Τι σημαίνει το chop στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chop στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chop στο Αγγλικά.

Η λέξη chop στο Αγγλικά σημαίνει κόβω, κόβω, τεμαχίζω, μπριζόλα, χτύπημα, μούτρα, δόντια, χτύπημα, κόψιμο, μούτρα, ξεχορταριάζω, κόβω δέντρο, κόβω, πετσοκόβω, ψιλοκόβω, κόβω σε μικρά κομμάτια, αλλάζω, μάντρα όπου αποσυναρμολογούνται κλεμμένα οχήματα, τσοπ σούι, άντε, βιάσου, γρήγορα, γρήγορα, αμέσως, είμαι στα πρόθυρα απόλυσης, είμαι στα πρόθυρα κλεισίματος, παίρνω πόδι, απορρίπτομαι, δίνω πόδι σε κπ, χτύπημα με το χέρι του ξίφους, παϊδάκια, μπριζόλα από προβατίνα, χοιρινή μπριζόλα, μοσχαρίσια μπριζόλα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chop

κόβω

transitive verb (wood, tree: cut into pieces)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Charles chopped firewood in preparation for winter.
Ο Τσαρλς έκοψε καυσόξυλα για να προετοιμαστεί για τον χειμώνα.

κόβω, τεμαχίζω

transitive verb (UK (food: mince, cut into pieces)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chop the onion before adding it to the stew.
Ψιλοκόψτε το κρεμμύδι πριν το προσθέσετε στο στιφάδο.

μπριζόλα

noun (cutlet of meat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The diner is serving pork chops today.
Στο δείπνο σήμερα σερβίρονται χοιρινές μπριζόλες.

χτύπημα

noun (strike made with a blade) (με λεπίδα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
One almighty chop of the axe was enough to fell the tree.
Μία δυνατή τσεκουριά ήταν αρκετή για να κοπεί το δέντρο.

μούτρα

plural noun (slang (animal's mouth, jaw) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
My dog starts licking his chops whenever I open the fridge.
Το σκυλί μου αρχίζει να γλύφει τη μουσούδα του όποτε ανοίγω το ψυγείο.

δόντια

plural noun (slang (skill, credentials) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He really showed his musical chops on that complex Chopin piece.
Πραγματικά έδειξε τις μουσικές του ικανότητες σ' αυτό το σύνθετο έργο του Σοπέν.

χτύπημα

noun (downward movement with hand)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
With a quick chop, the man broke the board in half with his hand.

κόψιμο

noun (act of cutting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That chop was sloppy - look, the axe is in the ground!

μούτρα

plural noun (slang (person's mouth or jaw) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Every time Sammy eats a peanut butter sandwich, he licks his chops.

ξεχορταριάζω

transitive verb (weeds: hoe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The farmer was chopping weeds when his hoe snapped.

κόβω δέντρο

phrasal verb, transitive, separable (tree: fell, cut down)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pioneers would chop down trees to build their homes.
Οι πιονέροι έκοβαν δέντρα για να χτίσουν τα σπίτια τους.

κόβω, πετσοκόβω

phrasal verb, transitive, separable (sever)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Before I cook broccoli, I chop off the stems.
Πριν να μαγειρέψω μπρόκολο, κόβω τα κοτσάνια.

ψιλοκόβω, κόβω σε μικρά κομμάτια

phrasal verb, transitive, separable (cut into small pieces)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chop up the onions and add them to the pan.
Ψιλοκόψτε τα κρεμμύδια και προσθέστε τα στο τηγάνι.

αλλάζω

verbal expression (informal (keep changing)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μάντρα όπου αποσυναρμολογούνται κλεμμένα οχήματα

noun (US, informal (dismantles stolen cars)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τσοπ σούι

noun (Chinese dish)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

άντε, βιάσου, γρήγορα

interjection (informal (hurry up)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Chop-chop! the party starts in half an hour and you're not even dressed yet.

γρήγορα, αμέσως

adverb (informal (immediately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tom will be here in ten minutes, so clean the living room chop-chop!

είμαι στα πρόθυρα απόλυσης

verbal expression (informal (person: facing job loss)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι στα πρόθυρα κλεισίματος

verbal expression (informal (establishment: facing closure)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω πόδι

verbal expression (informal (person: be dismissed from job) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απορρίπτομαι

verbal expression (informal (establishment, scheme: be closed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δίνω πόδι σε κπ

verbal expression (informal (dismiss [sb] from job) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χτύπημα με το χέρι του ξίφους

noun (downward strike) (καράτε)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Can you break a wooden plank with a karate chop?

παϊδάκια

plural noun (cutlets of young sheep's meat)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μπριζόλα από προβατίνα

noun (cutlet of sheep's meat) (θηλυκό ζώο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χοιρινή μπριζόλα

noun (often pl (cutlet of pig meat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My favourite meal is pork chops with mashed potato.

μοσχαρίσια μπριζόλα

noun (cutlet of calf's meat)

Season the veal chop with salt and freshly ground black pepper.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chop στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του chop

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.