Τι σημαίνει το estado στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης estado στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του estado στο πορτογαλικά.

Η λέξη estado στο πορτογαλικά σημαίνει πολιτεία, κράτος, κατάσταση, φάση, κατάσταση, κατάσταση, άσχημη ψυχολογική κατάσταση, πολιτεία, κράτος, κατάσταση, κατάσταση, κατάσταση, κατάσταση, κυρίαρχο και αυτόνομο κράτος, συντήρηση, κατάσταση, πολίτευμα, Υπουργείο Εξωτερικών, κρατικός, σε ετοιμότητα, σε επιφυλακή, πόλη-κράτος, επεισόδιο, προσωπικό, εθνικό κράτος, κρατικός, σε κρίσιμη κατάσταση, στο τελευταίο στάδιο, στερεάς κατάστασης, βόρεια της πολιτείας, ως έχει, χαμηλής προτεραιότητας, σε τελικό στάδιο, απόλυτα συγκεντρωμένος, κρίσιμη κατάσταση, ηθικό, φρόνημα, κρατική υπόσταση, είναι, αρχηγός κράτους, οικογενειακή κατάσταση, αστυνομοκρατούμενο κράτος, Αρχηγός Στρατιωτικού Επιτελείου, πραξικόπημα, ονειρική κατάσταση, πολιτεία που απαγορεύει τη δουλειά, αέρια κατάσταση, καλή φυσική κατάσταση, πνευματική διαύγεια, κανονική/φυσιολογική κατάσταση, Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης, σταθερή κατάσταση, ετατισμός, κρατισμός, ψυχική κατάσταση, αναρχία, ανομία, έλλειψη κοινωνικού συμβολαίου, κλίμα αβεβαιότητας/ανασφάλειας, εμπόλεμη κατάσταση, μεταβατικό στάδιο, κράτος πρόνοιας, σταθερή κατάσταση, Αραβική χώρα, υπουργός εσωτερικών, ψυχολογική κατάσταση, ψυχική κατάσταση, πολιτική αναταραχή, επαρχιακό ΑΕΠ, οικογενειακή κατάσταση, κανόνες δικαίου, κατάσταση αποστολής, κρίση αφαίρεσης, ρευστή κατάσταση, ξύπνιος, στρατιωτικός νόμος, κράτος μέλος, κακή κατάσταση, πνευματική κατάσταση, -, δεν ανταποκρίνεται, δεν αντιδρά, βόρειος, σε όλη τη χώρα, σε όλη την επικράτεια, υπεύθυνος πολιτικού γραφείου, σε φυσική κατάσταση, απείραχτος από τον πολιτισμό, μυστική αστυνομία, πρωτόγονη κοινωνία, από το κράτος, φρικάρω, ύπνος, φθορά, εισαγγελέας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης estado

πολιτεία

substantivo masculino (território, província)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Há cinquenta estados na União.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο δάσκαλος μας ζήτησε να απομνημονεύσουμε όλες τις πολιτείες των ΗΠΑ.

κράτος

substantivo masculino (país)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Em 1948, foi fundado um estado judeu.
Το 1948 ιδρύθηκε ένα εβραϊκό κράτος.

κατάσταση

substantivo masculino (condição)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estamos preocupados com o estado dos negócios.
Μόνο να φανταστώ μπορώ σε τι κατάσταση θα είναι το σπίτι αφού έμεινε εγκαταλελειμμένο τόσα χρόνια.

φάση, κατάσταση

substantivo masculino (ciência)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O gelo converteu-se ao estado líquido.
Ο πάγος είναι η στερεή φάση του νερού.

κατάσταση

substantivo masculino (emoções)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela estava em estado de tristeza depois que o namorado a deixou.

άσχημη ψυχολογική κατάσταση

substantivo masculino (estado de nervos)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Polly estava num estado de nervos depois do acidente!

πολιτεία

substantivo masculino (autoridade política)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O estado criminalizou o comportamento destrutivo.

κράτος

substantivo masculino (governo civil)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Em alguns países, há uma separação entre Igreja e Estado.

κατάσταση

substantivo masculino (condição)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O agente descreveu o estado da casa como "precisando de modernização".
Ο μεσίτης, περιγράφοντας την κατάσταση του σπιτιού, είπε ότι «χρειάζεται εκμοντερνισμό».

κατάσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Minha máquina de lavar ainda está em bom estado depois de quinze anos!
Το πλυντήριό μου είναι ακόμα σε καλή κατάσταση μετά από δεκαπέντε χρόνια!

κατάσταση

(condição)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A casa que nós vimos estava em péssimo estado. Precisa de muitos reparos.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αυτό το σπίτι ήταν σε άσχημη κατάσταση. Θέλει πολλές επισκευές.

κατάσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κυρίαρχο και αυτόνομο κράτος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Porto Rico é uma nação dos Estados Unidos.
Το Πουέρτο Ρίκο αποτελεί κυρίαρχο και αυτόνομο κράτος των Ηνωμένων Πολιτειών.

συντήρηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατάσταση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esta casa está numa condição terrível. Precisa de muito trabalho.
Αυτό το σπίτι βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση. Χρειάζεται πολλή δουλειά.

πολίτευμα

(sistema governamental)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Υπουργείο Εξωτερικών

(στις ΗΠΑ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Os caras do Departamento de Estado são inteligentes.

κρατικός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este é um assunto de estado.

σε ετοιμότητα, σε επιφυλακή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πόλη-κράτος

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επεισόδιο

(momento tenso) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προσωπικό

substantivo masculino (unidade operativa militar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O estado-maior militar cuida dos problemas administrativos.

εθνικό κράτος

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρατικός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε κρίσιμη κατάσταση

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele está em estado crítico sob cuidados intensivos depois do seu infarto.

στο τελευταίο στάδιο

locução adjetiva (morrendo com uma doença)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

στερεάς κατάστασης

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

βόρεια της πολιτείας

locução adverbial (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ως έχει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαμηλής προτεραιότητας

locução adverbial

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

σε τελικό στάδιο

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απόλυτα συγκεντρωμένος

κρίσιμη κατάσταση

Os médicos disseram que ele estava em estado crítico devido aos ferimentos graves.

ηθικό, φρόνημα

(grupo: confiança)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το ηθικό των εργατών είναι ψηλά και αυτό αντανακλάται στην αυξανόμενη παραγωγικότητα.

κρατική υπόσταση

είναι

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αρχηγός κράτους

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

οικογενειακή κατάσταση

Por favor, informe sua idade, nível de renda e estado civil.
Παρακαλώ αναφέρετε την ηλικία, το επίπεδο εισοδήματος και την οικογενειακή σας κατάσταση.

αστυνομοκρατούμενο κράτος

Αρχηγός Στρατιωτικού Επιτελείου

(oficial militar)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πραξικόπημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ονειρική κατάσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολιτεία που απαγορεύει τη δουλειά

(histórico: sem escravidão)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Nem todos os estados da União eram estados livres; quatro eram estados escravos.

αέρια κατάσταση

(gás, vapor)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλή φυσική κατάσταση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πνευματική διαύγεια

(lucidez)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κανονική/φυσιολογική κατάσταση

(condições normais)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης

(στο ΗΒ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σταθερή κατάσταση

(estado de saúde: não piorar)

ετατισμός, κρατισμός

(propriedade governamental)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ψυχική κατάσταση

(condição mental ou humor)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Η τωρινή του ψυχική κατάσταση φαίνεται διαταραγμένη.

αναρχία, ανομία, έλλειψη κοινωνικού συμβολαίου

(sociedade sem governo) (πολιτική θεωρία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλίμα αβεβαιότητας/ανασφάλειας

(situação precária ou duvidosa)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εμπόλεμη κατάσταση

(hostilidades entre nações)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταβατικό στάδιο

(sujeito a mudanças, mutável)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κράτος πρόνοιας

substantivo masculino (nação com programa de bem-estar social)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σταθερή κατάσταση

substantivo masculino (física: condição que não muda com o tempo) (φυσική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Αραβική χώρα

υπουργός εσωτερικών

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

ψυχολογική κατάσταση, ψυχική κατάσταση

substantivo masculino

πολιτική αναταραχή

(queda ou rompimento de um governo)

επαρχιακό ΑΕΠ

(Produto Interno Bruto de estado/ província)

οικογενειακή κατάσταση

(se alguém é solteiro, casado, etc.)

κανόνες δικαίου

(νομική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κατάσταση αποστολής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρίση αφαίρεσης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ρευστή κατάσταση

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ξύπνιος

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στρατιωτικός νόμος

substantivo masculino

κράτος μέλος

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κακή κατάσταση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πνευματική κατάσταση

-

(Presente Perfeito: ser) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Eu tenho estado estudando por três horas agora. Eu preciso de uma pausa! Minha mãe tem sido uma médica por vinte anos.
Διαβάζω εδώ και τρεις ώρες. Χρειάζομαι ένα διάλειμμα! Η μητέρα μου είναι γιατρός εδώ και είκοσι χρόνια.

δεν ανταποκρίνεται, δεν αντιδρά

(paciente) (ασθενής)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βόρειος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε όλη τη χώρα, σε όλη την επικράτεια

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Το μέτρο ήταν δημοφιλές σε τοπικό επίπεδο αλλά όχι σε όλη την πολιτεία.

υπεύθυνος πολιτικού γραφείου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

σε φυσική κατάσταση, απείραχτος από τον πολιτισμό

(não afetado por humanos)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μυστική αστυνομία

(histórico, Gestapo)

πρωτόγονη κοινωνία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

από το κράτος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φρικάρω

(estado de ficar "fora de si") (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ύπνος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A flor se fecha em estado dormente.

φθορά

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εισαγγελέας

(direito)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του estado στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του estado

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.