ρίχνω, πετάωtransitive verb (dispose of: toilet waste) (για να φύγει με το καζανάκι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Don't flush too much paper down the toilet, you will block it! Μην ρίχνεις τόσο πολύ χαρτί στην τουαλέτα, θα τη βουλώσεις! |
κοκκινίζωintransitive verb (get a red face) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Roz flushed when Paul paid her a compliment. Η Ροζ κοκκίνισε όταν ο Πωλ της έκανε μια φιλοφρόνηση. |
κοκκινίζωintransitive verb (face: turn red) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tommy's cheeks flushed when the teacher told him he was a good boy. Τα μάγουλα του Τόμμυ κοκκίνισαν όταν ο δάσκαλος του είπε πως ήταν καλό παιδί. |
πλούσιος σε κτ(having abundance of [sth]) (μεταφορικά) |
ευθυγραμμισμένος με κτadjective (level, aligned with) The hooks should be flush with the wall, otherwise the pictures will not hang properly. |
ματσωμένοςadjective (informal (having money) (αργκό: έχει λεφτά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) I'm feeling flush. Let me buy you all a drink! |
ευθυγραμμισμένοςadjective (level, aligned) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The kitchen fitter made sure the two work surfaces were flush. |
ακριβώςadverb (hit, punch: squarely) (σε κάτι) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Rose hit Paul flush on the chin and he went flying backwards. |
ευθυγραμμίζομαι, είμαι ευθυγραμμισμένοςadverb (level, aligned) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Check that the cupboard doors close flush once you have fitted the hinges. Να βεβαιωθείς αν οι πόρτες των ντουλαπιών είναι ευθυγραμμισμένες αφού στερεώσεις τους μεντεσέδες. |
στην ευθείαadverb (hit golf ball: straight) (στο γκολφ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του flushing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του flushing
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.