Τι σημαίνει το grab στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης grab στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grab στο Αγγλικά.

Η λέξη grab στο Αγγλικά σημαίνει αρπάζω, αρπάζω, αρπάζω, πιάνομαι, προσπάθεια να πάρω, προσπάθεια να αρπάξω, αρπαγή, υφαρπαγή, λαβή, μου λέει, αρπάζω, σακούλα με δώρα, σακούλα με δώρα, μεγάλη σακούλα, αχταρμάς, μπάρα στήριξης, λαβή στήριξης, αρπάζω, αρπάζω, τραβάω το μάτι, τραβάω το βλέμμα, παίζω το τελευταίο μου χαρτί, στιγμιότυπο οθόνης, παίρνω screenshot από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης grab

αρπάζω

transitive verb (take hold of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Liz grabbed the ball and ran to the goal.
Η Λιζ άρπαξε την μπάλα και έτρεξε προς το τέρμα.

αρπάζω

transitive verb (take illegally, snatch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He grabbed the diamonds and fled.
Άρπαξε τα διαμάντια τράπηκε σε φυγή.

αρπάζω

transitive verb (seize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He grabbed my hand and pulled me away.
Άρπαξε το χέρι μου και με τράβηξε μακριά.

πιάνομαι

(try to seize) (από κάτι/κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The drowning man will grab at anything nearby.
Ο πνιγμένος θα πιαστεί από οτιδήποτε είναι κοντά του.

προσπάθεια να πάρω, προσπάθεια να αρπάξω

noun (informal (attempt to take)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The army staged a revolt in a grab for power.

αρπαγή, υφαρπαγή

noun (illegal acquisition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This was a land grab.

λαβή

noun (gripping device)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a grab hanging off the end of the gantry.

μου λέει

transitive verb (UK, slang, figurative (appeal to) (αργκό, μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
How does that idea grab you?
Πώς σου φαίνεται αυτή η ιδέα;

αρπάζω

transitive verb (figurative (opportunity: seize) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Opportunities like that don't come along every day; you should grab it while you have the chance.

σακούλα με δώρα

noun (US (lucky dip)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σακούλα με δώρα

noun (US (bag from which an item is drawn)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Each child who reads at least ten pages may take a toy from the grab bag.
Τα παιδιά που θα διαβάσουν τουλάχιστον δέκα σελίδες θα μπορέσουν να πάρουν ένα παιχνίδι από τη σακούλα με τα δώρα.

μεγάλη σακούλα

noun (snack food: large packet to share)

Crisps only seem to come in huge grab bags these days; you can't buy a small packet anymore.

αχταρμάς

noun (figurative (collection: miscellaneous things) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπάρα στήριξης, λαβή στήριξης

(bar attached to wall) (σε τοίχο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αρπάζω

verbal expression (physically: grasp) (αρχικό πιάσιμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bella jumped on the back of Jacob's motorcycle and grabbed hold of his body. Grab hold of the rope so that I can pull you up!

αρπάζω

verbal expression (figurative (idea, opportunity: seize) (μεταφορικά: ευκαιρία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dean grabbed hold of the opportunity to visit the beach a few times.

τραβάω το μάτι, τραβάω το βλέμμα

verbal expression (informal, figurative (attract attention)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Wow, that's an outfit that'll grab the eye.

παίζω το τελευταίο μου χαρτί

verbal expression (informal, figurative (do [sth] desperate) (μεταφορικά)

The company tried using a new slogan, but they were clutching at straws; they were doomed to go bankrupt.

στιγμιότυπο οθόνης

noun (image of screen)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παίρνω screenshot από κτ

transitive verb (take image of screen)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grab στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του grab

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.