Τι σημαίνει το gaz στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gaz στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gaz στο Γαλλικά.

Η λέξη gaz στο Γαλλικά σημαίνει αέριο, γκάζι, αέρια, αέρια, αέρια, αέρια, μάτι, άφρισμα, αέρια, σκοτώνω με δηλητηριώδες αέριο, κουζίνα υγραερίου, κουζίνα με γκάζι, κουζίνα με αέριο, καυστήρας, ρυθμιστική δικλείδα, φως λυχνίας, εργαζόμενος σε εταιρεία αερίου, εργοστάσιο αερίου, εστία αερίου, θάλαμος αερίων, πετρελαϊκή εταιρία, θερμάστρα γκαζιού, σόμπα γκαζιού, λάμπα αερίου, αναπτήρας, μετρητής βενζίνης, αεριοστρόβιλος, δακρυγόνα, θάλαμος αερίων, φιάλη αερίου, κινητήρας εσωτερικής καύσης, θέρμανση με αέριο, αντιασφυξιογόνος μάσκα, αγωγός αέριου, κουζίνα με γκάζι, κουζίνα με αέριο, αγωγός αέριου, ιδανικό αέριο, γελαστικό/ ιλαρυντικό αέριο, αέριο μουστάρδας, φυσικό αέριο, νευροπαραλυτικό αέριο, ευγενές αέριο, αδρανές αέριο, δηλητηριώδες αέριο, αέριο του θερμοκηπίου, καύσιμο αέριο, αέριες εκπομπές, υγροποιημένο αέριο, εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, καυσαέρια, ρίχνω δακρυγόνα σε κάποιον, δακρυγόνο, ψεκάζω, καυσαέρια, απέκκριση, με αέριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gaz

αέριο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le volcan émettait de grosses quantités de gaz toxique.
Το ηφαίστειο έβγαζε πολλά δηλητηριώδη αέρια.

γκάζι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Erin a apporté une bonbonne de gaz pour le réchaud.
Η Έριν αγόρασε μία φιάλη γκάζι για την κουζίνα της κατασκήνωσης.

αέρια

nom masculin pluriel

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ces haricots m'ont donné des gaz.

αέρια

nom masculin (μτφ: στο έντερο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Erin n'a pas fermé l'œil de la nuit à cause de terribles gaz.
Η Έριν είχε πολλά αέρια που την κράτησαν ξύπνια όλη τη νύχτα.

αέρια

nom masculin (flatulence) (μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Jack a malencontreusement eu des gaz en cours.
Ο Τζακ άφησε κατά λάθος αέρια την ώρα του μαθήματος.

αέρια

(κοιλιάς)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μάτι

(de cuisinière) (σε κουζίνα αερίου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άφρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le soda est éventé est n'a plus de bulles.

αέρια

nom masculin (πεπτικού συστήματος)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σκοτώνω με δηλητηριώδες αέριο

(Militaire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le despote gazait ses adversaires politiques.

κουζίνα υγραερίου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les gazinières sont bien plus efficaces que les cuisinières électriques.

κουζίνα με γκάζι, κουζίνα με αέριο

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Προτιμούσε να χρησιμοποιεί κουζίνα με γκάζι παρά ηλεκτρική κουζίνα. Έχουμε μια φορητή κουζίνα με γκάζι για το κάμπινγκ.

καυστήρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
J'ai installé un brûleur pour les déchets alimentaires à la cave.

ρυθμιστική δικλείδα

Le moteur ne fonctionnait pas correctement à cause d'un accélérateur défectueux.

φως λυχνίας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εργαζόμενος σε εταιρεία αερίου

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εργοστάσιο αερίου

nom féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εστία αερίου

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Je préfère cuisiner sur une cuisinière avec un brûleur à gaz.

θάλαμος αερίων

nom féminin (εκτέλεσε)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Les moyens d'exécution incluent la chambre à gaz et la chaise électrique.

πετρελαϊκή εταιρία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La compagnie de gaz a augmenté ses prix pour l'hiver.

θερμάστρα γκαζιού, σόμπα γκαζιού

(système)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La maison que nous prévoyons d'acheter a le chauffage au gaz.

λάμπα αερίου

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Au 19e siècle, plusieurs rues étaient éclairées par des lampes à gaz.

αναπτήρας

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ian a allumé le réchaud avec un briquet à gaz.

μετρητής βενζίνης

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Votre facture de gaz est calculée en fonction des relevés de votre compteur (de gaz).

αεριοστρόβιλος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La turbine à gaz génère de l'électricité pour alimenter les bâtiments de l'université.

δακρυγόνα

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Les policiers ont lancé du gaz lacrymogène dans la foule quand elle a refusé de se disperser.

θάλαμος αερίων

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φιάλη αερίου

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κινητήρας εσωτερικής καύσης

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

θέρμανση με αέριο

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντιασφυξιογόνος μάσκα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγωγός αέριου

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κουζίνα με γκάζι, κουζίνα με αέριο

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγωγός αέριου

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ιδανικό αέριο

nom masculin (φυσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γελαστικό/ ιλαρυντικό αέριο

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αέριο μουστάρδας

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Même si son odeur s'en est allée, le gaz moutarde imprègne encore bien des forêts de Meuse.

φυσικό αέριο

nom masculin

Je chauffe ma maison au gaz naturel.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο λογαριασμός του φυσικού αερίου ήταν πολύ υψηλός τον περασμένο μήνα. Ζεσταίνω το σπίτι μου με φυσικό αέριο.

νευροπαραλυτικό αέριο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le gaz neurotoxique a la capacité de tuer des milliers des gens en peu de temps.

ευγενές αέριο, αδρανές αέριο

nom masculin

δηλητηριώδες αέριο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αέριο του θερμοκηπίου

nom masculin (συνήθως πληθυντικός)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Plusieurs pays ont accepté de réduire leurs émissions de gaz à effet de serre.
Πολλές χώρες έχουν συμφωνήσει να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.

καύσιμο αέριο

nom masculin

αέριες εκπομπές

nom féminin

À quand les véhicules totalement sans émission de gaz ?

υγροποιημένο αέριο

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου

nom féminin pluriel

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καυσαέρια

nom masculin pluriel

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ρίχνω δακρυγόνα σε κάποιον

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δακρυγόνο

nom masculin (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La police a utilisé du gaz lacrymogène pour disperser les manifestants.

ψεκάζω

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle s'est défendue contre l'agresseur en l'attaquant au gaz lacrymogène.
Ψέκασε αυτόν που της επιτέθηκε με ένα σπρέι που κρατούσε στην τσάντα της.

καυσαέρια

nom masculin (fumées)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Le gaz d'échappement de sa voiture puait tellement que Linda devait conduire les fenêtres fermées.
Τα καυσαέρια απ' το αυτοκίνητο που προπορεύονταν βρομούσαν τόσο που η Λίντα αναγκάστηκε να κλείσει τα παράθυρα.

απέκκριση

(dans l'air)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

με αέριο

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gaz στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του gaz

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.