Τι σημαίνει το grace στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης grace στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grace στο Αγγλικά.

Η λέξη grace στο Αγγλικά σημαίνει χάρη, χάρη, εύνοια, προσευχή, εξοχότητα, κοσμώ, τιμώ κπ/κτ με κτ, Γκρέις, απονομή χάριτος, χαριστική βολή, χαριστική βολή, το να πέσω σε δυσμένεια, πέφτω σε δυσμένεια, καλλωπισμός, διάνθιση, χάρη του Θεού, περίοδος χάριτος, προτέρημα που αντισταθμίζει τα ελαττώματα, λέω την προσευχή, χρονικό περιθώριο δύο ημερών, με προθυμία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης grace

χάρη

noun (elegance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Irene glided over the dance floor with the grace of a figure skater.
Η Αϊρίν χόρευε στην πίστα με την χάρη μιας πατινέρ.

χάρη, εύνοια

noun (Christianity: God's mercy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The congregation prayed for God's grace and mercy.
Το εκκλησίασμα προσευχόταν για τη χάρη και το έλεος του Θεού.

προσευχή

noun (prayer before or after meal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jim's father always said grace before every meal.
Ο πατέρας του Τζιμ πάντα έκανε την προσευχή σου πριν από κάθε γεύμα.

εξοχότητα

noun (usually capitalized (title)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His Grace appeared at the king's court last week.
Η Εξοχότητά του εμφανίστηκε στην αυλή του βασιλιά την περασμένη εβδομάδα.

κοσμώ

transitive verb (adorn)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Many rare and beautiful treasures graced the museum.
Πολλοί σπάνιοι και όμορφοι θησαυροί κοσμούσαν το μουσείο.

τιμώ κπ/κτ με κτ

(person: be present)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Oh, I am so honored that you would grace us with your presence.
Α, είναι μεγάλη μας τιμή που μας τιμήσατε με την παρουσία σας.

Γκρέις

noun (female given name)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
Janine named her new daughter Grace.

απονομή χάριτος

noun (UK (amnesty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χαριστική βολή

noun (figurative, Gallicism (decisive or finishing stroke) (μεταφορικά)

χαριστική βολή

noun (Gallicism (mercy killing) (κυριολεκτικά)

The count delivered the coup de grâce to his wife's lover.
Ο κόμης έδωσε τη χαριστική βολή στον εραστή της γυναίκας του.

το να πέσω σε δυσμένεια

noun (reputation becomes damaged)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The rumors about the actor's infidelity triggered his fall from grace.

πέφτω σε δυσμένεια

verbal expression (suffer damaged reputation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Once the party got into power and it became clear it would not fulfil its election promises, it fell from grace.

καλλωπισμός

noun (music: note for embellishment) (μουσική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διάνθιση

noun (figurative (film, story: embellishment) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χάρη του Θεού

noun (Christianity: God's kindness)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
By the grace of God, you will be healed.

περίοδος χάριτος

noun (before penalty)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Some student loans have a six-month grace period; then you have to start paying them back.

προτέρημα που αντισταθμίζει τα ελαττώματα

noun (redeeming feature)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She's not very bright, but beauty is her saving grace.
Δεν είναι πολύ έξυπνη. Αυτό που τη σώζει είναι η ομορφιά της.

λέω την προσευχή

verbal expression (say prayer before meal) (πριν το φαγητό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρονικό περιθώριο δύο ημερών

noun (allowance period of 2 days)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The electric company gave us two days grace to pay the bill before disconnecting our service.

με προθυμία

adverb (willingly)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grace στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.