Τι σημαίνει το tube στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tube στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tube στο Αγγλικά.

Η λέξη tube στο Αγγλικά σημαίνει σωλήνας, αγωγός, αυλός, σωλήνας, σαμπρέλα, μετρό, χαζοκούτι, τηλεόραση, τηλεόραση, στράπλες, βρόγχος, τριχοειδές αγγείο, καθοδική ακτίνα, ευσταχιανή σάλπιγγα, φαλοπιανές σάλπιγγες, φαλλόπειοι σάλπιγγες, καθετήρας σίτισης, αγωγός αέριου, σαμπρέλα ελαστικού, κύλινδρος, νευρικός σωλήνας, δοκιμαστικός σωλήνας, του δοκιμαστικού σωλήνα, παιδί του σωλήνα, στατώ δοκιμαστικών σωλήνων, στράπλες μπλουζάκι, λυχνία κενού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tube

σωλήνας, αγωγός

noun (pipe, cylinder)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The poster was rolled up and placed inside a tube to prevent it from getting creased. The liquid flowed through the tubes into the tank.
Η αφίσα ήταν τυλιγμένη σε ρολό και τοποθετημένη μέσα σε έναν σωλήνα για να μην τσαλακωθεί.

αυλός, σωλήνας

noun (anatomy: passage, canal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The pain was probably caused by a blocked tube somewhere in the digestive system.
Ο πόνος μάλλον προερχόταν από μια φραγμένη σάλπιγγα κάπου στο πεπτικό σύστημα.

σαμπρέλα

noun (part inside a tire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You need to inflate the tube to get your tyres to the right pressure.

μετρό

noun (UK, informal (London underground railway)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Wendy needed to get to the other side of London, so she took the tube. Ian travels to work by Tube.

χαζοκούτι

noun (slang (television) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The kids spend all day glued to the tube; they should get outside and play in the fresh air.

τηλεόραση

noun (US, dated, slang (television)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's the best show on the boob tube.

τηλεόραση

noun (US, dated, slang (television set)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The boob tube is in the corner of the room.

στράπλες

noun (UK (shoulderless women's top)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Jane is wearing a bright pink boob tube.

βρόγχος

noun (bronchus, airway)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τριχοειδές αγγείο

noun (physics: glass tube) (φυσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καθοδική ακτίνα

noun (TV: device to display images)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cathode ray tube, or CRT, is being replaced by newer display technologies, such as LCD (liquid crystal display) or plasma.

ευσταχιανή σάλπιγγα

noun (part of the ear)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Eustachian tube links the pharynx to the middle ear.

φαλοπιανές σάλπιγγες, φαλλόπειοι σάλπιγγες

noun (female reproductive part)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The fallopian tubes carry eggs from the ovaries to the womb.

καθετήρας σίτισης

noun (nasogastric tubing)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The patient was fitted with a feeding tube.

αγωγός αέριου

noun (pipe that transports gas)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σαμπρέλα ελαστικού

noun (rubber tubing in tyre)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some cyclists carry a spare inner tube with them in case they get a puncture.

κύλινδρος

noun (packaging: cardboard cylinder)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You may want to consider using a mailing tube for that poster.

νευρικός σωλήνας

noun (embryology)

δοκιμαστικός σωλήνας

noun (glass vial)

του δοκιμαστικού σωλήνα

noun as adjective (relating to a test tube)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παιδί του σωλήνα

noun (informal (person: conceived in-vitro) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Test-tube babies are common these days.

στατώ δοκιμαστικών σωλήνων

noun (laboratory: holder for test tubes)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στράπλες μπλουζάκι

(clothing)

λυχνία κενού

noun (electron tube in radios, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tube στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του tube

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.