Τι σημαίνει το alma στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης alma στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του alma στο ισπανικά.

Η λέξη alma στο ισπανικά σημαίνει ψυχή, ψυχή, ψυχή, ψυχή, άτομο, καρδιά, ουσία, πνεύμα, ψυχή, φάρος, κεντρικός άξονας, άνθρωπος, πλάσμα, ψυχή ζώσα, ψυχή, ψυχή, αδερφή, που τον έχουν κρατήσει, ψυχή τε και σώματι, -, με όλη μου την καρδιά, πολύ γρήγορα, του σκοτωμού, του σκοτωμού, σαν τρελός, σε αναμμένα κάρβουνα, ολοκληρωτικά, είμαι στις μαύρες μου, έχω τις μαύρες μου, με ιλιγγιώδη ταχύτητα, αδερφή ψυχή, το σχολείο που πήγαινα, το παλιό μου σχολείο, το έτερον ήμισυ, χαμένος, ψυχή, αδερφή ψυχή, ομοΐδεάτης, μαγειρική των νότιων ΗΠΑ, ψυχή του γλεντιού, το έτερον ήμισυ, αδερφικός φίλος, αδερφική φίλη, ευγενική ψυχή, ανθρώπινο πνεύμα, αδελφή ψυχή, εύκολος, ούτε ψυχή, κανείς, ραγίζω την καρδιά κάποιου, αφοσιώνομαι σε κτ, φεύγω/απομακρύνομαι γρήγορα, απολωλός πρόβατο, σταυραδερφός, βάζω τα δυνατά μου, βάζω όλα μου τα δυνατά, τα δίνω όλα, ψάχνω βαθιά μέσα μου, αδελφή ψυχή, αδερφή ψυχή, είμαι η ψυχή του/της, ραγίζω, σπάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης alma

ψυχή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando mueres tu alma se va al cielo.
Όταν πεθαίνεις, η ψυχή σου πάει στον παράδεισο.

ψυχή

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La agricultura es el alma de aquel país.

ψυχή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Te quiero con toda mi alma.
Σ' αγαπώ με όλη την καρδιά και την ψυχή μου.

ψυχή

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pone toda su alma en su arte.
Βάζει όλη της την ψυχή στην τέχνη της.

άτομο

(figurado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El pequeño pueblo tenía unas pocas treinta almas.

καρδιά

nombre femenino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aunque Madrid es la capital, dicen que Toledo es el alma de España.

ουσία

(figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
"La brevedad es el alma del ingenio." Shakespeare.

πνεύμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Solamente en las películas se puede ver el alma de alguien separándose del cuerpo.
Μόνο στις ταινίες βλέπεις τη ψυχή κάποιου να βγαίνει απ' το σώμα του.

ψυχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando el músico toca su instrumento, expresa los sentimientos de su alma.

φάρος

nombre femenino (figurado) (μεταφορικά: δίνει παράδειγμα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Jacobi ha sido el alma del teatro durante casi toda su carrera.

κεντρικός άξονας

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El carbón es el alma de la vida en la tierra.

άνθρωπος, πλάσμα, ψυχή ζώσα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Si te cuento este secreto, tienes que jurar no contárselo a una sola persona!

ψυχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψυχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los pensamientos negativos son malos para la psique.

αδερφή

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Todas somos hermanas en esta comunidad.

που τον έχουν κρατήσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψυχή τε και σώματι

(καθαρεύουσα, λόγιος)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Miranda se entregó en cuerpo y alma a la canción.
Η Μιράντα αφιερώθηκε με όλο της το είναι στην εκτέλεση του τραγουδιού.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ese extraño sonido me dejó con el alma en vilo.
Ο παράξενος ήχος με ανησύχησε.

με όλη μου την καρδιά

locución adverbial (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Querido, te amo con toda mi alma.

πολύ γρήγορα, του σκοτωμού

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El auto fugitivo iba como alma que lleva el diablo por la autopista.

του σκοτωμού, σαν τρελός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El gato entró a la casa como alma que lleva el diablo.

σε αναμμένα κάρβουνα

locución adverbial (coloquial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estaba con el alma en un hilo esperando los resultados de la biopsia.

ολοκληρωτικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fue un creador dedicado en cuerpo y alma a la música.

είμαι στις μαύρες μου, έχω τις μαύρες μου

(coloquial) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Kate ha estado con el ánimo por el suelo desde que reprobó su examen.

με ιλιγγιώδη ταχύτητα

locución adverbial (fam)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αδερφή ψυχή

(μεταφορικά)

Todos esperan encontrar un alma gemela con quien compartir su vida.
Όλοι ελπίζουν να βρουν μια αδερφή ψυχή με την οποία να μοιραστούν τη ζωή τους.

το σχολείο που πήγαινα, το παλιό μου σχολείο

locución nominal femenina (latinismo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Su alma máter fue la Universidad de Bennington en Vermont.

το έτερον ήμισυ

(καθαρεύουσα, καθομ, μτφ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Te presento a mi media naranja.

χαμένος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha estado vagando por ahí como un alma en pena.

ψυχή

locución pronominal (με άρνηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eran las dos de la mañana y no había ni un alma en las calles. Se casaron y no se enteró ni un alma hasta el año siguiente.

αδερφή ψυχή, ομοΐδεάτης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John encontró un alma gemela en Rebeca, que amaba los caballos tanto como él.

μαγειρική των νότιων ΗΠΑ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψυχή του γλεντιού

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Me encanta salir con Marcos; es el alma de la fiesta.

το έτερον ήμισυ

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Había empezado a pensar que nunca encontraría a su alma gemela.

αδερφικός φίλος, αδερφική φίλη

(για φιλική σχέση)

Algunas personas creen que todos tenemos un alma gemela.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι ο καθένας έχει μια αδερφή ψυχή.

ευγενική ψυχή

locución nominal femenina (άτομο: ευγενής)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tanto María como Pascual son almas buenas, no así su hermano Nicolás, un hombre que desconoce la honradez.

ανθρώπινο πνεύμα

El alma humana es capaz de inspirar acciones grandiosas, pero también acciones terribles.

αδελφή ψυχή

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Supo que había encontrado a su alma gemela cuando descubrió que los dos admiraban a los mismos autores.

εύκολος

locución nominal femenina (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Claudia es un alma de Dios. Siempre está dispuesta a ayudar y nunca pide nada a cambio.

ούτε ψυχή, κανείς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ni un alma está a favor de la suba de precios.

ραγίζω την καρδιά κάποιου

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me parte el alma saber que renuncias.

αφοσιώνομαι σε κτ

(coloquial)

Si quieres ser un atleta de verdad, tienes que entregarte en cuerpo y alma al deporte.

φεύγω/απομακρύνομαι γρήγορα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los policías llegaron justo para ver cómo los ladrones salían a toda velocidad en el auto.

απολωλός πρόβατο

(λόγιο, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
— Padre, ¿de qué vale tomarse tantas molestias por mí que soy una alma perdida? — No hay mayor alegría en el Reino de los Cielos que cuando una oveja vuelve al redil.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Διέπραξε θανάσιμο αμάρτημα, και, τώρα, ο ιερέας τον θεωρεί απολωλός πρόβατο.

σταυραδερφός

nombre masculino (figurado)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βάζω τα δυνατά μου, βάζω όλα μου τα δυνατά, τα δίνω όλα

(coloquial) (καθομ: για να κάνω κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nos partimos el lomo para que nuestro candidato fuera elegido.

ψάχνω βαθιά μέσα μου

locución verbal (coloquial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Qué es lo que realmente quieres en la vida? Escarba en el fondo de tu alma y encontrarás la respuesta.

αδελφή ψυχή, αδερφή ψυχή

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cristina creía que Ricardo era su alma gemela, pero al final él la dejó.
Η Κριστίν πίστευε ότι ο Ρίτσαρντ ήταν η αδελφή ψυχή της. Στο τέλος, όμως, αυτός την παράτησε.

είμαι η ψυχή του/της

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ραγίζω, σπάω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se le cayó el alma a los pies cuando se enteró de que él no gustaba de ella.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του alma στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.