Τι σημαίνει το gonflé στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gonflé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gonflé στο Γαλλικά.

Η λέξη gonflé στο Γαλλικά σημαίνει φουσκώνω, φουσκώνω, παραφουσκώνω, αυξάνομαι, μεγαλώνω, πρήζομαι, φουσκώνω, φουσκώνω, φουσκώνω, πρήζομαι, φουσκώνω, φουσκώνω, βελτιώνω απόδοση, πειράζω, φτιάχνω, τσατίζω, νευριάζω, φουσκώνω, τρομπάρω, κάνω κτ πιο εντυπωσιακό, εκτινάσσομαι στα ύψη, φουσκώνω, φουσκώνω, πρήζομαι, εκνευρίζω, νευριάζω, τσατίζω, νευριάζω, παραφουσκώνω, αυξάνομαι ραγδαία, του τη δίνω, του τη δίνω στα νεύρα, του δίνω στα νεύρα, του σπάω τα νεύρα, πρήζομαι, διογκώνομαι, φουσκώνω, ξεχειλίζω, ανεβάζω, αυξάνω, υπερβάλλω, φουσκωμένος, κυματιστός, παραφουσκωμένος, φουσκωμένος, παράλογος, φτιαγμένος, πρησμένος, φουσκωμένος, φουσκωμένος, πρησμένος, φουσκωτός, διογκωμένος, άσεμνος, απρεπής, αναιδής, πρησμένος, διογκωμένος, διεσταλμένος, πρησμένος, γεμάτος με αέρα, που έχει αέρια, διογκούμενος, πρησμένος, φουσκώνω, φουσκώνομαι, φουσκώνω, κορδώνομαι, κάνω ανατίμηση σε κτ, εξάπτω, διεγείρω, ξεσηκώνω, ξεσηκώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gonflé

φουσκώνω

verbe transitif (με αέρα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il faut gonfler un matelas gonflable avant de pouvoir dormir dessus.

φουσκώνω, παραφουσκώνω

verbe transitif (figuré : exagérer) (μτφ, υπερβάλλω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ne complimente pas Dennis ou tu gonfleras son ego.

αυξάνομαι, μεγαλώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le club n'incluait au départ que quelques individus, mais le nombre de membres a beaucoup augmenté au cours des six derniers mois.

πρήζομαι, φουσκώνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La cheville de Wendy a enflé (or: gonflé) après que celle-ci ait glissé sur des rochers mouillés.
Ο αστράγαλος της Γουέντι πρήστηκε αφού γλίστρησε στα βρεγμένα βράχια.

φουσκώνω

(μαγειρική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La levure fait gonfler le pain.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όλα τα σώματα διαστέλλονται με τη θερμότητα.

φουσκώνω, πρήζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les stéroïdes ont fait gonfler le corps de Mandy.

φουσκώνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le riz gonfle quand il est chauffé.

φουσκώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mes joues gonflent quand j'essaye de gonfler un ballon.

βελτιώνω απόδοση, πειράζω, φτιάχνω

verbe transitif (un moteur) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τσατίζω, νευριάζω

(très familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce type me gonfle vraiment !
Αυτός ο τύπος πραγματικά με τσατίζει!

φουσκώνω, τρομπάρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marilyn gonfle la roue de son vélo.
Η Μέριλιν φουσκώνει το λάστιχο του ποδηλάτου της.

κάνω κτ πιο εντυπωσιακό

(des chiffres)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκτινάσσομαι στα ύψη

verbe intransitif (figuré) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les rénovations de la maison ont gonflé notre crédit.
Η ανακαίνιση στο σπίτι κάνει το χρέος μας να εκτιναχθεί στα ύψη.

φουσκώνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φουσκώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πρήζομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sa jambe a gonflé (or: enflé) quand il s'est fait piquer par un serpent.

εκνευρίζω, νευριάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'était un homme imposant, je ne voulais pas l'énerver.
Ήταν μεγάλος άνθρωπος. Δεν ήθελα, λοιπόν, να τον εκνευρίσω (or: νευριάσω).

τσατίζω, νευριάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il m'énerve à me parler comme à un abruti.

παραφουσκώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'entreprise a augmenté son chiffre d'affaires.

αυξάνομαι ραγδαία

(figuré : coûts,...)

Η επιτυχία της εταιρείας αυξήθηκε ραγδαία τους τελευταίους μήνες.

του τη δίνω, του τη δίνω στα νεύρα, του δίνω στα νεύρα, του σπάω τα νεύρα

(familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το γεγονός ότι ο άντρας της γκρίνιαζε όλη την ώρα είχε αρχίσει να τη δίνει στην Όλγα.

πρήζομαι, διογκώνομαι, φουσκώνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mes mains ont enflé (or: gonflé) après avoir pris mon médicament.

ξεχειλίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβάζω, αυξάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les hôtels augmentent toujours leurs prix durant le pont.

υπερβάλλω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φουσκωμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le matelas pneumatique gonflé était assez confortable pour dormir.

κυματιστός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παραφουσκωμένος

adjectif (chiffre) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Une demande de remboursement de frais gonflé est généralement facile à repérer.
Συνήθως δεν είναι δύσκολο να εντοπίσεις τους παραφουσκωμένους λογαριασμούς εξόδων.

φουσκωμένος

adjectif (ballon,...)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Donne-moi un ballon gonflé et je t'en ferai un animal.

παράλογος

adjectif (familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est gonflé de ta part de dire ça !
Είναι παράλογο να το λες εσύ αυτό!

φτιαγμένος

(moteur) (καθομιλουμένη: για αυτοκίνητο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πρησμένος, φουσκωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le talon d'Helen était enflé à cause des ampoules infectées.
Η φτέρνα της Έλεν ήταν πρησμένη γιατί είχε φουσκάλες που είχαν μολυνθεί.

φουσκωμένος, πρησμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Des corps boursouflés s'échouaient sur la rive du lac chaque matin.
Ξεβράζονταν τουμπανιασμένα πτώματα στην ακτή κάθε πρωί.

φουσκωτός

(jupe,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διογκωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le livre était enflé après que George l'a fait tomber dans la baignoire.
Το βιβλίο ήταν φουσκωμένο, αφού ο Τζωρτζ το έριξε στη μπανιέρα.

άσεμνος, απρεπής, αναιδής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρησμένος, διογκωμένος, διεσταλμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πρησμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Son visage boursouflé est le résultat des médicaments qu'elle prend.

γεμάτος με αέρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει αέρια

adjectif (familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διογκούμενος

adjectif

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
La rivière enflée (or: gonflée) menaçait de sortir de son lit.
Το ποτάμι είχε φουσκώσει και κόντευε να υπερχειλίσει.

πρησμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

φουσκώνω, φουσκώνομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ces ballons se gonflent facilement.

φουσκώνω, κορδώνομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Regarde-le se gonfler de fierté quand quelqu'un lui pose des questions sur sa copine.

κάνω ανατίμηση σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξάπτω, διεγείρω, ξεσηκώνω

locution verbale (familier) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le discours stimulant a gonflé la foule à bloc.
Η εμψυχωτική ομιλία ξεσήκωσε το κοινό.

ξεσηκώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gonflé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.