Τι σημαίνει το parar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης parar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του parar στο πορτογαλικά.

Η λέξη parar στο πορτογαλικά σημαίνει σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, διακόπτω, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, τα παρατάω, σταματώ, ακινητοποιούμαι, σταματάω να κάνω κτ, σταματώ να κάνω κτ, σταματώ, παρκάρω, σταματώ, κάνω στην άκρη, σταματάω, σταματώ, το κόβω, κόφτο, σταμάτα, εγκαταλείπω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, κάνω μια παύση, κάνω ένα διάλειμμα, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, παύω, δεν πρόκειται να ξανακάνω κτ, το κόβω, σταματάω, σταματώ, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματώ, ανακόπτω, αναχαιτίζω, συγκρατώ, σταματώ, ανακόπτω, αναστέλλω, πηγαίνω, ακινητοποιώ, κόβω, εμποδίζω, περιορίζω, σταματάω, σταματώ, κάνω μια παύση, περνάω, περνώ, σταματάω, σταματώ, σταματώ, σταματάω, σταματώ, βάζω ένα τέλος σε κτ, κολλάω, κολλάω σε κτ, κατακάθομαι, προσγειώνομαι, κρασάρω, συνεχής, ασταμάτητα, αδιάκοπα, αδυσώπητα, απευθείας, κατευθείαν, ξεκουράζομαι, συνεχής, ξεσπάω, μαγευτικός, σαγηνευτικός, εώς εδώ και μη παρέκει, διακοπή καπνίσματος, παύω, σταματώ, σταματώ, ακινητοποιούμαι, κάνω σήμα σε ταξί, σταματάω χρονόμετρο, κόβω το κάπνισμα, σταματάω το κάπνισμα, πάει να σπάσει, σχεδόν γίνομαι, ποτέ δε σταματώ, διαρκώ για πάντα, παύω να κάνω κτ, κάνω στάση, κάνω μια στάση, μακρηγορώ, δημηγορώ, σταματάω, σταματώ, μιλάω ακατάπαυστα, βγάζω, σταματώ, παραλίγο να κάνω κτ, παραδίδω πνεύμα, σταματάω, σταματώ, αγνοώ, συνέρχομαι γρήγορα από κτ, φλυαρώ, παρατάω, βγάζω τον σκασμό, το βουλώνω, εγκαταλείπω, κόβω, φλυαρώ για κτ, αφήνω κπ σε ησυχία, αφήνω κπ στην ησυχία του, αφήνω κπ ήσυχο, κόβω τα ναρκωτικά, κόβω, σταματώ να μιλώ για κτ, χαλάω, χαλώ, αναπόφευκτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης parar

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O guarda ordenou que eles parassem.
Ο φρουρός τους διέταξε να σταματήσουν.

σταματάω, σταματώ

(cessar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A chuva parou.
Η βροχή σταμάτησε.

σταματάω, σταματώ

Eu não gosto de fumar e quero parar.
Δεν μου αρέσει το κάπνισμα και θέλω να το κόψω.

σταματάω, σταματώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode parar com isso?
Θα μπορούσες να το σταματήσεις αυτό σε παρακαλώ;

σταματάω, σταματώ

verbo transitivo (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, pare de me chamar.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Παύσατε πυρ!

σταματάω, σταματώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele parou o carro para olhar o mapa.
Σταμάτησε (or: Ακινητοποίησε) το αυτοκίνητο για να κοιτάξει τον χάρτη.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pare a máquina antes de tentar fazer qualquer conserto.
Κλείσε (or: σβήσε) τη μηχανή πριν την επισκευάσεις.

διακόπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não me interrompa quando estou falando.

σταματάω, σταματώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os policiais de fronteira detiveram o caminhão.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τα παρατάω

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estou muito cansado para continuar, vou parar.

σταματώ, ακινητοποιούμαι

(movimento, processo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σταματάω να κάνω κτ, σταματώ να κάνω κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σταματώ, παρκάρω

(αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando o carro do pai dela parou do lado da casa, ela correu para cumprimentá-lo.

σταματώ, κάνω στην άκρη

(αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O táxi parou no meio-fio e a mulher saiu.
Το ταξί σταμάτησε στην άκρη του πεζοδρομίου και η γυναίκα βγήκε έξω.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu não consigo me concentrar quando você está tamborilando seus dedos na mesa. Pare.
Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, όταν χτυπάς τα δάχτυλά σου στο γραφείο. Σταμάτα.

το κόβω

expressão (gíria) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κόφτο, σταμάτα

verbo transitivo (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ele continua me provocando sobre meu namorado, queria que ele parasse.

εγκαταλείπω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι διαδηλωτές δήλωσαν ότι δεν θα σταματήσουν την εκστρατεία δράσης τους.

σταματάω, σταματώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pare de assobiar imediatamente.
Σταμάτα να σφυρίζεις αμέσως!

κάνω μια παύση, κάνω ένα διάλειμμα

(για να κάνω κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σταματάω, σταματώ

(hábito)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James está tentando parar de roer as unhas.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Τζον προσπαθεί να κόψει το κάπνισμα.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A polícia nos parou por excesso de velocidade.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μας σταμάτησε η αστυνομία επειδή τρέχαμε.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O carro parou ao chegar nos trilhos do trem.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε όταν έφτασε στις ράγες του τραίνου.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A escola para na próxima semana para as férias de verão.
Το σχολείο σταματάει για τις καλοκαιρινές διακοπές την επόμενη βδομάδα.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η Έμιλυ παραπονιέται συνέχεια για το αγόρι της, δεν σταματάει ποτέ!

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A gestão parou o projeto quando o dinheiro acabou.
Η διοίκηση διέκοψε το πρότζεκτ όταν εξαντλήθηκαν τα χρήματα.

σταματάω, σταματώ, παύω

(de fazer algo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você está me deixando maluco com todas essas perguntas. Pare!
Με τρελαίνεις με όλες αυτές τις ερωτήσεις σου. Σταμάτα! (or: Πάψε!)

δεν πρόκειται να ξανακάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sou graduado agora, vou parar de atender mesas!

το κόβω

(hábito) (καθομ: κακή συνήθεια)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sonia costumava tomar drogas, mas ela se demitiu há anos.
Η Σόνια έπαιρνε ναρκωτικά, αλλά σταμάτησε πριν από χρόνια.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A bola parou no pé da colina.

σταματώ

verto intransitivo (navio)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σταματάω, σταματώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vocês dois! Parem de brigar agora!
Ε, εσείς οι δύο! Κόφτε τον τσακωμό! Τώρα!

σταματώ

verbo transitivo (γρήγορα, απότομα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os defensores pararam o ataque dos agressores.

ανακόπτω, αναχαιτίζω, συγκρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elas conseguiram pôr fim à doença com um tratamento rudimentar.

σταματώ

verbo transitivo (σπορ: σταματώ τη μπάλα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O jogador de squash parou a bola no momento certo.
Ο παίκτης του σκουός διέκοψε την πορεία της μπάλας με ένα τσίμπημα.

ανακόπτω, αναστέλλω

(εμποδίζω, καθυστερώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ελπίζουμε ότι η χημειοθεραπεία θα σταματήσει την ανάπτυξη του όγκου.

πηγαίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu preciso passar na drogaria.
Πρέπει να πάω στο φαρμακείο.

ακινητοποιώ

verbo transitivo (parar movimento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele imobilizou a câmera antes de fazer a foto.

κόβω

verbo transitivo (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para a música. Precisamos conversar um pouco.
Κλείσε τη μουσική. Πρέπει να κουβεντιάσουμε λιγάκι.

εμποδίζω, περιορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σταματάω, σταματώ

(informal: terminar uma atividade)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω μια παύση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περνάω, περνώ

(informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você pode passar na farmácia para mim no caminho para casa?
Μπορείς να περάσεις από το φαρμακείο να μου πάρεις κάτι όπως θα έρχεσαι σπίτι;

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aquele livro é difícil de encontrar porque a editora suspendeu sua publicação há muitos anos.
Είναι δύσκολο να βρεθεί αυτό το βιβλίο γιατί ο εκδότης διέκοψε την έκδοσή του πολλά χρόνια πριν.

σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele colocou pressão no corte para tentar estancar o fluxo de sangue.

σταματάω, σταματώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A tempestade cessou nas primeiras horas da manhã.
Η καταιγίδα σταμάτησε τις πρώτες πρωινές ώρες.

βάζω ένα τέλος σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κολλάω

(figurado, não conseguir progredir) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Neil estava tentando resolver um problema de matemática, mas travou.
Ο Νηλ προσπαθούσε να λύσει ένα μαθηματικό πρόβλημα, αλλά κόλλησε.

κολλάω σε κτ

(figurado, não conseguir progredir) (μεταφορικά, καθομ)

Olivia travou na última pista das palavras cruzadas.
Η Ολίβια κόλλησε στον τελευταίο ορισμό του σταυρόλεξου.

κατακάθομαι

(entrar em repouso)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A poeira assentou nos carros antes do vento soprá-la para dentro.
Η σκόνη κατακάθισε στα αυτοκίνητα αφού την πήρε ο αέρας.

προσγειώνομαι

(um soco, um tiro) (μτφ: για χτύπημα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O soco do boxeador acabou na mandíbula do adversário.
Η γροθιά του πυγμάχου προσγειώθηκε στο σαγόνι του αντιπάλου.

κρασάρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O Windows® parou novamente. Preciso reiniciar.

συνεχής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ασταμάτητα, αδιάκοπα, αδυσώπητα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

απευθείας, κατευθείαν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ξεκουράζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνεχής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξεσπάω

(figurado, informal) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Muitas vezes ele vem me procurar para despejar seus problemas.
Συχνά έρχεται σ' εμένα για να ξεσπάσει από τα προβλήματά του.

μαγευτικός, σαγηνευτικός

expressão (figurado: sensacional)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εώς εδώ και μη παρέκει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διακοπή καπνίσματος

expressão verbal (ato de parar de fumar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παύω, σταματώ

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το μηχάνημα χάλασε κι έτσι ο εργοδηγός έβαλε τέρμα στην εργασία.

σταματώ, ακινητοποιούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω σήμα σε ταξί

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σταματάω χρονόμετρο

(parar de cronometrar algo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κόβω το κάπνισμα, σταματάω το κάπνισμα

expressão verbal (deixar o vício do cigarro)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάει να σπάσει

expressão verbal (figurado) (μεταφορικά: η καρδιά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σχεδόν γίνομαι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ποτέ δε σταματώ

locução verbal (continuar para sempre)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαρκώ για πάντα

locução verbal (continuar para sempre)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παύω να κάνω κτ

κάνω στάση

(transporte)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Το τρένο θα κάνει στάση στους σταθμούς Μπρόμλι Σάουθ και Λόντον Κινγκς Κρος.

κάνω μια στάση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sempre damos uma passadinha para visitar a vovó aos sábados.
Πάντα κάνουμε μια στάση για να επισκεφτούμε τη γιαγιά το Σάββατο.

μακρηγορώ, δημηγορώ

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μιλάω ακατάπαυστα

βγάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σταματώ

(fazer algo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A mãe mandou seu filho parar de rasgar as páginas do livro.
Η μητέρα είπε στον γιο της να σταματήσει να σκίζει τις σελίδες από το βιβλίο.

παραλίγο να κάνω κτ

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραδίδω πνεύμα

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σταματάω, σταματώ

(να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você vai parar de me interromper quando estou tentando estudar?
Θα σταματήσεις να με διακόπτεις, ενώ προσπαθώ να μελετήσω;

αγνοώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνέρχομαι γρήγορα από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φλυαρώ

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παρατάω

(figurado) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tive um dia ruim. Só pare de me amolar e me deixe sozinho.
Είχα μια άσχημη μέρα. Παράτα με!

βγάζω τον σκασμό, το βουλώνω

(ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Queria que às vezes ele parasse de falar e prestasse atenção.
Εύχομαι να το βούλωνε και να άκουγε καμιά φορά.

εγκαταλείπω, κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Será difícil, mas eu vou tentar parar com o chocolate na quaresma.
Θα είναι δύσκολο, αλλά θα προσπαθήσω να κόψω τη σοκολάτα τη Σαρακοστή.

φλυαρώ για κτ

expressão verbal

αφήνω κπ σε ησυχία, αφήνω κπ στην ησυχία του, αφήνω κπ ήσυχο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pare de amolar sua irmã por cinco minutos, pode ser? Você já implicou o bastante com ela.
Μπορείς ν' αφήσεις την αδερφή σου ήσυχη για πέντε λεπτά; Αρκετά την πείραξες.

κόβω τα ναρκωτικά

(figurado, informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ralph prometeu ficar limpo e ser um marido melhor.

κόβω

(καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σταματώ να μιλώ για κτ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο Ματ άργησε να επιστρέψει στο σπίτι την Παρασκευή το βράδυ και η γυναίκα του δεν έχει σταματήσει να μιλά για αυτό το θέμα.

χαλάω, χαλώ

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναπόφευκτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι αν ξέρει πραγματικά τι κάνει.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του parar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.