Τι σημαίνει το year στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης year στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του year στο Αγγλικά.

Η λέξη year στο Αγγλικά σημαίνει έτος, χρόνος, έτος, τάξη, ακαδημαϊκό έτος, όλο το χρόνο, καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, έξοχη χρονιά, ημερολογιακό έτος, Κινέζικη Πρωτοχρονιά, ερχόμενος χρόνος, επόμενος χρόνος, γηρατειά, ετήσια, κάθε χρόνο, πενηντάρης, πενηντάρα, πενηντάχρονος, τελευταίο έτος, οικονομικό έτος, οικονομικό έτος, τέλος οικονομικού έτους, δημοσιονομικό έτος, περίοδος τεσσάρων ετών, πρώτο έτος σχολής, διάλειμμα ενός χρόνου από τις σπουδές, καλή χρονιά, Καλή Χρονιά!, Καλή Χρονιά!, δευτέρα λυκείου, τρίτο έτος, πέρσι, πέρυσι, περίοδος των ισχνών αγελάδων, δίσεκτο έτος, έτος φωτός, σεληνιακό έτος, πολυετής, πολύχρονος, νέο έτος, πρωτοχρονιά, Πρωτοχρονιά, παραμονή Πρωτοχρονιάς, του χρόνου, ετήσιος, τρίμηνο, νηπιαγωγείο, επαναλαμβάνω ένα έτος, γιορτάζω την Πρωτοχρονιά, έτος πρακτικής άσκησης, σχολική χρονιά, τελευταίο έτος, από πολύ παλιά, ηλιακό έτος, φέτος, εποχή του χρόνου, εκλεκτή χρονιά, εκλεκτή σοδειά, συνεχώς, κάθε χρόνο, έτος, κάθε χρόνο, ετησίως, ετήσια, τρέχουσα χρονιά, του τέλος του έτους, διάρκειας ενός έτους, έναντι του περασμένου έτους, ετήσιος, -χρονος, -χρονος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης year

έτος

noun (January to December)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are twelve months in a year.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τι χρονιά και αυτή! Περάσαμε πολλά.

χρόνος

noun (365 or 366 days)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This project will take at least a year to finish.
Αυτό το σχέδιο θα χρειαστεί τουλάχιστον ένα χρόνο για να τελειώσει.

έτος

noun (period within a year)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The school year starts in September and ends in June.

τάξη

noun (class of students)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our class is the Year of 2010.
Εμείς ήμαστε η τάξη του 2010.

ακαδημαϊκό έτος

noun (annual teaching period)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The academic year begins in September.

όλο το χρόνο

adverb (throughout the year)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I'd love to live in a climate where I could garden all year round.

καθ' όλη τη διάρκεια του έτους

adjective (lasting the whole year)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The school board is considering switching to all-year school, with staggered summer vacations.

έξοχη χρονιά

noun (US (excellent year)

ημερολογιακό έτος

noun (365 days: 1 January to 31 December)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This ticket must be used within one calendar year.

Κινέζικη Πρωτοχρονιά

noun (holiday)

ερχόμενος χρόνος, επόμενος χρόνος

noun (12-month period ahead)

She expects to visit four continents in the coming year.

γηρατειά

plural noun (old age)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
My grandmother loved to reminisce in her declining years.

ετήσια, κάθε χρόνο

adverb (annually)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We celebrate Christmas every year.
Τα Χριστούγεννα γιορτάζονται κάθε χρόνο.

πενηντάρης, πενηντάρα

noun (person: 50 years of age)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
On average, a twenty-year-old sees three times better than a fifty-year-old.

πενηντάχρονος

adjective (50 years of age)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Joyce is a fifty-year-old woman.

τελευταίο έτος

noun (last 12 months of higher education) (σπουδές)

Mary is in her final year and will begin college in the fall.

οικονομικό έτος

noun (mainly UK (law: annual accounting period)

οικονομικό έτος

noun (UK (law: accounting year ending 5 April)

τέλος οικονομικού έτους

noun (close of accounting period)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δημοσιονομικό έτος

noun (mainly US (12-month financial calendar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Our accounting system uses October as the first month of our fiscal year. The president of the company was happy to report record profits during the fiscal year.

περίοδος τεσσάρων ετών

noun (official period of four years)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In the United States the President serves a four-year term.

πρώτο έτος σχολής

noun (US (college: 1st year)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I got really bad grades in my freshman year of college.

διάλειμμα ενός χρόνου από τις σπουδές

noun (school-leaver's one-year break)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We offer paid placements for students in their gap year. I'm not sure how I want to spend my gap year.
Προσφέρουμε πρακτική άσκηση επί πληρωμή για τους φοιτητές που κάνουν διάλειμμα ενός χρόνου απ' τις σπουδές τους.

καλή χρονιά

noun (1st January well-wishes)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They all clinked glasses and wished each other a happy New Year.
Όλοι τσούγκρισαν τα ποτήρια και ευχήθηκαν καλή χρονιά.

Καλή Χρονιά!

interjection (1st January greeting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Happy New Year!" they all shouted drunkenly.

Καλή Χρονιά!

interjection (greeting: start of lunar year)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δευτέρα λυκείου

noun (US (eleventh year in school)

τρίτο έτος

noun (US (third year in university) (πανεπιστήμιο)

Many universities offer students the chance to spend their junior year abroad.

πέρσι, πέρυσι

adverb (during the year before this one)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Last year I went on holiday to Italy.
Πέρυσι πήγα διακοπές στην Ιταλία.

περίοδος των ισχνών αγελάδων

noun (unprosperous 12 months) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
2009 was a lean year for our company.

δίσεκτο έτος

noun (year: February has 29 days)

Leap year always falls in even years.

έτος φωτός

noun (astronomy: measure of distance) (αστρονομία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Barnard's Star is 5.96 light years away from Earth.

σεληνιακό έτος

noun (12 lunar months)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Islamic calendar is based on lunar years.

πολυετής, πολύχρονος

adjective (for more than one year)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νέο έτος

noun (period: start of year)

The new year starts on the 1st of January.
Το νέο έτος ξεκινάει την πρώτη Ιανουαρίου.

πρωτοχρονιά

noun (celebration: start of year)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Happy New Year!
Καλή πρωτοχρονιά!

Πρωτοχρονιά

noun (1st January)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
In the US, New Year's Day is often celebrated watching the Pasadena Rose Parade followed by football games.

παραμονή Πρωτοχρονιάς

noun (31st December)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
On New Year's Eve, a lot of people go to parties and let off fireworks. New Year's Eve is the 31st of December.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς πολλοί πηγαίνουν σε πάρτι και ρίχνουν πυροτεχνήματα. Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς είναι στις 31 Δεκεμβρίου.

του χρόνου

adverb (during the year after this one)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We hope to see you again next year.
Ελπίζουμε να σε ξαναδούμε του χρόνου.

ετήσιος

adjective (lasting one year)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρίμηνο

noun (3 months)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νηπιαγωγείο

noun (UK (England, Wales: first school year, 4-5)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επαναλαμβάνω ένα έτος

verbal expression (informal (retake studies)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mark failed his exams so he'll have to repeat a year in college.

γιορτάζω την Πρωτοχρονιά

verbal expression (celebrate 1st of January)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έτος πρακτικής άσκησης

noun (UK (work experience)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχολική χρονιά

noun (academic year: autumn to summer) (σχολείο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The 2009-10 school year began on August 25th.

τελευταίο έτος

noun (US (final year of school or college) (πανεπιστήμιο)

από πολύ παλιά

adverb (UK (since a very long time ago)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ηλιακό έτος

noun (period of 365 days)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φέτος

adverb (during the current year)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
They've decided to get married this year.
Αποφάσισαν να παντρευτούν φέτος.

εποχή του χρόνου

noun (season)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's been very cold for the time of year.

εκλεκτή χρονιά, εκλεκτή σοδειά

noun (particularly fine year for wine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
1984 was a vintage year for French champagne.

συνεχώς

adverb (continously; without interruption)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We hear the same complaints year after year.
Ακούμε τα ίδια παράπονα συνεχώς.

κάθε χρόνο

adverb (every year)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
His Christmas parties seem to fail year after year. Year after year I say I'll quit smoking and I never do.
Τα Χριστουγεννιάτικα πάρτι του φαίνεται να αποτυγχάνουν κάθε χρόνο. Κάθε χρόνο λέω ότι θα κόψω το κάπνισμα και ποτέ δεν το κάνω.

έτος

noun (students in same school year)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάθε χρόνο, ετησίως, ετήσια

adverb (every year)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It sometimes becomes tiring doing the same thing year in, year out.

τρέχουσα χρονιά

noun (from start of year to now)

Our income has fallen during the year to date. How much tax have you already paid in the year to date?

του τέλος του έτους

adjective (end of year)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διάρκειας ενός έτους

adjective (lasting for one year)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έναντι του περασμένου έτους

adjective (compared to the previous year) (επίσημο)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ετήσιος

adjective (lasting all year)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Most students resist plans to implement year-round schooling.

-χρονος

adjective (as suffix (being of the specified age)

I have a 15-year-old son.

-χρονος

noun (as suffix ([sth] or [sb] of the specified age)

Jennie teaches a class of 30 five-year-olds.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του year στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του year

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.