Τι σημαίνει το funny στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης funny στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του funny στο Αγγλικά.

Η λέξη funny στο Αγγλικά σημαίνει αστείος, αστείος, περίεργος, παράξενος, περίεργος, παράξενος, εξυπνάδες, περίεργος, παράξενος, αστείο, κόμικς, κόμιξ, ωλένιο νεύρο, αίσθηση του χιούμορ, μπαγαποντιά, πονηριά, βρωμοδουλειά, είδος αυτοκινήτου για αγώνες επιτάχυνσης, διασκεδαστικός τύπος, ιδιόρρυθμος τύπος, πλαστό χρήμα, ξένο συνάλλαγμα, αστεία ιστορία, αστείο, περίεργο πράγμα, ξεκαρδιστικός, κάνω γκριμάτσα, ξεκαρδιστικός, παράξενος, περίεργος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης funny

αστείος

adjective (amusing) (προκαλεί γέλιο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Let me tell you a funny story.
Θα σου πω μία διασκεδαστική ιστορία.

αστείος

adjective ([sb]: funny)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is so funny. We were laughing the whole time.
Είναι τόσο αστείος! Γελούσαμε όλη την ώρα.

περίεργος, παράξενος

adjective (informal (strange, odd)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's funny that we bumped into them on holiday.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν είναι κουλό που σε μια τόσο μεγάλη παραλία βρεθήκαμε να καθόμαστε δίπλα την καθηγήτριά μας;

περίεργος, παράξενος

adjective (informal (suspicious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There's something funny about that man over there.

εξυπνάδες

adjective (informal (insolent)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Don't get funny with me.
Μη μου αρχίζεις τις εξυπνάδες.

περίεργος, παράξενος

adjective (informal ([sb], [sth]: odd)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That guy is kind of funny. Let's go somewhere else.

αστείο

noun (US, informal (humorous remark)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He told a funny the other day.

κόμικς, κόμιξ

plural noun (US (comic strips)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I always read the funnies before anything else.

ωλένιο νεύρο

noun (informal (anatomy: ulnar nerve) (Ανατομία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I accidentally banged my funny bone and my arm still tingles.
Χτύπησα κατά λάθος το ωλένιο νεύρο και το χέρι μου ακόμη τρέμει.

αίσθηση του χιούμορ

noun (figurative (sense of humour) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That joke really tickled my funny bone.

μπαγαποντιά, πονηριά, βρωμοδουλειά

noun (slang (sneaky behaviour)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We're leaving you alone on trust – so no funny business!

είδος αυτοκινήτου για αγώνες επιτάχυνσης

noun (US (type of drag racing)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
They're called funny cars because the placement of the rear wheels gives them a funny appearance.

διασκεδαστικός τύπος

noun (UK, informal (amusing man)

Although he's not the brightest person on earth, he's a funny chap. You can always count on him to cheer you up.

ιδιόρρυθμος τύπος

noun (UK, informal (strange man)

What a funny chap! He's the only person I know who uses a fork to have his soup, instead of a spoon.

πλαστό χρήμα

noun (informal (counterfeit currency)

ξένο συνάλλαγμα

noun (informal, humorous (foreign currency)

αστεία ιστορία

noun (amusing anecdote, joke)

He told us a funny story about his holiday in Thailand.

αστείο

noun ([sth] amusing)

A funny thing happened to me on my way here tonight.
Κάτι αστείο μου συνέβη καθώς ερχόμουν εδώ απόψε.

περίεργο πράγμα

noun ([sth] curious or unusual)

ξεκαρδιστικός

adjective (extremely humorous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κάνω γκριμάτσα

verbal expression (informal (make silly facial expression)

To make me laugh, my dad made funny faces at me.

ξεκαρδιστικός

adjective (informal (hilarious) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Even after all these years I still find my granddad's stories screamingly funny.

παράξενος, περίεργος

adjective (odd in appearance)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του funny στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του funny

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.