Τι σημαίνει το shaft στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης shaft στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shaft στο Αγγλικά.

Η λέξη shaft στο Αγγλικά σημαίνει κοντάρι, ακτίνα, σώμα, κοντάρι, ράχη, φρεάτιο, φρεάτιο εξαερισμού, τον μπήγω σε κπ, τον χώνω σε κπ, τη φέρνω σε κπ, ρίξιμο, ρυμός, φρεάτιο, λαβή, πούτσος, φωταγωγός, αεραγωγός, στροφαλοφόρος άξονας, κινητήριος άξονας, φρεάτιο ανελκυστήρα, διάφυση βραχιονίου, σήραγγα ορυχείου, άξονας προπέλας, άξονας μετάδοσης ισχύος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης shaft

κοντάρι

noun (body of arrow, spear)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The arrow maker ensured the shaft was straight.
Ο κατασκευαστής του βέλους βεβαιώθηκε πως η ράβδος ήταν ίσια.

ακτίνα

noun (ray: of light)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A shaft of light broke through the clouds.
Μια ακτίνα φωτός εμφανίστηκε μέσα από τα σύννεφα.

σώμα

noun (handle of golf club)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The golfer gripped the shaft of her club and prepared to make her shot.
Η γκόλφερ έπιασε το σώμα του μπαστουνιού της και ετοιμάστηκε να χτυπήσει το μπαλάκι.

κοντάρι

noun (pole, rod)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Smiths erected a tall shaft in their garden and attached a flag to it.
Οι Σμιθ έστησαν έναν ψηλό στύλο στον κήπο τους και του έβαλαν μια σημαία.

ράχη

noun (part of feather)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The feather's shaft was bent.
Η ράχη του φτερού ήταν κυρτή.

φρεάτιο

noun (for elevator, lift)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The group was desperate to escape, so when the lift didn't come, they prised the doors open and peered into the shaft to see if there was a ladder.
Η ομάδα ήταν απελπισμένη και ήθελε να δραπετεύσει και έτσι όταν δεν ήρθε το ασανσέρ, άνοιξαν τις πόρτες και κοίταξαν μέσα στο φρεάτιο για να δουν αν υπήρχε σκάλα.

φρεάτιο εξαερισμού

noun (vertical enclosed space)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The hero escaped from the locked room through a ventilation shaft.

τον μπήγω σε κπ, τον χώνω σε κπ

transitive verb (figurative, vulgar, slang (have sex with) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I heard Brian's shafting Marsha.
Άκουσα τον Μπράιαν να κουτουπώνει τη Μάρσα.

τη φέρνω σε κπ

transitive verb (figurative, vulgar, slang (cheat) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Too late, Adrian realised the shopkeeper had shafted him.
Ο Άντριαν κατάλαβε πολύ αργά πως ο καταστηματάρχης του την είχε φέρει.

ρίξιμο

noun (US, slang (unfair treatment) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρυμός

noun (often plural (to attach horse to cart)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The farmer got the horse between the shafts.

φρεάτιο

noun (entrance to a mine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Every morning the miners went down the shaft into the pit.

λαβή

noun (handle of tool)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jane grasped the shaft of the axe and swung it with all her force.

πούτσος

noun (figurative, vulgar, slang (penis) (χυδαίο, αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φωταγωγός

noun (building: air passage)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In my apartment, half the windows look out onto the street and half into the air shaft.

αεραγωγός

noun (ventilation shaft in mine)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στροφαλοφόρος άξονας

noun (part of engine)

It appears that the crankshaft is broken, so you'll have to talk to a mechanic.

κινητήριος άξονας

noun (mechanism)

φρεάτιο ανελκυστήρα

noun (passage for a lift)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διάφυση βραχιονίου

noun (part of upper arm)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σήραγγα ορυχείου

noun (underground tunnel) (οριζόντια)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Abandoned mine shafts are very dangerous and should be avoided.

άξονας προπέλας

noun (power: engine to propeller)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

άξονας μετάδοσης ισχύος

noun (power: engine to wheels)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shaft στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του shaft

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.