Τι σημαίνει το grade στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης grade στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grade στο Αγγλικά.

Η λέξη grade στο Αγγλικά σημαίνει τάξη, βαθμός, βαθμίδα, βαθμολογώ, ισοπεδώνω, ισιώνω, επίπεδο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κλίση, βαθμολογώ, κατηγοριοποιώ, βαθμολογώ, ντεγκραντάρω, στο ίδιο επίπεδο, στο ίδιο επίπεδο με, όγδοη τάξη, ενδέκατη τάξη, πέμπτη τάξη, πρώτη δημοτικού, τετάρτη δημοτικού, μέσος όρος, μέσος όρος, πρωτοβάθμια εκπαίδευση, υψηλού βαθμού, υψηλής ποιότητας, ανώτερης ποιότητας, χαμηλού βαθμού, χαμηλός, χαμηλός βαθμός, κακός βαθμός, επιτυγχάνω, ένατη τάξη, μισθολογική κλίμακα, υποβιβασμός, δευτέρα δημοτικού, πρώτη γυμνασίου, έκτη δημοτικού, δέκατη τάξη, τρίτη δημοτικού, δωδέκατη τάξη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης grade

τάξη

noun (US (school year level) (σχολείο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She is ten years old, so is probably in Fourth Grade.
Είναι δέκα ετών, οπότε μάλλον πηγαίνει στην τέταρτη τάξη.

βαθμός

noun (education: assessment) (αξιολόγηση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He received a grade of "B+" on his exam.
Ο βαθμός του στο διαγώνισμα ήταν Β+.

βαθμίδα

noun (level, rank)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Joe is hoping to get promoted to a higher grade.
Ο Τζο ελπίζει να προαχθεί σε ανώτερη βαθμίδα.

βαθμολογώ

transitive verb (US (homework, exam: mark)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher graded the students' exams.
Ο καθηγητής βαθμολόγησε τα διαγωνίσματα των φοιτητών.

ισοπεδώνω, ισιώνω

transitive verb (reduce slope of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bulldozers grade the land before the road is built.
Οι μπουλντόζες εξομαλύνουν το έδαφος πριν κατασκευαστεί ο δρόμος.

επίπεδο

noun (UK (music examination)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I am studying for Grade Six violin.
Μελετάω για την έκτη βαθμίδα στο πιάνο.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (standard)

Fifteen people made the grade to get on the team.

κλίση

noun (slope)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The road has a 2% grade over the next 10 km.

βαθμολογώ

intransitive verb (US (correct homework)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The teacher had to spend his evening grading.

κατηγοριοποιώ

transitive verb (classify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
People are sometimes graded according to socio-economic status.

βαθμολογώ

transitive verb (education: award a grade to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The professor graded the performance an A+.

ντεγκραντάρω

transitive verb (blend colour, light) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The painter graded several colours to show the sunset.

στο ίδιο επίπεδο

expression (US, idiom (on the same level)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The train tracks and the street were at grade where they crossed, so people barely noticed the intersection.
Οι γραμμές του τρένου και ο δρόμος ήταν στο ίδιο επίπεδο εκεί που διασταυρώνονταν και έτσι ο κόσμος μετά βίας πρόσεχε την διασταύρωση.

στο ίδιο επίπεδο με

expression (US, idiom (on the same level)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όγδοη τάξη

noun (US (school year: age 13-14)

ενδέκατη τάξη

noun (US (school year: age 16-17) (σύστημα ΗΠΑ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πέμπτη τάξη

noun (US (school year: age 10-11)

πρώτη δημοτικού

noun (US (school year: age 6-7)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Karen's six years old so she'll be starting first grade in September.

τετάρτη δημοτικού

noun (US (4th year of elementary school)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I started playing the violin when I was in fourth grade.

μέσος όρος

noun (US, initialism (grade point average)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Molly has the highest GPA in the 9th grade.

μέσος όρος

noun (US (numerical value of average grade)

She'd gotten straight A's all through high school so she had a 4.0 grade point average.

πρωτοβάθμια εκπαίδευση

noun (US (kindergarten through 6th) (επίσημο)

Karen starts grade school next year.
Η Κάρεν θα πάει σχολείο του χρόνου.

υψηλού βαθμού

noun as adjective (metal: dense)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

υψηλής ποιότητας, ανώτερης ποιότητας

noun as adjective (superior in quality)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

χαμηλού βαθμού

adjective (inferior)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Low-grade uranium ore must be enriched before it can fuel a reactor.

χαμηλός

adjective (fever: slight)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A low-grade fever is a common symptom of influenza.

χαμηλός βαθμός, κακός βαθμός

noun (school: poor mark) (συχνά στον πληθυντικό)

I always got low grades in physics and chemistry.

επιτυγχάνω

verbal expression (succeed at [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ένατη τάξη

noun (US (school year: 14-15)

μισθολογική κλίμακα

(military: pay scale)

υποβιβασμός

noun (demotion) (θέση, βαθμός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
After the scandal, he got a reduction in grade as punishment.

δευτέρα δημοτικού

noun (US (school year: age 7-8)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
In the U.S. children are typically about 7 years old when they enter second grade.

πρώτη γυμνασίου

noun (US (school year: age 12-13) (7ο έτος υποχρεωτικής εκπαίδευσης)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

έκτη δημοτικού

noun (US (elementary school: 6th year)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Emma starts sixth grade next year.

δέκατη τάξη

noun (US (school year: age 15-16) (στις ΗΠΑ)

τρίτη δημοτικού

noun (US (school year: age 8-9)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δωδέκατη τάξη

noun (US (school year: age 17-18) (στις ΗΠΑ)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grade στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του grade

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.