Τι σημαίνει το fuente στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fuente στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fuente στο ισπανικά.

Η λέξη fuente στο ισπανικά σημαίνει πηγή, σιντριβάνι, ψύκτης, αστείρευτη πηγή, πηγή, γραμματοσειρά, πηγή, γραμματοσειρά, πίδακας, πηγή, πηγή, πηγή, πιατέλα, τυπογραφικό στοιχείο, σιντριβάνι, σιντριβάνι, πιατέλα, χώρος σε σπα όπου διατίθεται ιαματικό νερό, τυπογραφικό στοιχείο, τύπος γραμμάτων, πηγή, πηγή, τύπος κειμένου, βρύση, οδός εφοδιασμού, πηγή, στοιχείο, πηγή, πιατέλα, πιάτο, έμπνευση, πηγή, προέλευση, πηγή, πηγή, χρηματοδότης, ανεξάντλητη πηγή, ταψί, από αξιόπιστη πηγή, πηγή εισοδήματος, πηγή κέρδους, γάστρα, πατούρα γραμματοσειράς, αυτός που μολύνει, θησαυρός πληροφοριών, μήλο της έριδας, συχνή αιτία, κοινή αιτία, πηγή νεότητας, στιλό, θερμοπηγή, ιαματική πηγή, πηγή ενέργειας, πηγή ενέργειας, ψύκτης, λαμαρίνα, πηγάδι ευχών, εναλλακτική πηγή ενέργειας, πηγή γνώσης, πηγή θερμότητας, που τρώει τα λεφτά, ροή εσόδων, πηγή, πηγή, πένα από φτερό, κώδικας πηγής, πηγή εισοδήματος, πηγή φωτός, πηγή ενέργειας, πάγκος αναψυκτικών, wingding, ξέρω κτ στα σίγουρα, μετατρέπω κτ σε σχόλιο, ευχάριστος, βιβλιογραφία, πηγή εισοδήματος, seeder, εναλλακτική πηγή ενέργειας, -, κολυμπήθρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fuente

πηγή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Cuál es la fuente de esta información?
Ποια είναι η πηγή αυτής της πληροφορίας;

σιντριβάνι

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La casa tenía un patio con una fuente.
Το σπίτι είχε μια αυλή με ένα σιντριβάνι.

ψύκτης

(μετακινούμενη συσκευή, κρύο νερό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kate bebió en la fuente.
Η Κέιτ ήπιε από τον ψύκτη.

αστείρευτη πηγή

nombre femenino (μεταφορικά)

Bill es una fuente de información de historia local.
Ο Μπιλ είναι μια αστείρευτη πηγή πληροφοριών για την τοπική ιστορία.

πηγή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La Enciclopedia Británica es una respetada fuente de referencia.
Η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα είναι μια αξιόπιστη πηγή αναφοράς.

γραμματοσειρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Paul cambió la fuente a Times New Roman.
Ο Πωλ άλλαξε τη γραμματοσειρά σε Times New Roman.

πηγή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El artículo citaba tres fuentes secretas dentro del gobierno.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ένας καλός δημοσιογράφος δεν αποκαλύπτει ποτέ τις πηγές του.

γραμματοσειρά

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El titular del artículo se escribió con una fuente de 24 puntos.

πίδακας

nombre femenino (figurado)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El volcán se convirtió en una fuente de humo y lava.

πηγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ese niño es la causa de tan inmensa alegría en la familia.
Εκείνο το παιδί αποτελεί πηγή μεγάλης χαράς για όλη την οικογένεια.

πηγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Trajeron agua de manantial.

πηγή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El estudiante consultó numerosas fuentes, incluidos glosarios especializados.
Ο μελετητής συμβουλεύτηκε πολλές πηγές, μεταξύ των οποίων εξειδικευμένα γλωσσάρια.

πιατέλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi abuela tiene fuentes coleccionables y otros trastos del año 1930.

τυπογραφικό στοιχείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σιντριβάνι

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σιντριβάνι

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιατέλα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χώρος σε σπα όπου διατίθεται ιαματικό νερό

nombre femenino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τυπογραφικό στοιχείο

nombre femenino (tipografía)

Esta fuente de seis puntos es demasiado pequeña.
Τα στοιχεία των έξι σημείων είναι υπερβολικά μικρά.

τύπος γραμμάτων

(estilo de letra)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La fuente de las invitaciones de boda son muy elegantes.

πηγή

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πηγή

nombre femenino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τύπος κειμένου

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Si cambias la fuente queda mejor el diseño.

βρύση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Después de la clase de gimnasia, los niños se pusieron en fila para tomar agua de la fuente.

οδός εφοδιασμού

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Esta ruta es una fuente de alimento.

πηγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La fuente de este río es un pequeño arroyo en las Montañas Rocosas.

στοιχείο

nombre femenino (tipografía)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La fuente es de un tipo de letra serif.

πηγή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El estudio citó varias fuentes.

πιατέλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tara sacó unos aperitivos en una fuente.

πιάτο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Qué tipo de plato quieres usar para servir la pasta?

έμπνευση

(πηγή ιδέας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Cuál fue la inspiración para esta obra monumental?
Τι ήταν η έμπνευσή σας για αυτό το μνημειώδες έργο;

πηγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Llegamos a un manantial mientras íbamos de excursión por la montaña y llenamos nuestras botellas de agua.

προέλευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nunca se determinó la procedencia del antiguo manuscrito.

πηγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πηγή

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pregúntale a Jennie sobre ordenadores; ella es un manantial de conocimientos.

χρηματοδότης

(ειρωνικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ανεξάντλητη πηγή

(figurado)

ταψί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Edward calentó aceite en la asadera antes de añadir las patatas.

από αξιόπιστη πηγή

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Claro que es cierto, ¡lo obtuve de primera mano!

πηγή εισοδήματος, πηγή κέρδους

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γάστρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Necesitarás una fuente para horno para hacer el pavo.

πατούρα γραμματοσειράς

(τυπογραφία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Prefiero los documentos escritos con fuentes de trazo terminal.

αυτός που μολύνει

(άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θησαυρός πληροφοριών

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Internet es una gran fuente de información, parte buena y parte absolutamente incorrecta.

μήλο της έριδας

(CO, coloquial) (μεταφορικά)

συχνή αιτία, κοινή αιτία

Τα κακοκατασκευασμένα σπίτια αποτελούν συχνή αιτία για αγωγές.

πηγή νεότητας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El hombre se pasó toda la vida buscando la legendaria fuente de la juventud.
Ο ηλικιωμένος άντρας είχε περάσει όλη του τη ζωή αναζητώντας τη φημισμένη πηγή της νεότητας.

στιλό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esas manchas de tinta en su remera son de su pluma fuente.

θερμοπηγή, ιαματική πηγή

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El agua de las fuentes termales se calienta con calor que viene del centro de la tierra.
Το νερό στις θερμοπηγές ζεσταίνεται από τη θερμότητα που προέρχεται από το εσωτερικό της γης.

πηγή ενέργειας

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dado que el suministro de petróleo es finito debemos encontrar fuentes de alimentación alternativas.

πηγή ενέργειας

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψύκτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Colocaron diez dispensadores de agua fría en una mesa para los atletas del gimnasio.
Δέκα ψύκτες στήθηκαν σε ένα τραπέζι για τους αθλητές στο γυμναστήριο. Πολλοί εργάτες συγκεντρώνονται γύρω από τον ψύκτη για να κουτσομπολέψουν αλλά και για να πιουν νερό.

λαμαρίνα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No te olvides de aceitar la fuente de horno para cocinar las papas.

πηγάδι ευχών

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tiré una moneda a la fuente de los deseos, esperando que todos mis sueños se hiciesen realidad. Las monedas de la fuente de los deseos son recogidas y entregadas a la caridad.
Έριξα ένα νόμισμα στο πηγάδι των ευχών ελπίζοντας ότι όλα μου τα όνειρα θα πραγματοποιηθούν. Τα νομίσματα στο πηγάδι των ευχών συγκεντρώνονται και μοιράζονται σε φιλανθρωπίες.

εναλλακτική πηγή ενέργειας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πηγή γνώσης

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
En lo referente a Hemingway, mi profesor es la fuente del conocimiento.

πηγή θερμότητας

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El Sol es la fuente de calor que hace posible la vida en el Planeta.

που τρώει τα λεφτά

locución nominal femenina (μτφ, καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se compró una casa barata pero terminó siendo una fuente permanente de gastos.

ροή εσόδων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Ese cliente es nuestra principal fuente de ingresos; no podemos perderlo.

πηγή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πηγή

(natural)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πένα από φτερό

locución nominal femenina (hecha con pluma de ave)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κώδικας πηγής

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πηγή εισοδήματος

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πηγή φωτός

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πηγή ενέργειας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πάγκος αναψυκτικών

locución nominal femenina (local, cafetería)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

wingding

(γραμματοσειρά)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ξέρω κτ στα σίγουρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sé con certeza que ganó más de un millón de dólares el año pasado.

μετατρέπω κτ σε σχόλιο

(προγραμματισμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ευχάριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Algunas personas creen ver películas de terror es una fuente de diversión.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτή η ταινία ήταν ευχάριστη.

βιβλιογραφία

nombre femenino (material de referencia) (λίστα βιβλίων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El estudio incluye las fuentes bibliográficas sobre el tema.
Η έρευνα συμπεριλαμβάνει μια βιβλιογραφία με πηγές επί του θέματος.

πηγή εισοδήματος

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Nuestra nueva línea de productos será una mina de oro.

seeder

locución nominal femenina (informática) (διαδύκτυο, τόρρεντ)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

εναλλακτική πηγή ενέργειας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El viento, el sol y el agua son todas fuentes de energía renovables.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Es luz y guía en el mundo del arte.
Είναι πρωτοπόρος στον χώρο των τεχνών.

κολυμπήθρα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fuente στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του fuente

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.