Τι σημαίνει το fuerte στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fuerte στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fuerte στο ισπανικά.

Η λέξη fuerte στο ισπανικά σημαίνει δυνατός, φρούριο, οχυρό, δυνατός, έντονος, πειστικός, ισχυρός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, έντονος, μεγάλος, έντονος, δυνατός, βαρύς, σταθερός, φρούριο, οχυρό, οι δυνατοί, έντονος, δυνατός, σκληραγωγημένος, σοβαρός, μανιασμένος, έντονη γεύση, μυώδης, καυτός, φρούριο, δυνατός, μεγάλος, δυνατός, δυνατά, πολύ, άσχημος, δυνατός, έντονος, σκληρός, σκληρός, σκληρός, ισχυρός, δυνατός, πλούσιος, πικάντικος, οξύς, βαρύς, δυνατός, ισχυρός, σκληρός, ισχυρός, που σφυροκοπά, έντονος, ανθεκτικός, σκληραγωγημένος, φόρτε, δυνατός, ισχυρός, γερός, δυνατός, δυνατός, δυνατός, ισχυρός, άντρακλας, βαρβάτος, σκληραγωγημένος, οξύς, ενεργητικός, δραστήριος, μυώδης, ρωμαλέος, μεγάλης αντοχής, σκληρός, οχυρό, φρούριο, ιδιαίτερη ικανότητα, οχυρό, σκληραγωγημένος, εύσωμος, στιβαρός, καυτός, δυνατός, δυνατός, τεράστιος, έντονος, ανθεκτικός, στιβαρός, στιβαρός, δυνατός, ογκώδης, σοβαρά, άσχημα, μεγαλόσωμος, εύσωμος, δυνατά, γερό χτύπημα, δυνατό χτύπημα, αψύτητα, λαχάνιασμα, καυστικό σχόλιο, δριμεία επίκριση, δριμεία κριτική, δυναμώνω, ποδοπατώ, τσαλαπατώ, έντονη γεύση, γενναίος, θαρραλέος, γερός και δυνατός, Πιο δυνατά!, χρηματοκιβώτιο, αψάδα, μηλίτης, μεγάλη ζήτηση, υψηλή ζήτηση, ο νόμος του ισχυρότερου, ρεύμα αέρα, εκτυφλωτικό φως, σκληρό ποτό, δυνατός άνεμος,τρελοαέρας, αψιδωτή γέφυρα, το δυνατότερο σημείο, το πιο δυνατό σημείο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fuerte

δυνατός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Arnold es un hombre fuerte.
Ο Αντρέας είναι δυνατός άντρας.

φρούριο, οχυρό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Había un fuerte de madera al lado del río.
Υπάρχει ένα παλιό ξύλινο οχυρό δίπλα στο ποτάμι.

δυνατός, έντονος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esa comida tiene un olor muy fuerte.
Αυτό το φαγητό έχει πολύ δυνατή (or: έντονη) μυρωδιά.

πειστικός

adjetivo de una sola terminación (con elementos para persuadir)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tienes un argumento fuerte.
Έχεις ένα ισχυρό (or: πειστικό) επιχείρημα.

ισχυρός

adjetivo de una sola terminación (gramática) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En inglés, nadar es un verbo fuerte.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

adjetivo de una sola terminación (gramática)

En alemán, los sustantivos fuertes no incorporan la terminación n.

έντονος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El taxista tiene un acento fuerte.

μεγάλος, έντονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sarah tiene un parecido muy fuerte con su primo.

δυνατός, βαρύς

adjetivo de una sola terminación (con mucho contenido de alcohol) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es un cóctel fuerte.

σταθερός

(αγορά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los mercados tuvieron una semana fuerte.

φρούριο, οχυρό

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El soldado fue a reportarse con su comandante en el fuerte.

οι δυνατοί

adjetivo de una sola terminación

Sólo los fuertes sobreviven.

έντονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los atletas tuvieron que participar bajo un intenso calor, y una persona tuvo que ir al hospital.
Οι αθλητές έπρεπε να παίξουν σε αφόρητη ζέστη και ένας χρειάστηκε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο.

δυνατός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La música del bar estaba tan fuerte que no podían escucharse hablar.
Η μουσική στο μπαρ ήταν τόσο δυνατή που δεν μπορούσαμε να ακούσουμε τι λέγαμε. Άκουσα έναν δυνατό θόρυβο.

σκληραγωγημένος

(persona)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Phillipa era una persona fuerte y le gustaba el aire libre.
Η Φιλίπα ήταν σκληραγωγημένη και της άρεσε η ύπαιθρος.

σοβαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Josh tenía una gripe muy fuerte y se tuvo que ir a casa.
Ο Τζος είχε άσχημη γρίπη και έπρεπε να πάει σπίτι.

μανιασμένος

(μεταφορικά: αέρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έντονη γεύση

(sabor) (για τρόφιμο)

Esta carne tiene un sabor fuerte.
Αυτό το κρέας έχει έντονη γεύση.

μυώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El cuerpo del doble de riesgo era sólido y fuerte.

καυτός

(AR, coloquial) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Qué fuerte que está el novio de Laura! ¿Lo conociste?

φρούριο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δυνατός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le dio un fuerte golpe en la cabeza.
Του επέφερε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι.

μεγάλος, δυνατός

adjetivo de una sola terminación (sonido)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se oyó un fuerte ruido cuando se produjo el accidente.

δυνατά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Golpeó fuerte el suelo con el pico.
Χτύπησε το έδαφος δυνατά με την αξίνα.

πολύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Su muerte los impactó fuerte.
Ο θάνατός του τους επηρέασε πολύ.

άσχημος, δυνατός, έντονος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tómate estos calmantes si el dolor se hace muy fuerte.
Πάρε αυτά τα παυσίπονα εάν ο πόνος γίνει πολύ δυνατός.

σκληρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su cara tiene rasgos fuertes.

σκληρός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Necesitarás una divisa fuerte para pagar esto.

σκληρός

adjetivo de una sola terminación (τρόπος προφοράς)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Debes pronunciar esa palabra con una erre fuerte , no suave.

ισχυρός, δυνατός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los fuertes vientos soplaban encima de la carpa.

πλούσιος

adjetivo de una sola terminación (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mezcla en este combustible es muy fuerte.

πικάντικος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este es un queso muy fuerte. Prefiero algo más suave.
Είναι πραγματικά πικάντικο αυτό το τυρί. Προτιμώ κάτι με πιο ήπια γεύση.

οξύς

(golpe)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le dio al niño una palmada fuerte en el trasero.

βαρύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El extranjero tenía un fuerte acento.

δυνατός, ισχυρός

(brisa, viento)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un viento fuerte soplaba afuera y mecía las ramas de los árboles.

σκληρός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
"Necesito un trago fuerte" dijo Daphne después de descubrir que había ganado la lotería.

ισχυρός

adjetivo de una sola terminación (νόμισμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που σφυροκοπά

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se paró bajo una puerta, al reparo de la fuerte lluvia.

έντονος

(γεύση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las anchoas enlatadas tienen un gusto salado y fuerte.

ανθεκτικός, σκληραγωγημένος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ella es una mujer tenaz; siempre supera todas las dificultades.
Είναι σκληραγωγημένη, πάντα αντιπαρέρχεται όλες τις δυσκολίες.

φόρτε

adjetivo (volumen)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

δυνατός, ισχυρός, γερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El poderoso león cazó un ñu.
Το πανίσχυρο λιοντάρι κατατρόπωσε ένα γκνου.

δυνατός

(ψυχικά, συναισθηματικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Paul perdió su trabajo, su esposa lo dejó y el banco se quedó con su casa, pero él sigue en pie, es muy resiliente.
Ο Πολ έχασε τη δουλειά του, τον παράτησε η γυναίκα του και το σπίτι του κατασχέθηκε από την τράπεζα, αλλά συνεχίζει να τα βγάζει πέρα. Είναι πολύ δυνατός.

δυνατός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Erika es muy robusta, se mudó sin ayuda de nadie.
Η Έρικα είναι πολύ δυνατή, μετακόμισε χωρίς καμία βοήθεια.

δυνατός, ισχυρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mezcla era demasiado potente para usar en humanos.
Το διάλυμα ήταν υπερβολικά δυνατό (or: ισχυρό) για να χρησιμοποιηθεί σε ανθρώπους.

άντρακλας, βαρβάτος

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σκληραγωγημένος

(άτομο)

Ian es una persona resistente; creo que no tendrá problemas si se va de mochilero.

οξύς

(sabor, olor)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El refresco es bastante agrio y nada dulce.

ενεργητικός, δραστήριος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El ejercicio vigoroso puede ayudar a reducir el riesgo de contraer la gripe.

μυώδης, ρωμαλέος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεγάλης αντοχής

(δεν καταστρέφεται)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estas bolsas de plástico resistentes no pueden rasgarse o romperse fácilmente.
Η μορφίνη είναι ένα δυνατό παυσίπονο.

σκληρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

οχυρό, φρούριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El rey estaba seguro de que sus caballeros podían defender la fortaleza indefinidamente.

ιδιαίτερη ικανότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lidiar sensiblemente con los inquilinos no es su fortaleza.

οχυρό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La fortaleza estaba fuertemente custodiada, y no había forma de entrar sin ser visto.

σκληραγωγημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El jugador era tan resistente que jugó con una costilla fracturada.
Ο παίχτης ήταν τόσο σκληροτράχηλος, που έπαιζε ακόμη και με ραγισμένο πλευρό.

εύσωμος, στιβαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Edward era un joven fornido y solía ayudar a los mayores del pueblo cuando llevaban cosas pesadas.
Ο Έντουαρντ ήταν ένας γεροδεμένος νεαρός και συχνά βοηθούσε τους ηλικιωμένους στο χωριό του και τους σήκωνε τα βάρη.

καυτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No debes estar afuera bajo el sol abrasador así: sin filtro solar.

δυνατός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La música está demasiado alta. ¡Bajen el volumen!
Η μουσική είναι πολύ ψηλά. Χαμήλωσέ την!

δυνατός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Esa cosa sí que es potente! ¿Qué le has puesto?

τεράστιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su muerte fue un gran golpe para él.
Ο θάνατός της ήταν τεράστιο χτύπημα για αυτόν.

έντονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tim vino de Yorkshire hablando con un marcado acento.
Ο Τιμ ήταν από το Γιορκσάιρ και μιλούσε με έντονη προφορά.

ανθεκτικός, στιβαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este es un equipo duradero, diseñado para resistir tratamientos difíciles.

στιβαρός

(άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Andrew era un joven muy robusto.
Ο Άντριου ήταν ένας γεροδεμένος νεαρός.

δυνατός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tienes que ser firme si quieres tener un cargo público.

ογκώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La silueta de una figura fornida era visible en la entrada.

σοβαρά, άσχημα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Está muy enamorado.

μεγαλόσωμος, εύσωμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δυνατά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dios mío, ¿dije eso en voz alta? Creí haberlo dicho para mis adentros.
Θεέ μου, το είπα δυνατά αυτό; Ήταν απλώς μια σκέψη.

γερό χτύπημα, δυνατό χτύπημα

αψύτητα

(πικάντικη γεύση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λαχάνιασμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο Τζεφ άκουγε τον σκύλο του να βαριανασαίνει.

καυστικό σχόλιο, δριμεία επίκριση, δριμεία κριτική

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δυναμώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El pegamento se endurece cuando se seca.
Η κόλλα αποκτά αντοχή καθώς στεγνώνει.

ποδοπατώ, τσαλαπατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alguien ha pisoteado mis canteros.
Κάποιος τσαλαπάτησε τα λουλούδια στα παρτέρια μου.

έντονη γεύση

(για τρόφιμο)

γενναίος, θαρραλέος

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γερός και δυνατός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Πιο δυνατά!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χρηματοκιβώτιο

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hay una caja fuerte con dinero enterrada en algún lugar de este patio.

αψάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μηλίτης

(ακοολούχο ποτό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεγάλη ζήτηση, υψηλή ζήτηση

Hay una fuerte demanda de estos coches más chicos, señor.

ο νόμος του ισχυρότερου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Darwin nunca usó el término "supervivencia del que mejor se adapta" en sus escritos.

ρεύμα αέρα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un viento fuerte cerró la puerta y me quedé afuera de la casa.

εκτυφλωτικό φως

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No te pierdas las luces fuertes de Broadway cuando estés en Nueva York.

σκληρό ποτό

locución nominal femenina (αργκό,μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A algunos les gustan la cerveza y el vino, pero hay muchos que prefieren las bebidas fuertes.

δυνατός άνεμος,τρελοαέρας

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αψιδωτή γέφυρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

το δυνατότερο σημείο, το πιο δυνατό σημείο

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Su punto fuerte es el conocimiento tan profundo que posee de ambos idiomas.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fuerte στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.