Τι σημαίνει το funnel στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης funnel στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του funnel στο Αγγλικά.

Η λέξη funnel στο Αγγλικά σημαίνει χωνί, φουγάρο, διοχετεύω, διοχετεύω κτ μέσα από κτ, κατευθύνω, οδηγώ, διοχετεύω κτ μέσα από κτ, περνάω, περνώ, διοχετεύομαι, διοχετεύομαι έξω από κτ, γλυκό από τηγανητή ζύμη, κωνικός, είδος δηλητηριώδους αράχνης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης funnel

χωνί

noun (cone for pouring)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jim poured the oil into the engine through a funnel.
Ο Τζιμ έχυσε το λάδι στη μηχανή με ένα χωνί.

φουγάρο

noun (smoke shaft)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The ship's exhaust rose out of the funnel.
Τα καυσαέρια του πλοίου αναδύονταν από το φουγάρο.

διοχετεύω

transitive verb (pour through a funnel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul funneled the used cooking oil into a plastic bottle.
Ο Πωλ έχυσε το χρησιμοποιημένο λάδι μαγειρικής μέσα σε ένα πλαστικό μπουκάλι.

διοχετεύω κτ μέσα από κτ

(pour through [sth] narrow)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The mechanic funneled the dirty oil through a hose.
Ο μηχανικός διοχέτευσε το βρώμικο λάδι με ένα σωλήνα.

κατευθύνω, οδηγώ

transitive verb (figurative (channel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The farmer funneled the sheep into the enclosure.
Ο αγρότης οδήγησε τα πρόβατα στον περιφραγμένο χώρο.

διοχετεύω κτ μέσα από κτ

(figurative (channel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He funneled his ill-gotten gains through his wife's business account.
Διοχέτευσε τα παράνομα έσοδά του μέσω του εταιρικού λογαριασμού της συζύγου του.

περνάω, περνώ

intransitive verb (move, trickle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The travelers funneled through airport security.

διοχετεύομαι

phrasal verb, intransitive (be channelled)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διοχετεύομαι έξω από κτ

phrasal verb, intransitive (be channelled out)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γλυκό από τηγανητή ζύμη

noun (US, Can (sweet fried batter)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κωνικός

adjective (in the shape of a cone)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

είδος δηλητηριώδους αράχνης

noun (venomous arachnid)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Funnel-web spiders are extremely venomous.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του funnel στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.