Τι σημαίνει το abajo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης abajo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του abajo στο ισπανικά.

Η λέξη abajo στο ισπανικά σημαίνει κάτω, κάτω + ουσ, κάτω, κάτω, στη γη, κάτω στη γη, στην κόλαση, κάτω, κάτω κατάστρωμα, κάτω, πιο κάτω, από, χαμηλά, κάτω, άσπρο πάτο, κάτω από, μπρούμυτα, κάτω, κοιτάζω από ψηλά, πέφτω, καταρρέω, συντρίβομαι, τσακίζομαι, πέφτω, είμαι ξαπλωμένος, καταρρέω, πέφτω, κατεδαφίζω, αποσυναρμολογώ, ξεμοντάρω, χαμηλωμένος, από κάτω προς τα πάνω, καθοδικός, πτωτικός, απόλυτα, εντελώς, κάτω μέρος, κάτω, καταστρέφω, ξαπλώνω μπρούμυτα, προς τα κάτω, κάτω, κάτω μέρος, ξεσπάω, κάτωθι αναφερόμενος, κοντεύω τα, πλησιάζω τα, κοιτάζω τα ραδίκια ανάποδα, από τη μέση και κάτω, καθοδικός, πτωτικός, προς την κατεύθυνση του ρεύματος, προς την κατεύθυνση της ροής, από πάνω μέχρι κάτω, -, στη γη, μπρούμυτα, παρακάτω, πιο κάτω, πολύ πιο κάτω, κάτω δεξιά, εκεί κάτω, από την πίσω πόρτα, μπρος πίσω, κατάβαση,πτώση, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κάτω χείλος, παντελόνι πιζάμας, παντελόνι πιτζάμας, κοιτάζω καλά καλά, κοιτάζω από την κορφή μέχρι τα νύχια, ανεβοκατεβαίνω, τρώω τον κόσμο, ψάχνω παντού, πηγαίνω στην κατηφόρα, πέφτω προς τα κάτω, κιοτεύω, αποτυγχάνω, μετακίνηση προς τα κάτω, πέφτω καταρρακτωδώς, ξετυλίγω κείμενο προς τα κάτω, ρίχνω το ηθικό, κατεδαφίζω, συντρίβω, γκρεμίζω, στρογγυλεύω, στρογγυλοποιώ, χαμηλότερος, προς την κατεύθυνση του ρεύματος, προς την κατεύθυνση της ροής, που πάει πάνω κάτω, από κάτω, με το χέρι πάνω από τον ώμο, με το χέρι πάνω από τον ώμο, παρακάτω στον δρόμο, πιο κάτω στον δρόμο, παίρνω την κάτω βόλτα, ανεβοκατεβαίνω, παίρνω την κατηφόρα, καταρρέω, διαλύομαι, πιέζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης abajo

κάτω

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Rachel corrió abajo a abrir la puerta a sus invitados.
Η Ρέιτσελ έτρεξε κάτω για ν' ανοίξει στους καλεσμένους της.

κάτω + ουσ

(con nombre)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Abajo el rey!

κάτω

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dejé el martillo allá abajo, en el sótano.
Άφησα το σφυρί κάτω στο κελάρι.

κάτω

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La azafata fue abajo a buscar una maleta con las medicinas para el corazón de Mary.
Η αεροσυνοδός πήγε κάτω να ψάξει για τη βαλίτσα με τα φάρμακα της Μαρί για την καρδιά της.

στη γη, κάτω στη γη

adverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Las estrellas nos iluminan a los que estamos aquí abajo.

στην κόλαση

adverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
El difunto había sido un hombre cruel que seguramente se habría ido hasta abajo.

κάτω

adverbio (θέατρο: προσκήνιο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El actor tuvo que caminar desde el bajo hasta el medio escenario.

κάτω κατάστρωμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El primer oficial estaba bajo cubierta.

κάτω

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hay una casa abajo en el valle.
Υπάρχει ένα σπίτι εκεί κάτω στην κοιλάδα.

πιο κάτω

adverbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El restaurante está justo calle abajo.
Το εστιατόριο είναι λίγο πιο κάτω στο δρόμο.

από

adverbio (απόσταση)

Viven como 20 millas río abajo.
Μένουν περίπου 20 μίλια από το ποτάμι.

χαμηλά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Se inclinó hacia abajo para besar a su hijo.
Έσκυψε χαμηλά για να φιλήσει το παιδί του.

κάτω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

άσπρο πάτο

(coloquial, brindis)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Arriba, abajo, al centro y adentro todo el mundo!

κάτω από

La cafetera se guarda debajo de las tazas de café.
Η καφετιέρα φυλάσσεται κάτω από τα φλιτζάνια του καφέ.

μπρούμυτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κάτω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El mecánico está trabajando bajo el auto.
Ο μηχανικός εργάζεται κάτω από το αυτοκίνητο.

κοιτάζω από ψηλά

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Desde nuestro cuarto de hotel podíamos otear la plaza.
Από την κορυφή του πύργου μπορείς να κοιτάξεις από ψηλά όλη την πόλη.

πέφτω, καταρρέω, συντρίβομαι, τσακίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El impacto de los aviones alteró seriamente el equilibrio de la estructura, las torres se desplomaron horas más tarde.

πέφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La torre de bloques de madera se desplomó.

είμαι ξαπλωμένος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

καταρρέω, πέφτω

(κτίσμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La pared de ladrillos se derrumbó.
Ο τούβλινος τοίχος έπεσε.

κατεδαφίζω, αποσυναρμολογώ, ξεμοντάρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobierno debe demoler varias casas para construir la carretera.
Η κυβέρνηση πρέπει να κατεδαφίσει αρκετά σπίτια για να φτιάξει τον αυτοκινητόδρομο.

χαμηλωμένος

(mirada)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La mirada baja de Mariam le impidió apreciar la belleza del paisaje.

από κάτω προς τα πάνω

(προσέγγιση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθοδικός, πτωτικός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El equipo acabó con su espiral descendente ganando tres partidos seguidos.
Η ομάδα έδωσε τέλος στην πτωτική πορεία της, κερδίζοντας τρία συνεχόμενα παιχνίδια.

απόλυτα, εντελώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los actuales dueños están arruinando completamente el club de fútbol.

κάτω μέρος

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El baño está al final de la escalera. ¿Cómo configuro los números de página para que aparezcan al final de la página?
Το μπάνιο είναι στο κάτω μέρος της σκάλας. Πώς θα κάνω τους αριθμούς των σελίδων να εμφανίζονται στο κάτω μέρος της σελίδας;

κάτω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La roca produjo un gran ruido y se hundió bajo la superficie del agua.
Η πέτρα έκανε ένα μεγάλο παφλασμό και εξαφανίστηκε κάτω από το νερό.

καταστρέφω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sus críticas destrozaron su frágil autoestima.
Τα καυστικά του σχόλια ρήμαξαν την ευαίσθητη αυτοπεποίθησή της.

ξαπλώνω μπρούμυτα

Los montes se postraron delante del santuario.

προς τα κάτω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bajaron la montaña.
Περπάτησαν προς τα κάτω στο βουνό.

κάτω

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El estante bajo se está combando por el peso de los libros.

κάτω μέρος

(de vehículo)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Jack echó un vistazo a los bajos del coche para examinar los daños.

ξεσπάω

(emocionalmente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Polly soportó las críticas injustas de su jefe durante meses hasta finalmente colapsó.

κάτωθι αναφερόμενος

(επίσημο)

κοντεύω τα, πλησιάζω τα

(coloquial) (ηλικία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ellos crecen y nosotros vamos para abajo.

κοιτάζω τα ραδίκια ανάποδα

(eufemismo) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quiero vivir hasta los 80, no criar malvas a los 70.
Θέλω να φτάσω τα 80 και όχι να κοιτάζω τα ραδίκια ανάποδα από τα 70 μου.

από τη μέση και κάτω

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Tras el accidente quedó paralizado de cintura para abajo.

καθοδικός, πτωτικός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La trayectoria cuesta abajo del hombre durante su caída fue interrumpida por el toldo de una cafetería.

προς την κατεύθυνση του ρεύματος, προς την κατεύθυνση της ροής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando Fred dejaba de remar, el bote se iba aguas abajo.

από πάνω μέχρι κάτω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Deberías pintarlo de arriba abajo.

-

locución adverbial (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
A partir de entonces su carrera literaria fue cuesta abajo, murió años después, estaba solo y en la miseria.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Από όταν άρχισε να πίνει η ζωή του έχει πάρει την κάτω βόλτα.

στη γη

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Su profunda fe religiosa y la esperanza de otra vida, le permitieron soportar los tormentos de la suya aquí abajo.

μπρούμυτα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Túmbate boca abajo si quieres que te dé un masaje de espalda.

παρακάτω, πιο κάτω

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Según lo que dice más abajo, no necesitas hacer nada todavía.
Σύμφωνα με όσα λέει παρακάτω, δε χρειάζεται ακόμα να κάνεις κάτι. Πολλές από τις ομάδες πιο κάτω στη δημοτικότητα χάνουν χρήματα.

πολύ πιο κάτω

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La casa se veía mucho más abajo, en el valle.

κάτω δεξιά

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

εκεί κάτω

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
No quiero ir ahí abajo, ¡el sótano da miedo!
Δε θέλω να πάω εκεί κάτω, το υπόγειο είναι τρομακτικό!

από την πίσω πόρτα

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπρος πίσω

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
El león caminaba de un lado a otro en su jaula.
Το λιοντάρι πήγαινε μπρος πίσω στο κλουβί του.

κατάβαση,πτώση

locución adverbial

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vamos en bici porque la mayor parte del camino es cuesta abajo, y mi tío nos trae de vuelta en la camioneta.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

κάτω χείλος

παντελόνι πιζάμας, παντελόνι πιτζάμας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοιτάζω καλά καλά, κοιτάζω από την κορφή μέχρι τα νύχια

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανεβοκατεβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τρώω τον κόσμο, ψάχνω παντού

locución adverbial (coloquial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Busqué las llaves de arriba a abajo pero no estaban en ningún lado.

πηγαίνω στην κατηφόρα

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cualquier pelota que se suelte en una pendiente, irá cuesta abajo.

πέφτω προς τα κάτω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κιοτεύω

(MX: coloquial) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tenía planeado pedirle bailar, pero al final reculó.
Είχε σχεδιάσει να της ζητήσει να χορέψουν, αλλά κιότεψε (or: δείλιασε).

αποτυγχάνω

locución verbal (figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Creí que el trato iba a ser rentable para mi negocio, pero se vino abajo a último minuto.
Πίστευα ότι η συμφωνία θα ήταν πολύ επικερδής για την επιχείρησή μου, αλλά απέτυχε την τελευταία στιγμή.

μετακίνηση προς τα κάτω

locución verbal (informática) (Η/Υ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πέφτω καταρρακτωδώς

locución verbal (coloquial) (βροχή)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Espero que traigas paraguas, ¡va a llover de abajo para arriba!
Ελπίζω να πήρες ομπρέλα, βρέχει καρεκλοπόδαρα σήμερα.

ξετυλίγω κείμενο προς τα κάτω

locución verbal (el cursor) (Η/Υ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Puedes usar la rueda del ratón para desplazarte hacia a arriba o hacia abajo por la pantalla.

ρίχνω το ηθικό

(informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Su actitud nos está tirando abajo al resto.
Η στάση του ρίχνει και το δικό μας ηθικό.

κατεδαφίζω, συντρίβω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Antes de agregarle la habitación extra a la casa, tuvieron que tirar abajo la pared de la cocina.

γκρεμίζω

locución verbal (με απανωτά χτυπήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στρογγυλεύω, στρογγυλοποιώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La respuesta era 5,1 así que la redondeé hacia abajo a 5.

χαμηλότερος

locución adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La zona río abajo del río es muy bonita.
Το χαμηλότερο κομμάτι του ποταμιού είναι πολύ όμορφο.

προς την κατεύθυνση του ρεύματος, προς την κατεύθυνση της ροής

(κίνηση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nos sentamos a almorzar en un delta aguas abajo.

που πάει πάνω κάτω

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

από κάτω

locución adjetiva

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

με το χέρι πάνω από τον ώμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με το χέρι πάνω από τον ώμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρακάτω στον δρόμο, πιο κάτω στον δρόμο

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Este es el número 17 de la calle Mayor, el número 25 está calle abajo.

παίρνω την κάτω βόλτα

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Después de ese traspié se vino abajo y ya nunca más repuntó. / Por la crisis, las ganancias se vinieron abajo.

ανεβοκατεβαίνω

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίρνω την κατηφόρα

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La empresa se fue cuesta abajo después de perder su mejor cliente.

καταρρέω, διαλύομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
En cuanto la bola de demolición le dio a la pared del edificio, éste se vino abajo.
Όταν η μπάλα κατεδάφισης χτύπησε στην πλευρά του κτιρίου, αυτό κατέρρευσε γρήγορα.

πιέζομαι

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tienes que saber cuando conservar tus fuerzas y cuando presionar hacia abajo con toda la energía que poseas.
Πρέπει να ξέρεις πότε να συντηρείς την δύναμή σου και πότε να πιέζεσαι με όση ενέργεια έχεις.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του abajo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του abajo

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.