Τι σημαίνει το grande στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης grande στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grande στο ισπανικά.

Η λέξη grande στο ισπανικά σημαίνει μεγάλος, μεγάλος, αρκετά μεγάλος, μεγάλος, αρκετά μεγάλος, άρχοντας, ευγενής, κεφαλωτό οστό, μεγάλος, μεγάλος, μεγάλου μεγέθους, πολύ μεγάλος, ανώριμος, μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός, τεράστιος, τεράστιος, μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός, μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός, τεράστιος, υπέροχος, καταπληκτικός, θαυμάσιος, μεγαλώνω, μεγάλος, υψηλός, μεγάλος, μεγαλόσωμος, ψηλώνω, μεγάλος, σπουδαία προσωπικότητα, σημαντική προσωπικότητα, μάξι, maxi, ογκώδης, ενήλικος, τεράστιος, απέραντος, αχανής, ατελείωτος, γιγάντιος, γιγαντιαίος, εκτενής, ευρύς, ειλικρινής, επιβλητικός, τεράστιος, ενήλικος, που χάσκει, τεράστιος, ευγενής, ξακουστός, πολύς, μεγάλος, ενήλικας, ορθάνοιχτος, XL, πολλά μπράβο, εμπορικό κέντρο, η καλή, μεγαλύτερος, υπερμεγέθης, που έχει μεγάλο στόμα, που έχει πλατύ στόμα, μέγιστος, μεγαλύτερος, μέγιστος, πιο μεγάλος, μεγεθύνω, μεγαλώνω, έξτρα μήκος, παλιότερος, υπερμεγέθης, υπερμεγέθης, υπερμεγέθης, τεράστιος, βαρυκόκκαλος, πολύ μεγάλος, υπερβολικά μεγάλος, γέρος, πολύ γέρος, γερασμένος, πολύ γερασμένος, αρκετά μεγάλος, μεγάλου μεγέθους, ο απόλυτος, εύλογου μεγέθους, μεγαλούτσικος, πόσο μεγάλο;, η απουσία αυξάνει την ένταση της αγάπης, κουτάλι της σούπας, ληστόγλαρος, μεγάλη οθόνη, εύσωμο/παχύ άτομο, μεγάλο παιδί, μεγάλο αγόρι, κερδίζω το πρώτο βραβείο, ζω τη μεγάλη ζωή, ζω στην πολυτέλεια, μεγαλώνω, ψηλώνω, ορμάω, ορμώ, μεγάλων μεγεθών, πολύ μεγάλος, μεγαλύτερος από κπ/κτ, δυσανάλογος, τρελά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης grande

μεγάλος

adjetivo de una sola terminación (μέγεθος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La ciudad cuenta con un estadio grande.
Η πόλη έχει ένα μεγάλο γήπεδο.

μεγάλος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Compraron una casa grande.
Αγόρασαν ένα μεγάλο σπίτι.

αρκετά μεγάλος

Una parte grande de la indemnización fue para la familia de la víctima.

μεγάλος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρκετά μεγάλος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

άρχοντας, ευγενής

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κεφαλωτό οστό

μεγάλος

(αριθμός, πλήθος κλπ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Había una gran muchedumbre del otro lado de la puerta.
Υπήρχε μεγάλο πλήθος έξω από την πόρτα.

μεγάλος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un trillón es un número grande.
Το τρισεκατομμύριο είναι πολύ μεγάλος αριθμός.

μεγάλου μεγέθους

adjetivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Me gustaría comprar un automóvil grande para que haya espacio para toda la familia.
Θέλω να αγοράσω ένα αυτοκίνητο μεγάλου μεγέθους για να υπάρχει χώρος για όλη την οικογένειά μου.

πολύ μεγάλος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Él sentía gran afecto por las tierras altas de Escocia.
Έτρεφε πολύ δυνατή αγάπη για τα Χάιλαντς της Σκωτίας.

ανώριμος

(αποδοκιμασίας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No es más que un niño grande que se ríe de sus propios chistes groseros.

μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi educación tiene una gran influencia en la forma en que veo la pobreza.
Η ανατροφή μου άσκησε μεγάλη επιρροή στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζω τη φτώχεια.

τεράστιος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La fiesta fue un gran éxito.
Το πάρτι είχε πολύ μεγάλη επιτυχία.

τεράστιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su muerte fue un gran golpe para él.
Ο θάνατός της ήταν τεράστιο χτύπημα για αυτόν.

μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La novena sinfonía de Beethoven es una de las grandes piezas musicales de su época.
Η Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν είναι ένα από τα μεγάλα έργα της εποχής του.

μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Churchill fue uno de los grandes líderes de Gran Bretaña.
Ο Τσόρτσιλ ήταν ένας από τους μεγάλους (or: σπουδαίους) ηγέτες της Βρετανίας.

τεράστιος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un tsunami es una gran ola a menudo ocasionada por un terremoto o un volcán.
Το τσουνάμι είναι ένα τεράστιο κύμα που προκαλείται συχνά από σεισμό ή ηφαίστειο.

υπέροχος, καταπληκτικός, θαυμάσιος

adjetivo de una sola terminación (θαυμαστός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fue un gran discurso el que diste.
Φοβερός (or: Τέλειος) ο λόγος που έβγαλες.

μεγαλώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quiere ser bombero cuando sea grande.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όταν μεγαλώσω, θέλω να οδηγώ μια Mercedes.

μεγάλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tenía un busto grande.

υψηλός

adjetivo de una sola terminación (πιο επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El número de ratas en esta ciudad es demasiado grande.

μεγάλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El camión transportaba una carga grande.
Το φορτηγό μετέφερε βαρύ φορτίο.

μεγαλόσωμος

(ύψος και βάρος: μεγάλο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mayoría de los jugadores profesionales de baloncesto son grandes.
Οι περισσότεροι επαγγελματίες είναι μεγαλόσωμοι.

ψηλώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Tú hermanito está muy grande ya!

μεγάλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El adicto murió de una gran dosis de heroína.

σπουδαία προσωπικότητα, σημαντική προσωπικότητα

nombre común en cuanto al género

Es uno de los grandes de la Historia.

μάξι, maxi

adjetivo de una sola terminación (φούστα: μέχρι το πάτωμα)

Me encanta este estilo de vestido, pero ¿lo tienen en grande?
Μου αρέσει αυτή η γραμμή του φορέματος, αλλά υπάρχει σε μάξι (or: μακρύ);

ογκώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Resultaba difícil acarrear el voluminoso saco de libros.
Ο ογκώδης σάκος με τα βιβλία ήταν δύσκολο να κουβαληθεί.

ενήλικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jenny es una mujer adulta y puede arreglárselas sola.
Η Τζένυ είναι μεγάλη γυναίκα και μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνη της.

τεράστιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los jugadores de rugby suelen tener unos muslos tremendos. Hubo una explosión tremenda que destruyó la mitad de las casas de la calle.
Οι παίκτες του ράγκμπι συχνά έχουν τεράστιους μηρούς.

απέραντος, αχανής, ατελείωτος

(geografía)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El explorador se dispuso a explorar el vasto desierto.
Οι εξερευνητές ξεκίνησαν να διασχίσουν την αχανή έρημο.

γιγάντιος, γιγαντιαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Mira las gigantescas nubes viniendo hacia aquí!

εκτενής, ευρύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El autor claramente tiene un amplio conocimiento de la historia natural.

ειλικρινής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιβλητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La gran catedral se cernía sobre la congregación.
Ο επιβλητικός καθεδρικός ορθωνόταν πάνω από το εκκλησίασμα.

τεράστιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Carol miró fijamente la vasta roca, sin saber si escalarla o si buscar un camino alrededor de ella.
Η Κάρολ κοιτούσε τον τεράστιο βράχο χωρίς να είναι σίγουρη εάν θα έπρεπε να τον σκαρφαλώσει ή να βρει έναν τρόπο να περάσει γύρω του.

ενήλικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cindy tiene tres hijos adultos.
Η Σίντυ έχει τρία ενήλικα παιδιά.

που χάσκει

(agujero) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los exploradores se pararon a la orilla del enorme cañón.

τεράστιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El conocimiento que tiene la profesora de su asignatura es vasto. El empresario solo estaba interesado en acumular vastas cantidades de dinero.
Η καθηγήτρια έχει τεράστια γνώση του αντικειμένου της.

ευγενής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Él está lleno de excelentes ideas.

ξακουστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Provenía de una buena familia.

πολύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tienes una gran oportunidad para contactar con gente esta semana.

μεγάλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La policía inició una enorme búsqueda para encontrar al fugitivo.

ενήλικας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Esta es una película para adultos; definitivamente no es para niños.
Είναι ταινία για μεγάλους, σε καμία περίπτωση δεν κάνει για παιδιά. // Όχι τώρα γλυκιά μου, μιλάνε οι μεγάλοι.

ορθάνοιχτος

(boca)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cierra esa boca muy abierta. ¡Estás siendo grosero!

XL

(talle ropa)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πολλά μπράβο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Maestro! ¡Has hecho tu mejor jugada!

εμπορικό κέντρο

η καλή

(tener éxito) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se fue a Hollywood y triunfó como estrella de cine.
Πήγε στο Χόλιγουντ, έγινε σταρ του σινεμά και έπιασε την καλή.

μεγαλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El mapa sugería que Seattle era mayor que Cleveland.
Σύμφωνα με τον χάρτη, η επιφάνεια του Σιάτλ είναι μεγαλύτερη από του Κλήβελαντ.

υπερμεγέθης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi marido tiene un auto enorme, es demasiado grande para manejar en el centro.

που έχει μεγάλο στόμα, που έχει πλατύ στόμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέγιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Erin retiró el importe máximo del cajero automático.

μεγαλύτερος, μέγιστος, πιο μεγάλος

(superlativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tenemos varios parques grandes, pero este es el mayor.
Έχουμε τρία δωμάτια ελεύθερα· θα σας κρατήσω το μεγαλύτερο (or: πιο μεγάλο). Έχουμε αρκετά μεγάλα πάρκα και αυτό είναι το μεγαλύτερο (or: πιο μεγάλο).

μεγεθύνω, μεγαλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al continuar, solamente estás magnificando el problema.

έξτρα μήκος

(talle ropa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παλιότερος

(αντικείμενο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Erika es mayor que yo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος εν ενεργεία πρωθυπουργός της χώρας.

υπερμεγέθης

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El cachorro era muy grande, pero aun así es adorable.

υπερμεγέθης

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπερμεγέθης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τεράστιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ana notó una enorme mancha en su cara.

βαρυκόκκαλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jack dice que no es gordo, es de constitución grande.

πολύ μεγάλος, υπερβολικά μεγάλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El camión es demasiado grande para pasar por debajo del puente.
Το φορτηγό είναι πολύ μεγάλο για να χωρέσει κάτω από τη γέφυρα. Αυτά τα ρούχα που δανείστηκα μου είναι πολύ μεγάλα.

γέρος, πολύ γέρος, γερασμένος, πολύ γερασμένος

locución adjetiva (AR)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρκετά μεγάλος

locución adjetiva (edad)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Tienes sólo 15 años, no eres lo suficientemente grande para tener tu propia tarjeta de crédito!

μεγάλου μεγέθους

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Hoy en día se fabrica ropa de talla grande para mujeres muy atractiva.

ο απόλυτος

locución adjetiva (intensificador)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El estafador más grande de todos los tiempos.

εύλογου μεγέθους

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μεγαλούτσικος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πόσο μεγάλο;

expresión (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Cómo de grande quieres tu porción de torta de chocolate?
Πόσο μεγάλη μερίδα θέλεις από αυτό το σοκολατένιο κέικ; Πόσο μεγάλο είναι το κρουαζιερόπλοιο;

η απουσία αυξάνει την ένταση της αγάπης

expresión

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κουτάλι της σούπας

(utensilio)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Necesitas una cuchara de servir para medir el aceite.

ληστόγλαρος

locución nominal masculina (είδος πουλιού)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεγάλη οθόνη

(AR)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εύσωμο/παχύ άτομο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Es una persona grande y le cuesta encontrar ropa que le entre.

μεγάλο παιδί, μεγάλο αγόρι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κερδίζω το πρώτο βραβείο

locución verbal (AR) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jugaba a las tragamonedas todas las noches pero todavía no se sacó la grande.

ζω τη μεγάλη ζωή, ζω στην πολυτέλεια

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Desde que se ganó la lotería está pegándose la gran vida.

μεγαλώνω, ψηλώνω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando seas más grande, podrás montar en bicicleta de dos ruedas.
Όταν ψηλώσεις (or: μεγαλώσεις), θα μπορέσεις να κάνεις ποδήλατο με δύο ρόδες.

ορμάω, ορμώ

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μεγάλων μεγεθών

locución adjetiva (talla) (ρούχα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La tienda agregó una colección de ropa extra grande.

πολύ μεγάλος

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μεγαλύτερος από κπ/κτ

(altura)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando sea grande, va a ser más alto que su padre.

δυσανάλογος

(με κτ, σε σχέση με κτ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En los dibujos de los niños, la cabeza suele ser desproporcionada con respecto al resto del cuerpo.

τρελά

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ella es impresionante, y me enamoré de ella a más no poder.
Είναι καταπληκτική και την ερωτεύτηκα τρελά.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grande στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του grande

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.