Τι σημαίνει το gordo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gordo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gordo στο ισπανικά.

Η λέξη gordo στο ισπανικά σημαίνει παχύς, χοντρός, χοντρός, τζάκποτ, σαρκώδης, χοντρομπαλάς, χοντρομπαλού, χοντρέλας, χοντρομπαλάς, τόφαλος, ευτραφής, παχύσαρκος, παχουλός, πλαδαρός, βαρύς, παχύς, χοντρός, υπέρβαρος, αντίχειρας, επιτυχημένος, το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού, μεγάλο δάχτυλο, μεγάλο δάχτυλο ποδιού, χοντροκώλης, ο πιο σημαντικός, ο πιο σπουδαίος, σπουδαίος, που έχει επιρροή, κερδίζω το πρώτο βραβείο, παχαίνω, φαίνομαι χοντρός, μεγάλο κεφάλι, καβαλημένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gordo

παχύς, χοντρός

adjetivo (ενίοτε μειωτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eric reconoció que estaba gordo y que tenía que bajar de peso.
Ο Έρικ παραδέχτηκε ότι ήταν παχύς (or: χοντρός) και ότι έπρεπε να χάσει βάρος.

χοντρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ella sacó un libro grueso de su bolso y lo abrió en la página 1002.
Πήρε ένα χοντρό βιβλίο από την τσάντα της και το άνοιξε στη σελίδα 1002.

τζάκποτ

La lotería tenía un gordo de un millón de dólares.

σαρκώδης

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χοντρομπαλάς, χοντρομπαλού

(peyorativo) (μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Jon se metió en problemas por llamar gordo un compañero de clase.

χοντρέλας, χοντρομπαλάς, τόφαλος

nombre masculino, nombre femenino (καθομ, προσβλ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ευτραφής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παχύσαρκος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mujer obesa tenía problemas para entrar en el asiento del avión.

παχουλός, πλαδαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Marco se ha vuelto un poco fofo desde que dejó de ir al gimnasio.

βαρύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kara llevaba un grueso jersey naranja.
Η Κάρα φορούσε ένα βαρύ, πορτοκαλί πουλόβερ.

παχύς, χοντρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha ganado peso y está bastante grueso.
Έβαλε κιλά και είναι πλέον αρκετά χοντρός (or: παχύς).

υπέρβαρος

(persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era un hombre con sobrepeso pero igual increíblemente fuerte.
Ήταν υπέρβαρος αλλά παρόλα αυτά εξαιρετικά δυνατός.

αντίχειρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tom mantuvo el libro abierto con el pulgar.
Ο Τομ κρατούσε το βιβλίο ανοιχτό με τον αντίχειρά του.

επιτυχημένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jenna es un as en el mundo de la alta costura.

το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεγάλο δάχτυλο

Es muy difícil andar si te rompes el dedo gordo del pie.

μεγάλο δάχτυλο ποδιού

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χοντροκώλης

(ofensivo, vulgar) (αργκό, προσβλητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A Martin lo castigaron una semana por decirle culón a un compañero de clase.

ο πιο σημαντικός, ο πιο σπουδαίος

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Obtener eso sería el premio mayor, pero mis intenciones son más modestas.

σπουδαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se cree gran cosa desde que le dieron el auto de la compañía.
Από τότε που του έδωσαν εταιρικό αυτοκίνητο, νομίζει πως είναι σπουδαίος.

που έχει επιρροή

locución nominal masculina (figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κερδίζω το πρώτο βραβείο

locución verbal (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jugaba a las tragamonedas todas las noches pero todavía no le tocó el gordo.

παχαίνω

verbo pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi gatito se está poniendo muy gordo desde que lo esterilizamos.

φαίνομαι χοντρός

verbo pronominal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
¿Me veo gorda con este vestido, mi amor?

μεγάλο κεφάλι

locución nominal masculina (coloquial, figurado) (μεταφορικά)

καβαλημένος

(despectivo) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gordo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.